ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ LEGALITE (ΕΛΕΩ ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΩΝ) ΚΑΙ Η ΚΡΑΤΙΚΗ “ΛΕΥΚΗ ΦΑΣΙΣΤΙΚΗ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑ”*

Μοίρασε το

Ξεκινώντας τούτο το άρθρο δεν είχαν σημειωθεί τα αποτρόπαια τούτα γεγονότα (στο Πέραμα, τον Μελιγαλά, και φευ! στην άνανδρη δολοφονία) με πρωταγωνίστρια τη νεοναζιστική οργάνωση της Χρυσής Αυγής. Το γραπτό ξεκίνησε με αφορμή την δόλια κι υποβολιμαία, «πλάγια» υποστήριξη, που προσφέρουν κατά τα βαϊμαρικά πρότυπα πολλοί κύκλοι –επιχειρηματικοί των μέσων και πολιτικοί—στην Χ.Α,, όπως εκφράσθηκε με τον κάλαμο ενός δημοσιογράφου σε μεγάλης κυκλοφορίας εφημερίδα, σχετικά με «νίκη της νομιμότητας» κατά τη δίκη του Σάββα Μιχαήλ και συνεπώς, υπαινισσόταν, πως ουδεμία άλλη χρεία υπήρχε για να εναντιωθούμε στο εκτρωματικό εξάμβλωμα της πολιτικής βίας.

Ο ρους των γεγονότων όμως με αναγκάζουν να προτάξω την απειλή, που πλέον δεν φαίνεται να ‘χαράζει’, αλλά πλέον αρχίζει να φθάνει στη μεσημβρία της, χάρις στην «εποικοδομητική ανοχή» της Χ.Α, από το «σύστημα» (επιχειρηματικο-πολιτικό), που καλλιεργούσε τεχνηέντως την τακτική (κατά Α. Γκλυκσμάν) του «ανοκτού εμφυλίου πολέμου», αφ’ ενός με την κατατρομοκράτηση της βίας—κρατικής και παρακρατικής—κι αφ’ ετέρου με τη χειραγώγηση μέσω των μέσων ενημέρωσης της άποψης για τη βία, όπως φερ’ ειπείν η εξίσωση αριστερής και δεξιάς βίας –βλέπε τον γελοίο, μίσθαρνο, Π’’δημητρίου, περί της ‘σοβαρότητας’ της X.A., ή τον ολέθριο καιροσκόπο Λαζαρίδη—., η κατασυκοφάντηση του δικαιώματος και της αναγκαιότητας της «κοινωνικής ανυπακοής (Χ.Άρεντ και πρωτύτερα του εμβρυακού ‘νεοφιλελεύθερου’ Αμερικανού φιλοσόφου H.D. Thorow στο ‘Ουόλντεν’ του).

Η «λευκή φασιστική τρομοκρατία» (Α.Γκλυκσμάν στο ‘Φασισμός, παλιός και νέος’ ), ξεχύνεται σύμφωνα με τον Γάλλο φιλόσοφο κι ενισχύεται από πολυποίκιλους μηχανισμούς—με κυριώτερον την «στρατιωτικοποίηση», σε πολλούς βαθμούς –αστυνομία, παρακρατικοί, νομοθεσία για τρομοκρατία, κυριώτερα για τις απεργίες και την παραβίαση της δημόσιας τάξης, ευνομίας κλπ—και καλύπτει όλους τους τομείς, με απώτερο στόχο να προλάβει όποια άνοδο των επαναστατημένων (κάποτε και επαναστατικών) δυνάμεων της αμφισβήτησης.

