Οι τελευταίες τρομοκρατικές ενέργειες στάθηκαν πάνω απ΄όλα μία θλιβερή επιβεβαίωση για τα αδιέξοδα, στα οποία βρίσκεται η καπιταλιστική εκδοχή της μοντερνικότητας και για τη γενικώτερη «απορία» του δυτικού πολιτισμού, με τις γνωστές υστερήσεις τους όπως αυτές μεταλαμπαδεύονται στη χώρα μας. Απορία με τη διττή έννοια του όρου, που σημαίνει όχι μόνον το έλλειμμα δημοκρατίας, τόσο όσον αφορά την εκτέλεση της πράξης από τους αυτουργούς της, όσο και την γενεσιουργό αιτία που προκάλεσε τη δυσαρέσκεια και ώπλισε το χέρι τους, όσο και τα ερωτηματικά που γεννήθηκαν και παραμένουν αναπάντητα ακόμη στο νού της κοινής γνώμης.
Πολύς λόγος έχει γίνει για τα γεγονότα του Δεκεμβρίου, για τη δολοφονία του νεαρού Γρηγορόπουλου, την οποία–«απρόσμενα»—ακολούθησε ο φόνος ενός αστυνομικού και η εμφάνιση μίας «νέας» τρομοκρατικής ομάδας, που κατέληξε προ ημερών να εκτελέσει κι άλλον ένα όργανο της τάξης. Ας αφήσουμε τα επιχειρήματα περί παράξενων χρονικών συγκυριών, των κρίσιμων στιγμών για τις εκάστοτε κυβερνήσεις όπου εκδηλώνονται τέτοιες τρομοκρατικές ενέργειες. Η πορεία της τρομοκρατίας, από την εποχή του Ντάνου Κρυστάλλη και της ψεύτικης 17 Νοέμβρη που έστηνε η ΚΥΠ, φρονώ ότι κάθε νοήμων άνθρωπος θεωρεί πως δεν έχει καμμία σχέση με κάποιες επαναστατημένες συνειδήσεις, ή –όπως σήμερα προβάλλεται—με εκδικητική μανία: ο σποντανεϊσμός, όταν δεν εκπορεύεται από μία μαζική εκδήλωση, και πολύ περισσότερο από συνειδητή μαθητεία και καλλιέργεια στη βιβλιογραφία της επαναστατικής και της γενικώτερης αριστερής δράσης, δεν μπορεί να γεννήσει αποφασισμένους και συνειδητοποιημένους αντάρτες πόλεων: ο δρόμος από την αγανάκτηση, που σε ωθεί να συμφωνείς με όσους βάζουν γκαζάκια ίσαμε να αδράξεις το πιστόλι και να σκοτώσεις, είναι πολύ δυσχερής για έναν πολιτικά και επαναστατικά ασυνειδητοποίητο άνθρωπο, που αντιδρά μόνον εμφορούμενος υπό μία γενική και ασχηματοποίητη αριστερή ιδεολογία.
Η τρομοκρατική δράση θα πρέπει να διερευνηθεί αλλού, όχι στους pauvre types (κακομοίρηδες) της 17 Νοέμβρη (;), ή στους φανερά αδαείς θεωρητικά της ‘Σέχτας’, που η δράση τους πιότερο εξυπηρετεί τους κρατικούς στόχους, με συνεργό τα μέσα ενημέρωσής του, να περισφίξουν ακόμη περισσότερο τον έλεγχό τους σε όλες τις κοινωνικές δομές και να νομιμοποιήσουν την αστυνομική δράση. Όποιος έχει εντρυφήσει στην ιστορία της ιταλικής τρομοκρατίας, γνωρίζει τον ρόλο του κράτους και των μυστικών υπηρεσιών, τη συνέργια των φασιστικών ομάδων (όπως τείνει να συμβεί κι εδώ με τη νομιμοποίηση των θέσεων του Καρατζαφέρη) στην μετάλλαξη μίας επαναστατικής πράξης σε εκστρατεία για την ενδυνάμωση μίας παραπαίουσας κυβέρνησης και οικονομίας και τη χαλύβδωση των κατασταλτικών μηχανισμών.
