Με αφορμή τον επικοινωνιακό θόρυβο σχετικά με το εάν πρέπει ή όχι η Ελλάδα να καταδικάσει τα εγκλήματα του σταλινισμού, με τον ίδιον τρόπο που καταδικάζει και τις φρικαλεότητες του ναζισμού, ξέσπασε μία συζήτηση και ένας δημόσιος προβληματισμός εάν εξισώνονται τα εγκλήματα από όπου και εάν προέρχονται. Και τούτο, παρά τις προσπάθειες της κυβέρνησης, μέσα σε έναν διαγωνισμό παραδοξολογίας και μπαρουφολογίας, να μας πείσει ότι όποιος καταδικάζει τα εγκλήματα του σταλινισμού, αυτομάτως ξεπλένει και τον ναζισμό.
Αντί απαντήσεως στο αυτονόητο, επιτρέψτε μου μια αναδρομή σε μια γειτονική χώρα που μας μοιάζει, αλλά εμείς δεν θέλουμε να της μοιάσουμε στα θετικά της. Μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η Ιταλία εξήλθε διαλυμένη στις υποδομές της, και βαθιά διχασμένη, μεταξύ φασιστών του εικοσαετούς καθεστώτος Μουσολίνι, και κομμουνιστών με τα όπλα στα χέρια. Αντί όμως να οδηγηθούν σε αιματηρή εμφύλια διαμάχη, οι πολιτικές της δυνάμεις σε καθεστώς εθνικής συνεννόησης, με εκατέρωθεν συμβιβασμούς και υποχωρήσεις, προτίμησαν την ομαλότητα, οδηγήθηκαν σε δημοψήφισμα για το πολίτευμα και συνέταξαν ένα νέο Σύνταγμα, προοδευτικό, με έμφαση στον κοινωνικό φιλελευθερισμό και την οικονομική ανασυγκρότηση, αφουγκραζόμενες τις ανησυχίες και τα οράματα του Ιταλικού λαού, με πλήρη απομάκρυνση και από τις δύο ολοκληρωτικές ιδεολογίες.
Στη συνέχεια, συγκροτήθηκε η μεγάλη αστική, οικονομικά φιλελεύθερη και κοινωνικά ανεκτική πολιτική παράταξη της Χριστιανοδημοκρατίας, που συμπεριέλαβε τα παραγωγικότερα στρώματα της Ιταλικής Κοινωνίας, και δημιούργησε συνθήκες κοινωνικής ειρήνης για να φτάσει στο οικονομικό θαύμα των επόμενων δεκαετιών, όπου όλη η Γη αγόραζε προϊόντα «made in Italy». Βασικός ιδεολογικός άξονας αυτής της παράταξης ήταν το μέτρο, η σύνεση και η αποφυγή ακροτήτων, με σαφή απόσταση σε επίπεδο πολιτικής στάσης και πρακτικής τόσο από τους φασίστες, όσο και από τους πανίσχυρους Ιταλούς κομμουνιστές, που περικλειόταν στην ρήση «Nè fascisti, nè comunisti»* [=ούτε φασίστες, ούτε κομμουνιστές]
Στην Ελλάδα, αντιθέτως, οι κυβερνητικοί παράγοντες προσπαθούν να μας πείσουν ότι δεν πρέπει να συνταχθούμε με την υπόλοιπη πολιτισμένη Ευρώπη, που υπέφερε και από τον ναζισμό και από τον σταλινισμό, αλλά να καταδικάσουμε μόνον τους ναζιστές, κλείνοντας τα μάτια στα εγκλήματα του Στάλιν. Ας μάθουν λοιπόν, ότι δεν επιλέγουμε εγκληματία, και είμαστε απέναντι σε κάθε μορφής ολοκληρωτισμό, την ώρα που εκείνοι παλεύουν να ξεπλύνουν τις φρικαλεότητες που ιστορικά καταγράφηκαν, σε μία προσπάθεια ιστορικού αναθεωρητισμού των σταλινικών εγκλημάτων.
Προφανώς η σφαγή του Κατίν στην Πολωνία, η εξολόθρευση χιλιάδων Ελλήνων Ποντίων επί Στάλιν, η εκτόπιση των τοπικών πληθυσμών στην Βαλτική και πληθώρα άλλων εγκλημάτων δεν τους εγείρουν δημοκρατικά ή ανθρωπιστικά ανακλαστικά. Άλλωστε, το να ισχυρίζεται κανείς ότι δεν υπέφεραν οι κάτοικοι της Ανατολικής Ευρώπης από τον σταλινισμό και τον κομμουνισμό, είναι τόσο παράδοξο, όσο και να ισχυρίζεται κανείς ότι οι Έλληνες δεν υπέφεραν επί Τουρκοκρατίας.
Απέναντι σε μία κυβέρνηση με σταθερή επιλογή τον διχασμό της κοινωνίας σε κάθε επίπεδο, απαντάμε ότι η επιλογή των λαών της Ευρώπης είναι η απερίφραστη καταδίκη όλων των εγκλημάτων, και όλων των ολοκληρωτισμών, μαύρων ή κόκκινων. Η φρίκη εξισώνεται στα βάθη της ανθρώπινης αποστροφής μας, τόσο απέναντι στον φασισμό και ναζισμό, όσο και απέναντι στον σταλινισμό. Την χειρότερη δε υπηρεσία για το «ξέπλυμα» του ναζισμού, την παρέχουν όσοι νομιμοποιούν εγκλήματα, κάνοντας ότι δεν τα είδαν, στο όνομα παρωχημένων ιδεολογιών, όπως εν προκειμένω τα κυβερνητικά στελέχη.
Απέναντι στις διχαστικές επιλογές των κυβερνώντων, απερίφραστα φωνάζουμε: Nè fascisti, nè comunisti* [=ούτε φασίστες, ούτε κομμουνιστές]