Μέσα από τούτην την τακτική, η ‘άρχουσα τάξη’ (επιτρέψτε μου τη γενίκευση τούτη) δε διακινδυνεύει, υστερόβουλα, μεν, κι απερίσκεπτα είναι αλήθεια, δε, μία εκλογική αναμέτρηση που θα απέβαινε μοιραία για την ‘ευστάθεια’ των αλληλοδιαπλεκόμενων προθέσεών τους. Η έκθεσή τους σε μία εκλογική διαδικασία κι ιδιαίτερα σε τούτες τις χαλεπές στιγμές της κρίσης, που τα αλλεπάλληλα μέτρα λιτότητας κι η ακραιφνής στήριξη της άρχουσας τάξης με τη συμπίεση των μικρομεσαίων, έχουν δημιουργήσει μία αναβράζουσα και οξεία ατμόσφαιρα, η οποία ουδόλως ευνοϊκή είναι για την εμπέδωση του «ζωτικού ψεύδους» τους και τις καταδολιεύσεις των αληθοτιμών του λόγου (fallacies) για εθνική και πατριωτική ανάγκη. Προκειμένου να αποφευχθεί η διακεκαυμένη ζώνη των εκλογών, τα συστημικά στοιχεία εκμεταλλεύονται την άνοδο των φιλο-φασιστικών κομμάτων (τα οποία όπως επισημάναμε προηγουμένως είχαν διευκολύνει να νομιμοποιηθούν, προωθώντας την κοινοβουλευτική παρουσία τους μέσα από μία είτε εξωραϊστική εικόνα, είτε προβάλλοντας τις θέσεις τους—που ενδεχομένως να έχουν διείσδυση σε κάποιους ακραίους ψηφοφόρους, ή τα περιθωριακά κι απόβλητα—απολίτικα στην ουσία—στρώματα, και κατασυκοφαντώντας τα υπόλοιπα κοινωνικά κινήματα και τις προοδευτικές δυνάμεις ως αποθέτες της αναρχίας και του χάους.

Άλλωστε κι η αμιγώς φασίζουσα άποψη τάσσεται υπέρ του ελέγχου όλων των τομέων των αποφάσεων και της δράσης και καλλιεργεί μέσω από την οξύτητα τον έλεγχο της κοινωνίας και τον εκμαυλισμό των ενστίκτων της, με πρόσχημα την «αποκάθαρση και ανάταξή της». Ο φασισμός, θα υπενθυμίσει πάλι ο Γκλυκσμάν, α) στηρίζεται στην «πολεμική» κινητοποίηση του κρατικού μηχανισμού –ένθεν και ένθεν (πχ τα μέτρα που εξήγγειλε ο Δένδιας για το τι συνιστά εγκληματική και παράνομη οργάνωση, και δίχως να θέλω να προμαντεύσω κακά, πιότερο θα στραφούν στις οργανώσεις της αριστερής αμφισβήτησης και στους προμάχους των ανθρωπίνων και κοινωνικών δικαιωμάτων, παρά στην καταδίωξη της Χ.Α., ευνοώντας σε τελικό βαθμό και την επιβολή ενός «καθεστώτος εξαίρεσης» (όπως μας δίδαξε κι ο απολογητής του Ναζισμού Καρλ Σμιτ) με την αναστολή όλων των κανόνων για τη διαφύλαξη των προσωπικών δικαιωμάτων) και β) στρατολογεί, όχι τους αποκλεισμένους από το καπιταλιστικό σύστημα (πχ εργάτες στο Πέραμα, ή μικρομεσαίους επιχειρηματίες, υπαλλήλλους), αλλά πιότερο τα αυταρχικά και παρασιτικά στρώματα (μπράβους, αέργους, σχεδόν αναλφάβητους και περιστασιακούς μεροκαματιάρηδες, σε μη χειρωνακτικές εργασίες, βεβαίως) που παράγονται από τον καπιταλισμό και τις συνέπειες της κρίσης του.

Ο φασισμός ως μία επιτυχής «αντεπανάσταση» είναι κατ’ ουσίαν μία συνέχιση της ταξικής πάλης κι αντιπροσωπεύει μία «αστική λύση», τρόπον τινά αντιπροσωπεύοντας μία «τιμωρία» εκείνων που ‘καταλύουν’ την ευνομία κι ευταξία με τις απεργίες, διεκδικήσεις, καταλήψης, Άλλωστε, πάντοτε ο φασισμός καλύπτει την την αστική νομιμότητα (παράδειγμα ο άνανδρος Κασιδιάρης κι ο κουμπουροφόρος βουλευτής, κι η στρατιωτική συμπεριφορά της Χ.Α που περνούν ατιμώρητα γιατί εξισώνονται με τα άλλα κοινοβουλευτικά κόμματα και την προνομιακή αντιμετώπισή τους, όταν καταπατώνται ανοικτά τα θέσμια της πολιτικής και κοινωνικής ε κι αποκτά τα χαρακτηριστικά της ανοικτής τρομοκρατίας απέναντι στις «μάζες» ( η δίκη του Σ. Μιχαήλ, τα γεγονότα στο Πέραμα κι η δολοφονία του Πέτρου Φύσσα το καταδεικνύουν).

