ΠΑΡΑΜΥΘΑΚΙ ΜΟΥ

Μοίρασε το

Το Παληό Ρολόϊ του Μικρού Σταθμού, χτύπησε 5 και ξύπνησα ιδρωμένος. Φόρεσα το Πουκάμισο το Θαλασσί και κατέβηκα στο γρήγορα στο λιμάνι να προλάβω το Παποράκι του Μπουρνόβα.

Μπήκα στο πλοίο και ανέβηκα στο εξωτερικό κατάστρωμα, δεν άντεχα τη ζέστη μέσα. Σιγοτραγουδούσα Δελφίνι Δελφινάκι, όταν ένας περίεργος τύπος, ψηλός, ξερακιανός με κουστούμι και γραβάτα δεκαετίας ’70, ήρθε και στάθηκε δίπλα μου και με κοίταζε περίεργα. Γνωστή φυσιογνωμία, αλλά δεν μπορούσα να θυμηθώ που τον ξέρω.

Μου μίλησε πρώτος: Τους ξέρεις τους στίχους, αλλά είσαι πολύ παράφωνος αδερφάκι μου!

Ήθελα να τσαντιστώ, αλλά κάτι στο βλέμμα του δεν με άφηνε, ήμουν και αγουροξυπνημένος… Γέλασα και του απάντησα μισο-σοβαρά μισο-αστεία: Άσε ρε φίλε, εσύ μόλις βγήκες από το σκυλάδικο, εγώ πάω για μεροκάματο, και μου κάνεις και πλάκα;

Με κοίταξε ξαφνιασμένος, αλλά μου μίλησε με σαρκαστικό ύφος: Ρε παλληκάρι, ο Κουταλιανός μόνο σίδερα μασάει, όχι σανό! Με μεταξωτό σμόκιν και παπιγιόν θες να μας πεις ότι πας για μεροκάματο; Ποιος είσαι, ο Νιάρχος και πας να επιθεωρήσεις τα ναυπηγεία σου; Και που είσαι, σκυλάδικα είναι τα Σου Μου στην Ιερά οδό, εγώ είμαι από Δειλινά, Νεράϊδα και πάνω!

Νιάρχος, Δειλινά, Νεράϊδα, Σου Μου… από ποια δεκαετία ήρθε αυτός;

Ποιος Νιάρχος, πρόλαβα να ψελλίσω, αυτός είναι μακαρίτης, αλλά πάγωσαν τα λόγια μου όταν είδα ότι όντως ήμουν ντυμένος με σμόκιν και παπιγιόν! Μάλιστα, φορούσα λευκό καλοκαιρινό παντελόνι…

Μακαρίτης ο Νιάρχος, τι μας λες παλληκαράκι; μου απάντησε ο περίεργος! Πεθαίνουν, ρε φίλε οι θρύλοι;

Δε μπορεί σκέφθηκα, θα κοιμάμαι ακόμη και ονειρεύομαι…

Εν τω μεταξύ το πλοίο είχε ξεκινήσει, αλλά δεν έβλεπα ούτε λιμάνι, ούτε Σαλαμίνα, ούτε Πέραμα, τίποτα, μόνον πρωινή ομίχλη…

Ρε φίλε, του λέω, ποιος είσαι; Κάτι δεν καταλαβαίνω, του είπα…

Μην ανησυχείς, μου απάντησε, άμα είσαι παρέα με τον Κουταλιανό μη φοβάσαι τίποτα!

Κουταλιανός; Εσύ είσαι ο Κουταλιανός, τον ρώτησα; Με δουλεύεις;

Κουταλιανός το παρατσούκλι, μου απάντησε. Για τους φίλους Γιάννης και μην σε νοιάζει, θα περάσουμε φίνα εκεί που πάμε! Μόνο χαλάρωσε και μην ρωτάς πολλά, θα δεις.…

…και προ πάντων θα ακούσεις!

Πριν προλάβω να σκεφθώ, ξεμπαρκάραμε σε μια προβλήτα τίγκα στις Κάντιλακ και στα αεροδυναμικά του ’60! Που στην ευχή είμαστε, αναρωτήθηκα; Σα να διάβασε την σκέψη μου, μου είπε: Καλώς όρισες στην ΤΖΑΜΑΪΚΑ!

Πειραιάς – Τζαμάϊκα, ένα τσιγάρο δρόμος… είπα σαρκαστικά, αλλά μου έδειχνε ήδη την λαμπερή επιγραφή νέον «Κοσμικόν Κέντρον Η Τζαμάϊκα» να αναβοσβήνει ενώ ο πορτιέρης με τα μεγάλα αμφιμασχάλια και όλα τα παράσημα από την μάχη της νύχτας, μας άνοιγε την πόρτα… Σοκ και Δέος!