Όπως έλεγε και η Mme de Stael «η ζωή κάθε κόμματος που έχει διαπράξει κάποιο πολιτικό έγκλημα είναι πάντοτε προσδεδεμένη σ’ αυτό το πολιτικό έγκλημα, είτε για να το δικαιολογεί, είτε για να το κάνει να ξεχασθεί με τη δύναμη της εξουσίας». Τα παραγραφόμενα, με τον καιρό, εγκλήματα των πολιτικών κομμάτων, σε μία κοινωνία όπου –όπως ορθά τονίζει ο Τόνι Νέγκρι—η διαφθορά είναι ένας τρόπος του κυβερνάν, μπορούν να ξεχασθούν –εάν όχι ολότελα, τουλάχιστον την ΄καυτή’ περίοδο της έξαρσής τους—με την επίδειξη της στιβαρής εξουσίας του κράτους. Η έννοια της παντοδυναμίας του κράτους οφείλει πάντοτε να παραμένει επίκαιρη και για τούτο, μόνον ένας τρόπος υπάρχει (τον έχει μάλιστα καταδείξει ως μόνον καίριο κι αναγκαίο, ήδη από τα ναζιστικά χρόνια, ο μέγας κατά τ’ άλλα νομομαθής και πολιτειολόγος Καρλ Σμιτ): η εφεύρεση ενός εχθρού. Η απειλή του εχθρού—εξωτερικού κατά προτίμηση, ή εάν δεν υπάρχει αυτός τότε έστω ας ανασυρθεί παντοίω τρόπω ένας εσωτερικος—μπορεί να συσπειρώσει τις ασύνδετες και συχνά εχθρικά διακείμενες προς την κυβέρνηση κοινωνικές ομάδες γύρω από το ιδεολόγημα του κράτους που δέχεται επίθεση, ή που απειλείται η σταθερότητά του από τη δράση των αντεθνικών στοιχείων. Με τον τρόπον αυτό καλλιεργείται μεθοδικά μία καχυποψία απέναντι σε μία πληθώρα κοινωνικών στοιχείων (πχ κουκουλοφόροι, παιδιά με παράξενο ντύσιμο), που εύκολα αναγνωρίζονται και κολάσσονται όποτε παραστεί ανάγκη.
Ο αγανακτισμένος από την εμφάνιση ενός νεαρού αστυνομικός, εκφραστής της κρατικής «έννομης» συνείδησης, που πυροβολεί είναι η φυσική απόληξη της σύγχυσης (θεωρητικής και πρακτικής) ανάμεσα στην ιδέα του κράτους της φύσης και της ανθρώπινης κοινωνίας. Είναι η σύγχυση πρωτευόντως ανάμεσα στο φυσικό και στο κοινωνικό δικαίωμα. Το κράτος –εξουσία έχει συνηθίσει να θεωρεί εαυτόν φορέα της νόμιμης βίας (που χομπσιανά του έχει εκχωρηθεί από τους άλλους εταίρους) και δικαιούχο της δυνατότητας να μεταλαμπαδεύει στους «προστάτες» του την ιδέα πως η βία αποτελεί φυσικό δικαίωμα όσων περιφρουρούν τα κοινωνικά δικαιώματα. Οι αταβιστικοί και αναγκαίοι κοινωνικοί περιορισμοί (όπως ‘ου φονεύσεις’, ή ‘μη βλάπτεις αλλήλους’, έστω και με δακρυγόνα, ή γκλομπ) ανατρέπονται από τη φυσικη προαγωγή των αστυνομικών να χρησιμοποιούν τον φυσικό νόμο της επιβολής του δυνατοτέρου: όποιος έχει όπλο και άδεια να το χρησιμοποιεί, δικαιούται να το πράξει και να χαίρει των ευεργετημάτων του φυσικού δικαίου (το μεγάλο ψάρι…) έναντι των κοινωνικών απαγορεύσεων βάσει του «κοινωνικού συμβολαίου». Τούτη η εξαίρεση των εκπροσώπων του νόμου από την κοινωνική απαγόρευση είναι κατά το μάλλον, ή ήττον μία ενσάρκωση, ή κατάλοιπο, της παρωχημένης κλασσικής θεωρίας περί Φυσικού Δικαίου, όπως μας την περιέσωσε ο Κικέρωνας, πως τα δικαιώματα μόνον σχετική σχέση έχουν με το δίκαιο, και εκείνο που πρωτεύει είναι μάλλον το officium.
Στη φυσική κοινωνία, όπου πρυτανεύει το «δικαίωμά μου ισούται με τη δύναμή μου», ο πλέον λογικός και σώφρων άνθρωπος εξισούται μ’ έναν τρελλό—όπως μας υπενθυμίζει ο Χομπς—γιατί μπορούνε, έχουνε το δικαίωμα, να συμπεριφερθούνε με τον ίδιο, ακόμη και παράλογο, τρόπο. Τουτέστιν, ο αστυνομικός μπορεί –όπως διατείνεται ακόμη και εν συγχύσει—όπως ακριβώς και ο τρομοκράτης. Μόνον που σε τούτην την περίπτωση, ο δυνητικός τρόμος που προβάλλει η αστυνομική αυθαιρεσία και βία είναι φυσιολογική και δικαιολογημένη ανά πάσα στιγμή, εν αντιθέσει προς όποια άλλη διεκδίκηση. Η ιδεολογία της δικαιολογημένης βίας γεννά την ψευδή συνείδηση στον κοσμάκη της ασφάλειας και της απειλής από εσωτερικούς κι εξωτερικούς εχθρούς, με αποτέλεσμα να εκχωρείται ακόμη μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στο κράτος να καταπολεμήσει τους κακούς «κουκουλοφόρους», τους «λοξούς» νεαρούς, τους πρεζάκηδες, τους λαθρομετανάστες και ν’ αφήνει τους διεφθαρμένους κι επίορκους Λέπιδους ν’αλωνίζουνε στη Σύγκλητο και να συνωμοτούν κατά της κοινωνίας και του συνόλου εκείνοι οι οποίοι έχουν ταχθεί να το προστατεύουν (πόσοι Λέπιδοι δεν κάθονται στα έδρανα της Βουλής, και ξεπλένουνε τα «ιερά» λεφτουδάκια τους σε free έντυπα κι εν ευθέτω χρόνω θα επιστρέψουνε στα μέσα ενημέρωσης που τώρα τους μαστιγώνουν;).