Δεν είναι τυχαίο πως ο φασισμός οπουδήποτε κι εάν αναδείχθηκε ουδέποτε διατάραξε την ιεραρχία των τάξεων, τα ήδη εγκατεστημένα συμφέροντα (το καταμαρτυρά το μυστικό σύμφωνο του Χίτλερ και του Φον Πάπεν με τους μεγαλοεπιχειρηματίες, τους συντηρητικούς πολιτικούς και τον στρατό στην κατοικία του μεγαλοτραπεζίτη Σρέντερ στην Κολωνία, στις 22 Σεπτεμβρίου 1932).

Η ευθύνη του Τύπου είναι μεγάλη γι’ αυτό: η έμμεση στήριξη της νομιμοποίησης της Χ.Α. με μεγάλη μαεστρία προωθήθηκε από τον συστηματικό μιθριδατισμό της κοινωνίας στα ‘πράγματα και τις ημέρες της’ στο περιθώριο της δράσης και της ιδεολογίας της. Μέχρι κι «εξανθρωπισμό» του Κασιδιάρη επεχείρησαν κάποια μέσα, προβάλλοντας τις σχέσεις του με αθλήτριες, ή τις διακοπές του με τις σαγιοναρούλες, στα πλαίσια μίας προσπάθειας να δούμε βρε παιδί μου ότι στην ουσία ο τραμπούκος αυτός είναι ένας καθημερινός άνθρωπος.

Αλλά κι καθ’ υπερβολή και μεγαλόστομη προβολή των θέσεών τους, δημιουργεί –ψυχολογικά είναι βεβαιωμένο—το αντίθετο αποτέλεσμα: μι’ αγανάκτηση σ’ ένα ακαλλιέργητο πολιτικά στρώμα της κοινωνίας για τον σκληρό λιθοβολισμό ανθρώπων, που στο κάτω κάτω τι θέλουν; Να μας γλιτώσουν από τους ρυπαρούς αλλοδαπούς, να μας απαλλάξουν από τους (ξένους πάντα) πορτοφολάδες έξω από τις τράπεζες, να βοηθήσουν τις γριούλες και τους Έλληνες απόρους, να μας απαλλάξουν από τις εξώσεις…..Η υπερβολή του πολιτικο-ιδεολογικού τους καυτηριασμού οδηγεί κατ’ ουσίαν σε αποπολιτικοποίηση της δράσης τους, του ρόλου τους υπέρ της καθεστηκυίας τάξης και σε αποπολιτικοποίηση της κοινής γνώμης. Γενικότερα, τα μέσα ενημέρωσης κατ’ ουσίαν όλον τούτον τον καιρό καλλιεργούν μία γενικευμένη «αποπολιτικοποίηση (του κόσμου)» (αναγκαστικά επικαλούμαι πάλι τον οξυδερκή Σμιτ), ομού με τη δικαιολόγηση του «αξιακού μηδενισμού», που προκηρύσσουν, ενδεδυμένον με τον μανδύα του ‘κοινού, γενικού, καλού’, οι εκπρόσωποι της πολιτικής τάξης, αποστερώντας του τη δυνατότητα να αναπτύξει μία λογικά –δηλ. και αξιακά—δομημένη «αντικειμενικότητα». Βεβαίως, όπως σημείωνε ο διαπρύσιος πολέμιος του Ναζισμού στα χρόνια της ανόδου του Καρλ Φον Οσιέτσκι (‘Τα ίχνη του αίματος’, 14 Σεπτεμβρίου 1930—δεν είναι μεγάλη σύμπτωση;)»το κίνημα του Χίτλερ δεν θα πρέπει να κριθεί μόνον από ‘αμαχα’ (δική μου απόδοση του Zivil) στόματα, όπως του Φέντερ, ή του Στράσερ (ΣτΣ, εξέχοντα στελέχη του Ναζιστικού Κόμματος, υπεύθυνα για το πολιτικό του πρόγραμμα), αλλά στις στρατιωτικές του γροθιές.(…) (Αφού προηγουμένως έχει απαριθμήσει ονόματα προσκείμενων σ’ αυτόν) Δεν είναι πιστοί στον Χίτλερ, αλλά στα παλιά τους αφεντικά. Είναι τα παράσιτα στη νέα επιχείρηση, φορείς διαφορετικών συμφερόντων, που όμως δεν περιφρονούν τους νέους χρηματοικονομικούς κύκλους και τους τραπεζίτες. Αλλά είναι άκρως απαραίτητοι διότι η (δολοφονική και παρακρατική εμπειρία τους) και η ισχυρά τους νεύρα τους συστήνουν ευνοϊκά στην εκτελεστική εξουσία…».

