ΜΙΑ ΑΣΦΑΙΡΗ ΕΥΡΩΑΤΛΑΝΤΙΚΗ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΗ

Μοίρασε το

Οι προοπτικές της  διαπραγμάτευσης για την Ατλαντική Συμφωνία Ελεύθερου Εμπορίου δεν είναι ρόδινες, ίσως επειδή την έχουν αναλάβει τεχνοκράτες και όχι ιστορικοί. Με ιστορικούς όρους, η συμφωνία αυτή φαντάζει ως εκπλήρωση ενός πεπρωμένου. Ας θυμηθούμε ότι το σχέδιο Μάρσαλ ήταν το πρόγραμμα που υποχρέωσε τους Ευρωπαίους να κάνουν σαφή βήματα προς το σχηματισμό μιας ενιαίας αγοράς, ως προϋπόθεση για να περάσουν από το «ταμείο». Καλός ο Μονέ, ο Σούμαν και οι διάφοροι ουτοπιστές του μεσοπολέμου, αλλά χωρίς την Ουάσιγκτον οι Βρυξέλλες θα ήταν η πρωτεύουσα της Art Nouveau και όχι «της Ευρώπης».

Στο μεταξύ, οι εμπορικές σχέσεις μεταξύ των δύο ακτών του Ατλαντικού έχουν αναπτυχθεί σημαντικά. Σήμερα, οι ΗΠΑ και η Ε.Ε. αποτελούν αθροιστικά μια αγορά 800 εκατομμυρίων, παράγουν το 50% του παγκόσμιου ΑΕΠ – ή περίπου όσο παρήγαγαν μόνες τους οι ΗΠΑ το 1945 – και εκπροσωπούν το 30% του παγκόσμιου εμπορίου. Στο κάτω-κάτω, το κύριο τρόπαιο του «Ψυχρού Πολέμου» ήταν η Ευρώπη. Εάν η επιτυχής για τη Ουάσιγκτον έκβαση του πολέμου δεν ήταν η ολοκλήρωση και επέκταση της «Δύσης», τότε γιατί ο νικητής να θεωρείται νικητής. Παραδόξως, ακριβώς επειδή αυτή η σχέση μεταξύ των δυο ακτών του Ατλαντικού είναι ήδη τόσο βαθιά και τόσο δοκιμασμένη, δεν πρέπει να έχουμε πολλές προσδοκίες από τη «συμφωνία», που μπορεί να αποδειχτεί τελικά διαδικασία κύρωσης και διαιώνισης πολλών επί μέρους «ασυμφωνιών».
Όσες συμφωνίες δεν έχουμε κλείσει τα τελευταία πενήντα χρόνια είναι αμφίβολο ότι μπορούμε να τις κλείσουμε σε δύο.

Οι δασμοί μεταξύ των δύο εμπορικών εταίρων είναι κατά μέσο όρο 3%, αν και σε επί μέρους κλάδους (π.χ. χαλυβουργία) είναι πολύ σημαντικότεροι. Πόση πρόοδο μπορεί ακόμα να επιτύχουμε και πόσα πραγματικά περιθώρια κέρδους έχουμε; Εκτός βέβαια των δασμολογικών μας διαφορών, έχουμε και άλλα θέματα συζήτησης, τα οποία μάλλον δε θέλουμε να συζητήσουμε. Η αποστροφή των Ευρωπαίων στα γενετικώς τροποποιημένα τρόφιμα είναι πολύ ευκολότερο ν’ αντιμετωπιστεί σε σχέση με το ζήτημα των εργασιακών δικαιωμάτων. Όχι, δεν είναι οι Βρυξέλλες και οι Σκανδιναβοί που έχουν το πρόβλημα με τις νεοφιλελεύθερες ΗΠΑ. Για την ακρίβεια, τα αμερικανικά εργασιακά δικαιώματα φαίνεται να είναι σήμερα περισσότερα απ’ ότι τα ευρωπαϊκά, γεγονός που αποτελεί ένα είδος «πολιτισμικού σοκ» για κάθε Ευρωπαίο, ιδιαίτερα εάν σκεφτεί κανείς ότι οι Σκανδιναβοί εταίροι μας ανησυχούσαν πριν είκοσι χρόνια εάν η είσοδός τους στην Ε.Ε. θα επέφερε μια «εξίσωση προς τα κάτω». Είχαν δίκιο να ανησυχούν, είχαμε άδικο να μην ανησυχούμε.

Αλλά ακόμα και εάν αντιμετωπίσουμε τις «σοσιαλιστικές» ανησυχίες των ΗΠΑ, θα είναι ακόμα δυσκολότερο ν’ αντιμετωπισθούν ζητήματα που σχετίζονται με την εθνική ασφάλεια ή τα «ειδικά συμφέροντα» ένθεν και ένθεν του Ατλαντικού. Για παράδειγμα, είναι δύσκολο να πειστούν οι αμερικανικές πολιτείες – που κατά καιρούς είναι λιγότερο Ηνωμένες απ’ ότι φαντάζουν – ν’ ανοίξουν τους διαγωνισμούς τους για δημόσια έργα σε προσφορές από ευρωπαϊκές εταιρείες. Φαντάζεται κανείς να αποδεχτούν εύκολα τα συνδικάτα από το Detroit ότι η προσφορά της VW είναι καλύτερη από την προσφορά της GM, ας πούμε για τα αστυνομικά οχήματα του Σικάγο; Μάλλον όχι.

