Σε μία εποχή κρίσης, κατά την οποία καταρρακώνονται εξόν από την οικονομία και πολλές από τις ανθρώπινες αξίες υπό το βάρος της καθημερινής ανάγκης και της στοναχής του κόσμου για να εξασφαλίσει τα απαραίτητα, πολλές φορές η απασχόληση με τις εικαστικές /πλαστικές τέχνες για τους πολλούς θεωρείται —λανθασμένα ορισμένως — πως αποτελεί μία πολυτέλεια, κι από πλευράς χρόνου, αλλά κυρίως από θέματος άμεσης ωφέλειας.
Σε τέτοιες περιόδους, που η καλλιτεχνική δημιουργία ιδιοσυγκρασιακά στρέφεται είτε προς την έκφραση μίας στρατευμένης πολιτικής άποψης, είτε προς την «εύκολη» παραγωγή αποδεκτών εικόνων, προκειμένου να εξασφαλισθεί η επιβίωση, η αναζήτηση της μορφής και της έκφρασης περνά σε δεύτερη μοίρα και αναπόφευκτα και το ενδιαφέρον του κόσμου στρέφεται στο ‘ηχηρό’ μήνυμα, στην στιγμιαία, περισπαστική και διασκεδαστική, απόλαυση, παραβλέποντας τον καθαυτό αισθητικό χαρακτήρα των έργων και την κριτική, αφαιρετική και νεωτεριστική, ματιά που εκείνα μας καλούν να καλλιεργήσουμε.
Η γλυπτική του Γιώργου Ζογγολόπουλου, που με την προθεσιακή της υποκίνηση πάντοτε στόχευε στη δημόσια (και συνεπώς ευρύτερα παιδευτική) λειτουργία της τέχνης, καλλιεργώντας με περισσή ευστοχία, ταυτόχρονα, τον «μαθηματικό και δυναμικό» υψηλό χαρακτήρα του έργου τέχνης, την καλαισθησία της φόρμας και την στιβαρή φύση του υλικού, αποτελεί μία πραγματική «εθνική» παρακαταθήκη της καλλιτεχνικής αναζήτησης στο χρονικό της ελληνικής τέχνης. Τα πολυάριθμα δημόσιου χαρακτήρα έργα του –από τα γλυπτά στο Ζάλογγο, τις ομπρέλες στην παραλία της Θεσσαλονίκης και το γλυπτό στην ΔΕΘ, την (αθέατη δυστυχώς) Στήλη του έξω από τα μετρό του Ευαγγελισμού και το άλλο μέσα στον σταθμό του Συντάγματος, για ν’ αναφερθούμε σε λιγοστά μόνο απ’ όσα έχουν τοποθετηθεί σε δημόσιους χώρους στην ημεδαπή κι αλλοδαπή, αποτελούν υποδείγματα μίας ‘περίοπτης’ και ‘δημοκρατικής’, αισθητικά παιδευτικής τέχνης. Η μεγάλη προσφορά του Γ. Ζογγολόπουλου δεν μπορεί –αλλά κι ούτε πρέπει ν’ αφεθεί—ν’ αγνοηθεί, όχι μόνον για τον ρόλο του ίδιου του καλλιτέχνη στην εμπέδωση του μοντέρνου πνεύματος στην ‘δημόσια’ γλυπτική, αλλά κυρίως και στην καλλιέργεια της καθημερινής μας αισθητικής χάρις στην έξοχη λεπταισθησία κι έμφυτη ευγένεια των έργων του.
Είναι αφορμή να ενδιαφερθούμε για τα σχέδιά του—που ήσαν πολλά ανά τα χρόνια και διαφορετικά, ποικιλόμορφα στην έμπνευση και μορφή τους—για τη διαμόρφωση της εκάστοτε «νέας» μορφής της Πλατείας Ομονοίας, ή τα άλλα σχέδιά του. Τα ‘παιδιά’ του Ζογγολόπουλου, είναι και δικά μας παιδιά, καθώς τη ζωή τους μας την δώρισε απλόχερα και μεγάθυμα, χωρίς χρηματικές βλέψεις, με γνώμονα το πάθος για δημιουργία και παραγωγή: ένα κίνητρο δημιουργικό που τον χαρακτήριζε πάντα, ώσαμε τα στερνά του, μία ‘ζωτική ορμή’ που κινητοποιούσε κι εμάς τους νεώτερους όταν ευτυχήσαμε κάποια στιγμή να συνεργασθούμε μαζύ του.
Κι ακριβώς, για όσους τον γνωρίσαμε και τον ζήσαμε, όσους είχαμε την αγαθή τύχη να χαιρόμαστε την ευγενική παρουσία και το ακάματο πνεύμα του, παρά την προβεβηκυία του ηλικία, η πρωτοβουλία τούτη στάθηκε μία συγκινητική αφορμή για να ξαναφέρουμε στη μνήμη τούτη την ευγενική μορφή, ενός πραγματικά ιδαλγού του πραγματικού πνεύματος της καλλιτεχνικής δημιουργίας, που καλαναρχείται από πάθος για τη δουλειά, την αναζήτηση των εκφραστικών δυνατοτήτων μέσα από την ακριβή γνώση του υλικού, από το αίτημα της καλαισθησίας και της δημόσιας λειτουργίας του έργου τέχνης, απαλλαγμένου από σκοπιμοθηρίες, αλλά παντοτινά δεμένου με τα προτάγματα της αισθητικής και του ‘δημοκρατικού’ πνεύματος της τέχνης, δηλ. της οικουμενικότητας της απόλαυσής της.