Το μεγαλύτερο ευεργέτημα αυτής της τακτική είναι ότι κατορθώνει να απαξιώσει κάθε προσπάθεια εξέγερσης του κοινού αισθήματος. Αντίθετα το μεταθέτει σε μία κοινωνική αντιζηλία. Τούτο έγινε φανερό στην μαθητική, νεανική, εξέγερση, που μετουσιώθηκε σε αντιπαράθεση της υποψήφιας «εφεδρείας των ανέργων», όπως θάλεγε ο Μάρξ, τα έρμαια της εργασιακής αβεβαιότητας και της ‘ευεργετικής/θετικής ανεργίας’ του μεταφορντικού οικονομικού συστήματος, με τους μισθοσυντήρητους, αλλά εξασφαλισμένους συνταξιοδοτικά, εργασιακά, αστυνομικούς. Το μίσος κατά των αστυνομικών δεν πηγάζει από την (κατά)χρηση της εξουσίας τους και την καταπίεση, αλλά από το γεγονός ότι αποτελούν, καίτοι πλημμελώς καλλιεργημένοι και χωρίς ιδιαίτερα προσόντα για να κάνουν τη δουλειά τους, την ίσως πιο έκδηλη μορφή της δημοσιοϋπαλληλικής ασφάλειας, που μάλλιστα εκφράζεται και πρακτικά διά της βίας (διότι η βία των βολεμένων και διεφθαρμένων εφοριακών, πολεοδόμων, κλπ εκφράζεται δι’ εμμέσου τρόπου). Όταν ακόμη και ο Θωμάς Ακινάτης δικαιολογούσε την επανάσταση κατά του κράτους, κι όταν μάλιστα πληρούνται οι προϋποθέσεις που έθετε (όταν α) απειλούνταν τα κοινά, συναινετικά προς όλους, αγαθά: θρησκεία—κατ’ αυτόν και στους τοτινούς καιρούς—,δικαιωσύνη, ειρήνη, β) η επανάσταση θεωρείται άκρως απαραίτητη, γ) υπάρχει ισχυρή πιθανότητα για επιτυχία και το κακό που θα πρέπει να προξενήσει θα είναι μικρώτερο από την έλλειψη της επανάστασης, δ) να μην υπάρχει άλλη λύση), η εξέγερση των νέων έγινε αντιληπτή μόνον ως μία αυθόρμητη αντίδραση, που δευτερευόντως έθεσε συνάμα με την αγανάκτησή της και κάποια άλλα οικουμενικώτερα αιτήματα.
Στην παράγραφο 148 των Philosophische Untersuchungen ο Λ. Βιτγκενστάιν υπογραμμίζει την αδημονία των νέων ν’ αντιπαρέλθουν την φυσιολογική κατανόηση με την έννοια της ανεπάρκειας: «Δεν αρκεί» γράφει, «να παίζουνε το παιγνίδι, αλλά θέτουν το ερώτημα: πρέπει να παίξουμε το παιγνίδι;» Φευ, όμως το παιγνίδι τούτο είναι κάκιστα εξηγημένο: περιλαμβάνει μόνον την ικανοποίηση ώσαμε έναν βαθμό των προθετικών αξιών –οικονομικής φύσεως—που προβάλλει η κοινωνία. Όταν παύει η ανασφάλεια της δουλειάς, τερματίζεται και το μίσος κατά του μπάτσου κι αρχίζει το μικροαστικό αίτημα της ασφάλειας του σπιτιού, του αυτοκινήτου και της καθημερινότητας από τους πρεζάκηδες, τους λαθρομετανάστες, τους λοξούς νέους που δεν άδραξαν την ευκαιρία. Ένα πραγματικό κοινωνικό κίνημα δεν μπορεί να έχει τόσο ευκαιριακά χαρακτηριστικά και τούτο αποδείχθηκε στη συνέχεια: η αυθορμησία και η αγανάκτηση δεν μετουσιώθηκαν σε πολιτικό λόγο. Όπως τονίζει και στο After Virtue ο Άλασνταιρ ΜακΙντάιρ έχουμε περάσει πλέον από το σύστημα των (ένα σύστημα συλλογικών συμπεριφορών, σχετικώς σταθερών κι εκπορευόμενων εν μέρει από την παράδοση) στις αυτοαναφορικές, ευμετάβλητες, μη αυξητικές , στις οποίες το κύριο αναφοράς είναι το «ο καταναλωτής είναι ο άρχοντας».
