Ελλάδα 2017. Στο Βέλος Κορινθίας ένας άστεγος κοιμάται μέσα στο νεκροταφείο, σε ειδικό χώρο που εχει ετοιμαστεί ως οικογενειακός τάφος. Όπως το ακούτε. Δεν εξετάζω το πώς κατάντησε εκεί αυτός ο άνθρωπος. Δεν πρέπει να μας αφορά αν ο ίδιος έφταιγε για την ζωή του ή αν στάθηκε άτυχος. Άλλη είναι η ουσία : ο άνθρωπος αυτός δεν φοβάται να κοιμηθεί ανάμεσα στους νεκρούς, δεν φοβάται να πλαγιάσει δίπλα στον θάνατο.
Ποτέ δεν είδαμε αυτή την σκηνή στη χώρα εδώ και επτά χρόνια. Είδαμε αυτοκτονίες, άστεγους πολλούς, αλλά όχι αυτή την σκηνή. Δεν ξέρω καν αν στην Κατοχή υπήρξαν τέτοιες περιπτώσεις. Πρέπει να σταθούμε λίγο στο γεγονός. Πρέπει να κατανοήσουμε τι σημαίνει κοιμάμαι “μέσα” στον θάνατο και δεν επιλέγω να πεθάνω.
Πρόκειται για κάτι που είναι βαθιά εγγεγραμμένο στο συλλογικό μας ασυνείδητο, κάτι που συναντάμε στις αρχαιοελληνικές τραγωδίες. Μιλάω φυσικά για το ένστικτο αυτοσυντήρησης που επικρατεί της ορμής του θανάτου, για το κεραμίδι πάνω από το κεφάλι μας, ακόμα και αν είναι αυτό του τάφου. Η πείνα, η έλλειψη στέγης, ο πόνος, η αρρώστια, η απόγνωση, “ξαπλώνουν” μέσα στον τάφο, δίπλα στους νεκρούς. Ο συγκεκριμένος άνθρωπος επέλεξε να παραμείνει ζωντανός – νεκρός. Ζει δίπλα στο Τέλος, δεν το φοβάται. Ξέρει ότι αυτό είναι το έσχατο καταφύγιο του.
Αλλά η επιλογή του ίσως να κρύβει και κάτι άλλο, κάτι εξ ίσου δυνατό : να μην τον δουν οι ζωντανοί, να μην τον δουν ως άστεγο στην γωνία του δρόμου, μέσα στην πόλη, καθώς ψωνίζουν, καθώς κυκλοφορούν. Επιλέγει να κοιμάται ανάμεσα σε αυτούς που δεν τον βλέπουν, που δεν μπορούν να τον δουν. Η ντροπή είναι ισχυρότερη του Φόβου. Η κρυψώνα κοντά στον Θάνατο είναι πιο ασφαλής από την εικόνα του άστεγου στην πόλη, στο χωριό.
Για κάποιους ίσως το θέμα να μην χρήζει τέτοιας ανάλυσης. Για μένα, κατά την ταπεινή μου γνώμη, πρόκειται για πράξη που αποκωδικοποιεί το εθνικό μας ασυνείδητο. Επιλογή που φέρνει στην επιφάνεια τις ισχυρές έμφυτες σχεδόν ορμές αυτού του λαού. Πρόκειται για εθνική σημειολογία: κρυβόμαστε από τους ζωντανούς, γνωρίζοντας ότι δίπλα μας οι νεκροί δεν βλέπουν, δεν κρίνουν, δεν μας δείχνουν τον οίκτο τους.
Η Ελλάδα δεν ζήτησε τον οίκτο κανενός λαού, καμιάς ηγεμονίας. Φθάνοντας δυστυχώς στο άλλο άκρο, να κατηγορούμε τους εταίρους στην Ευρώπη ότι θέλουν να μας σκοτώσουν για να πάρουν το οικόπεδο. Λάθος ερμηνεία της πραγματικότητας που πηγάζει και αυτή από την αρχαιοελληνική μας ιδιοσυγκρασία: οι πάντες γίνονται εχθροί όταν κινδυνεύουμε.
Η χώρα είναι ζωντανή νεκρή και κυκλοφορεί ανάμεσα στην “μητρόπολη ” που λέγεται Ευρωζώνη, επιλέγοντας ως άστεγη να μην είναι σε κοινή θέα. Φωνάζουμε για το άδικο της θεραπείας και της λιτότητας που μας επέβαλλαν, “αναγκαζόμαστε” να συμφωνούμε σε αιώνια δανεικά, “αναγκαζόμαστε” να μειώνουμε το χαμόγελο μας, τα όνειρα μας, αλλά δεν αυτοκτονούμε. Δεν επιλέξαμε τον δρόμο της παράνοιας, τον εθνικό απομονωτισμό, τον σχεδόν σίγουρο “θάνατο”. Μην απορείτε το γιατί αντέχουμε και δεν βγαίνουμε στους δρόμους να πάρουμε στο κυνήγι τους πάντες, Έλληνες και ξένους.
Αυτοί είμαστε οι Έλληνες. Δεν μας ταιριάζει ο θάνατος, δεν τον φοβόμαστε, δεν τον επιλέγουμε. Όποιος και αν φταίει, εμείς ή οι δανειστές μας, νιώθουμε υποχρέωση να μένουμε ζωντανοί, έστω και ως κρυμμένοι ανάμεσα στο κοιμητήριο της Ιστορίας. Γι αυτό πιστεύω ότι αυτή η ανθρώπινη ψυχή που στο Βέλος Κορινθίας ζει δίπλα στους νεκρούς, έρχεται από τα βάθη των αιώνων, από τον αρχαιοελληνικό Μύθο και την Τραγωδία μας…