Ο Κουταλιανός-Γιάννης, πήγε κατ’ ευθείαν στην πίστα όπου ένας εκνευρισμένος μαέστρος, ένα στρογγυλοπρόσωπος με μεγάλη φαλάκρα και λίγα Κατσαρά μαλλιά στο πλάϊ έπαιζε μοτίβα στο σαξόφωνο. (Άλλη γνωστή φυσιογνωμία αυτός, τι περίεργο πράγμα να έχει σταματήσει το μυαλό μου!) Άργησες του είπε, έχουμε στήσει την καλύτερη πελατεία να σε περιμένει! Δεν μπορούσα να φύγω, Μαέστρο, του απάντησε ο Γιάννης, πριν κοιμηθεί η Κυρά-Γιώργαινα…

Εν τω μεταξύ, ο Λαλάς, το γκαρσόνι στο οποίο με παρέδωσε ο Γιάννης, με πήγε στο μοναδικό άδειο τραπέζι μπροστά στην πίστα και με ρώτησε τι θα πάρω. Διπλό εσπρέσο, πήγα να του πω, είπα, αλλά με κοίταξε κάπως και μου είπε «όλα κερασμένα από τον κ. Γιάννη»! Ε, τότε, του είπα, φέρε σαμπάνια…

Ο Γιάννης είχε ήδη πιάσει το μικρόφωνο και η μελωδία της ορχήστρα ήχησε πολύ γνώριμη στ’ αυτιά μου: Λεβεντόπαιδο Αρίστο, Μπες στο Μαγαζί και Κλείσ’το… Και πριν προλάβει να πει τον πρώτο στίχο ο Γιάννης, η πίστα γέμισε από έναν άλλο περίεργο τύπο, με γκρίζα μαλλιά, γυαλιά ταρταρούγα, πούρο και πανάκριβο κουστούμι, που άρχισε να χορεύει ένα εξαιρετικό ζεϊμπέκικο. Από το τραπέζι του δυο-τρεις παρατρεχάμενοι του βαρούσαν παλαμάκια, αλλά τη ματιά μου αιχμαλώτισε μια αριστοκρατική μελαχροινή, απόμακρη, αλλά και πανέμορφη που τον κοιτούσε με λαγνεία αλλά και ζήλεια… Άλλο πάλι και τούτο!

[quote text_size=”small”]

Όταν τελείωσε το λεβεντόπαιδο, ο Γιάννης σηκώθηκε, πήγε πάνω από την μελαχροινή και της τραγούδησε τη Γοργόνα, ο μάτσο γκριζομάλλης άνοιξε σαμπάνια και τον κέρασε ενώ έσπαγε τα πιάτα με πάταγο…

[/quote]

Όνειρο ζω, σκέφθηκα, ενώ ο Γιάννης γύρισε, με κοίταξε και με νόημα μου είπε «τι σου έλεγα;».

Είχα μερακλώσει και ήθελα να χορέψω, αλλά που να ανταγωνισθώ τον γκριζομάλλη στο ζεϊμπέκικο; Ζήτησα από το Γιάννη ένα χασαποσέρβικο και ξεκίνησα να φέρνω γύρους την πίστα με στο ρυθμό του «Ήσουν Ωραία» ενώ με ακολουθούσαν πολλές κούκλες από την παρέα του γκριζομάλλη…

Δεν ξέρω αν ήταν ο ήχος από πώμα της σαμπάνιας ή από πιάτα που έσπαγαν, αλλά ξύπνησα απότομα σαν μεθυσμένος, μη θέλοντας να πιστέψω ότι ήταν μόνον ένα υπέροχο όνειρο. Λίγο αργότερα, το ραδιόφωνο είπε ότι μας άφησε για πάντα ο Γιάννης Καλατζής… δεν ήταν όνειρο σκέφθηκα!

Καλό σου Ταξίδι, Γιάννη Καλατζή, κι εκεί στην Απάνω Γειτονίτσα, που Άσπρα θα Φορέσεις Ρούχα Γιορτινά, πες σε όλους τους φίλους σου ότι δεν τους ξεχνάμε γιατί οι θρύλοι δεν πεθαίνουν! Πες στο Λεβεντόπαιδο ότι πάντα θα τον θυμόμαστε, στη μνήμη του και στη δική σου θα μείνουμε Επιπόλαιοι περιμένοντας μια μέρα που στην Αμφιλοχία θα συναντήσουμε τον Σταμούλη το Λοχία, να μας δώσει τα Χρυσά Κλειδιά…

ΚΑΤΕΒΑΣΤΕ ΤΟ APP

Download on the App Store

Μοίρασε το

του αρθρογράφου

ideas change society

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

Αφήστε μια απάντηση

Σχόλια

Μπες στη συζήτηση

Κάνε εγγραφή για να αφήσεις τα σχόλιά σου

Κάνε εγγραφή για να αφήσεις τα σχόλιά σου