Και είναι δύσκολο και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού να σταματήσουν οι επιδοτήσεις στην αγροτική παραγωγή. Ας μην ανησυχούμε, αφού ο πιο επιδοτούμενος αγρότης της Ε.Ε. είναι η Βασίλισσα της Αγγλίας και, συνεπώς, οι Έλληνες δεν πρέπει να αισθάνονται μόνοι. Παρομοίως, από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού, πολλοί Γερουσιαστές θα έχαναν τη θέση τους εάν έμπαινε φραγμός στη μαζική επιδότηση των τεράστιων καλλιεργειών καλαμποκιού στις Μέσω-Δυτικές Πολιτείες για την παραγωγή βιοκαυσίμων. Μπορεί το lobbying στην Ουάσιγκτον να πληρώνει καλύτερα απ’ ότι στις Βρυξέλλες, αλλά η δουλειά είναι επαγγελματική και στις δύο άκρες του Ατλαντικού.

Ακόμα και εάν οι συνομιλίες επικεντρωθούν στην εναρμόνιση της νομοθεσίας που είναι απαραίτητη για το άνοιγμα νέων αγορών, που θεωρητικά δεν προσβάλλουν το status quo,  η πρόοδος δεν είναι εξασφαλισμένη. Ας πάρουμε τον τομέα της ενέργειας για παράδειγμα. Την τελευταία δεκαετία, οι ΗΠΑ είναι στο απόγειο μιας επανάστασης στην παραγωγή σχιστολιθικού φυσικού αερίου και, πέρυσι, για πρώτη φορά από το 1948, εξάγουν περισσότερη ενέργεια απ’ ότι εισάγουν. Δυνητικά, η ευρωπαϊκή αγορά θα μπορούσε να πετύχει τεράστια οφέλη, εκμεταλλευόμενη είτε βεβαιωμένα είτε ενδεχόμενα κοιτάσματα μη συμβατικών πηγών φυσικού αερίου και πετρελαίου, κάνοντας χρήση αμερικανικής τεχνολογίας. Μια τέτοια κίνηση θα έβαζε στον ενεργειακό χάρτη τη Γαλλία, την Πολωνία, την Ουκρανία, τη Ρουμανία και τη Βουλγαρία. Επίσης, μειωμένες τιμές για το φυσικό αέριο σημαίνει μεγαλύτερη ανταγωνιστικότητα σε ενεργοβόρες βιομηχανίες, όπως το αλουμίνιο. Αλλά, η Ευρώπη έχει πολύ πιο αυστηρή περιβαλλοντική νομοθεσία, που την αποτρέπει από το να μοιραστεί τα «οφέλη» της αμερικανικής ενεργειακής επανάστασης.
Στην Ευρώπη ανησυχούμε για την παρατηρούμενη αύξηση της σεισμικότητας μιας περιοχής, που συνδέεται με την εκμετάλλευση αυτής της μη συμβατικής πηγής αερίου. Ανησυχούμε επειδή η διαδικασία απεγκλωβισμού του από το υπέδαφος απαιτεί τη χρήση τεράστιων ποσοτήτων οξέων, που μπορεί να επιμολύνουν τον υδροφόρο ορίζοντα. Ανησυχούμε επειδή απαιτείται μεγάλη ποσότητα νερού, ακόμα και εάν δεν επιμολυνθεί ο υδροφόρος ορίζοντας. Στις ΗΠΑ ανησυχούν λιγότερο, τόσο λιγότερο που καλύπτουν άνω του 30% των ενεργειακών τους αναγκών από αυτή τη νέα πηγή ενέργειας και, μάλιστα, θα ήθελαν να την εξάγουν στην Ευρώπη. Αλλά, ούτε αυτό είναι εφικτό. Επειδή, τελικά, ανησυχούν και εκεί, λιγάκι, οι περιβαλλοντολόγοι, για να μην αναφερθούμε σε ορισμένους ηθοποιούς του Χόλυγουντ. Και ακόμα περισσότερο ανησυχούν οι παραγωγοί ενεργοβόρων βιομηχανιών, που θα προτιμούσαν οι ΗΠΑ να μην εξάγουν ενέργεια, γεγονός που θα μπορούσε να αυξήσει τις εγχώριες τιμές.
Με άλλα λόγια, λατρεύουμε τα μονοπώλιά μας, τα ειδικά μας συμφέροντα, τις πολιτικές μας πελατείες, ένθεν και ένθεν. Ακόμα και το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Μοντέλο έχει συγκλίνει με την αλλοτινή Μέκκα του νεοφιλελευθερισμού και λατρεύουμε τη νέα μας «ανταγωνιστικότητα». Οι τεχνοκράτες αδυνατούν να κλείσουν μια συμφωνία, ακριβώς επειδή μοιάζουμε, επειδή κάθε συμφωνία πρέπει να κυρώνεται από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή τη Γερουσία. Και αφού όποια συμφωνία θα μπορούσαμε να έχουμε κλείσει εύκολα, την έχουμε ήδη κλείσει, χωρίς μαστίγιο ή καρότο, προτιμούμε την αέναη διαπραγμάτευση. Κάποιες φορές, «η Δύση» φαίνεται να αναπολεί την ΕΣΣΔ: ήταν και αυτή, μια κάποια λύση.

ΚΑΤΕΒΑΣΤΕ ΤΟ APP

Download on the App Store

Μοίρασε το

του αρθρογράφου

ideas change society

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

Αφήστε μια απάντηση

Σχόλια

Μπες στη συζήτηση

Κάνε εγγραφή για να αφήσεις τα σχόλιά σου

Κάνε εγγραφή για να αφήσεις τα σχόλιά σου