Σε αυτές τις καταστάσεις η λήψη της απόφασης λαμβάνεται πάντοτε από τις επιθυμίες και τις κλίσεις του φορέα της. Και δεδομένου ότι οι αξίες πλέον δεν είναι οικουμενικές, η τάση των κοινωνικών ομάδων είναι αναχωρητική: στο πλαίσιο μικρών ομάδων που, ιδιωτικά πλέον, συμμερίζονται την καθημερινή εμπειρία και ασκούν μεταξύ τους μία μίνι κοινωνική ηθική, ευελπιστώντας πως τα πράγματα θα καλλιτερεύσουν.
Από μία παρόμοια αναχωρητικού είδους θέαση της πολιτικής παρέμβασης εκπορεύεται και η μίζερη τρομοκρατική δράση που ακολούθησε τα γεγονότα του Δεκεμβρίου. Υπό την προϋπόθεση, βέβαια, ότι πρόκειται όντως για «αγανακτισμένους» υποψήφιους αντάρτες πόλης και όχι πρακτορικά κατασκευάσματα, που στόχο έχουν να δυσφημίσουν πιθανές δικαιολογημένες εξεγέρσεις και να θωρακίσουν τους αντιδραστικούς και κατασταλτικούς μηχανισμούς του. Η απουσία εννοιολογικών σχημάτων και αναλύσεων στις προκηρύξεις τους, η προχειρολογία, παραπέμπουν μάλλον σε κακοσυνταγμένα κακέκτυπα κακοχωνεμένης μελέτης ανάλογων τρομοκρατικών πρακτικών του παρελθόντος, παρά μία οργανωμένη αντίδραση ενός συνειδητοποιημένου μαχητή πόλεων. Και με δεδομένο ότι για το κράτος όλοι, ιδίως όσοι έχουν στρατολογηθεί να το υπηρετούν, είναι αναλώσιμοι, η θυσία τους το εξυπηρετεί ακόμη περισσότερο από την απώλεια ενός μεγάλου επιχειρηματία, ή ακόμη ενός πολιτικού.
Μάλιστα, η ανακήρυξη ενός «λαϊκού ήρωα» περιβάλλει με δέος την προσπάθεια του κράτους να περιστείλει ελευθερίες και δίνει άφεση αμαρτιών στην τάξη των αστυνομικών, που είτε λόγω της ανεπάρκειάς της, είτε της ασύμμετρης βίας τους σε όσους μπορούν να την ασκήσουν. Η «αμυντική» τρομοκρατία που ασκεί το κράτος απέναντι του ‘εχθρού’, όποτε βρίσκονται σε κρίση, είναι η μόνη επιτυχής, εν σχέσει με την «επιθετική» πολιτική των τρομοκρατών. Κι εδώ πάλι τα παραδείγματα της Ιταλίας είναι εύγλωττα: από τις δολοφονίες των αστυνομικών, από φασιστικές ομάδες συντηρούμενες από κρατικά κονδύλια, ή από πράκτορες της DIGOS, ίσαμε την απαγωγή και δολοφονία του Άλντο Μόρο, αποδείχθηκε πώς το κράτος κατόρθωσε να ξεπεράσει την εσωτερική κι οικονομική του κρίση, δυναμιτίζοντας τον ‘ίστορικό συμβιβασμό’ με τους Κομμουνιστές και αποδυναμώνοντας ένα ισχυρό λαϊκό κίνημα. Όπως τονίζει και ο Τζανφράνκο Σανγκουϊνέτι στο «Κράτος και Τρομοκρατία», ιδιαίτερα στην περίπτωση μίας τρομοκρατικής ομαδούλας, που έχει ξεπηδήσει αυθόρμητα, τίποτε στον κόσμο δεν είναι πιο εύκολο για τα ειδικά σώματα του κράτους (και στις ξένες μυστικές υπηρεσίες, θα λέγαμε κι εμείς) από το να παρεισφρύσουν σ’ αυτήν και, χάρη στα μέσα που διαθέτουν και στην άκρα ελευθερία ελιγμών που έχουν, να φθάσουν σε απόσταση βολής από την αρχική ηγεσία και να πάρουν τη θέση της».