Από που να αρχίσει κανείς; Ο Ζαν Κλοντ Γιούνκερ διαβάζοντας τα νέα, διαφοροποιημένα, στοιχεία για το έλλειμμα της Ελλάδας, αναφώνησε αγανακτισμένος: “Τα παιχνίδια τέλειωσαν. Θέλουμε σοβαρά στατιστικά στοιχεία”. Πλην όμως η αναζήτηση σοβαρότητας δεν αφορά μόνο στην οικονομία.
Σοβαρότητα απαιτεί και το δημοσιονομικό πρόβλημα της Ελλάδας. Το σύγχρονο ελληνικό κράτος είναι αποδιαρθρωμένο και αναξιόπιστο. Δεν είναι σε θέση να μαζέψει φόρους και να περιορίσει δαπάνες. Δεν είναι σε θέση να εφαρμόσει πολιτικές, ούτε καν τους νόμους. Δεν είναι σε θέση να γνωρίζει σε ποιους χρωστά και τι του ανήκει. Δεν είναι σε θέση να καταγράψει ακόμα το πρόβλημα του.
Σοβαρότητα απαιτεί και το οικονομικό πρόβλημα. Τι θα παράγουμε; Ποια είναι τα συγκριτικά μας πλεονεκτήματα και πως τα αξιοποιούμε; Ποιο οικονομικό μοντέλο θέλουμε; Σοβαρότητα απαιτεί και το κοινωνικό πρόβλημα. Το πως επιμερίζεται ο παραγόμενος πλούτος. Το πως διαμορφώνονται οι κοινωνικές παροχές και ποιους αφορούν.
Τα παιχνίδια τέλειωσαν! Και δεν χρειάζεται να το πει ένας Λουξεμβούργιος. Το έχουν διαπιστώσει οι Έλληνες πολίτες. Αντιλαμβάνονται ότι αν δεν υπάρξει τώρα ανασυγκρότηση και ανασύνταξη της χώρας ο ελληνικός τρόπος ζωής θα κινδυνεύσει. Τα εθνικά και κοινωνικά αγαθά θα χαθούν. Αντιλαμβάνονται ότι για άλλη μια φορά όλοι “πρέπει να βάλουν πλάτη”. Θα είναι, πάλι, μισθωτοί και συνταξιούχοι; Θα είναι οι τραπεζίτες; Θα είναι οι μεγάλες επιχειρήσεις; Θα είναι οι φοροφυγάδες, τα ασφαλιστικά ταμεία; Ή όλοι μαζί;
Το ερώτημα ποιοι και κατά πόσο, θα το απαντήσει η νέα κυβέρνηση. Υπό την προϋπόθεση ότι θα θέσει σε εφαρμογή ένα συνολικό μεταρρυθμιστικό σχέδιο που πρωταρχικό του σκοπό θα έχει να αλλάξει παγιωμένες νοοτροπίες και στερεότυπα. Πλην όμως για να γίνει αυτό εκτός από το σχέδιο και την πολιτική βούληση που απαιτείται, χρειάζεται και το κατάλληλο εργαλείο εφαρμογής. Χρειάζεται δηλαδή κράτος. Χρειάζεται ο “μεγάλος ασθενής” να θεραπευτεί. Κι η διαδικασία ίασης δεν παίρνει χρονικές αναβολές.