Βέβαια, το σημαντικό είναι στην περίπτωση τούτη, όπως σημείωνε ο Φον Οσιέτσκι, στο άρθρο του για το «Σιδηρούν Μέτωπο» (που είχαν συστήσει τα συνδικάτα για ν’ αμυνθούν στην ναζιστική βία) ότι «ο Χίτλερ (διάβαζε Χ.Α) δεν μπορεί να νικηθεί στην ιδεολογία, αλλά από την ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ, δηλ. την κοινωνική δράση και κρηπίδωση κατά των παρασίτων αυτών».

ΤΥΠΟΣ ΚΑΙ Χ.Α. LEGALITE’

Μία δραση όμως που είναι απευκταία για την υπάρχουσα κατάσταση.Την προοπτική τούτη την ξορκίζει και την παραπέμπει σε μία τύποις νόμιμη και νομική αντιμετώπισή της (όπως μοιραία θα γίνει και στο μέλλον, αντίθετα απ’ ό,τι θα επιφυλαχθεί για τα κοινωνικά κινήματα….). Ο επένδυση με τον μανδύα της νομιμότητας υπήρξε η αποδοχή από τα αστικά δικαστήρια της μήνυσης που είχαν καταθέσει, όχι οι επίσημοι κύκλοι της Χ.Α., αλλά «αγανακτισμένοι πολίτες» για –άκουσον άκουσον—σε παρακίνηση βίας εκ μέρους του Σάββα Μιχαήλ και του, δεξιού –για ξεκάρφωμα—πρώην πρύτανη της ΑΣΟΕΕ Μουτζούρη για τις εκπομπές του Indymedia.

Η έκπληξη όμως ήταν ο τρόπος με τον οποίον υπερασπίσθηκαν τούτη την έμμεση νομιμοποίηση των προγραφών, που επιχειρεί με όλους τους τρόπους, η Χ.Α. , τα μεγάλα μέσα κι οι εφημερίδες. Ιδιαίτερη έκπληξη μου προκάλεσε η ‘θριαμβολογία’ ενός όψιμου επιφυλλιδογράφου και πέραν των διεθνών, από την καθιερωμένη πλέον, στήλη του σε μεγάλη εφημερίδα. Μία εφημερίδα που υπερασπίσθηκε τον Μουτζούρη, καίτοι πριν λίγο βοούσε για τη στάση του απέναντι στο εναλλακτικό ραδιόφωνο.

Βεβαίως, η στάση της εφημερίδας οφείλω να το πώ είναι συνεπής με τη γραμμή της να υπερασπίζεται το δικαίωμα των ‘αγανακτισμένων’ πολιτών, επιχειρηματιών, κι άλλων τάξεων, να προσγράφουν μηνύσεις κατά των απεργών, που βλάπτουν πχ, τις εξετάσεις των μαθητών, ή τις μετακινήσεις, των διαδηλωτών που εμποδίζουν την πρόσβαση στο κέντρο και συμβάλλουν στην αναδουλειά των μαγαζιών του, τους καταληψίες που καταλαμβάνουν δημόσια κτήρια, το λιμάνι, εργοστάσια, ‘πλήττοντας την οικονομία’ κλπ.

Όταν στ’ άγουρα χρόνια της μαθητιώσας τριβής μου με τα κλασσικά κείμενα της πολιτικής είχα έλθει αντιμέτωπος με τη γκραμσιανή έννοια του «οργανικού διανοούμενου» , είναι αλήθεια, πως είχα απορήσει. Νέος ων, μου φαινόταν δύσκολο να συνειδητοποιήσω πως ένας άνθρωπος με προσωπικότητα, με μία μόρφωση και διεισδυτικότητα της σκέψης πάνω από τον μέσο όρο, με καλλιεργημένες ηθικές αρχές, αγάπη για τα πράγματα του κόσμου και τους ανθρώπους του και ιδανικά για μία έναν καλλίτερη ζήση, αυτός ο άνθρωπος, ο διανοούμενος—και τότε με το μικρό μυαλό μου και την εμπειρία μου από πραγματικά τιτάνιες μορφές του χώρου περιελάμβανα σ’ αυτήν την έννοια και τους δημοσιογράφους—,μπορούσε να προσεταιρισθεί καιροσκοπικά σκεπτόμενος έναν πολιτικό χώρο που, πολλές φορές αποδεδειγμένα, απεργαζόταν στρατηγικές όλως διαφορετικές από τα πιστεύω του.

Το σφάλμα μου ήταν πως στο μυαλό μου είχα ως εικόνα του διανοούμενου μία μορφή, ας μην γυρίσουμε σε άλλες, παλιώτερες εποχές όπου το είδος αυτό ευημερούσε, αλλά με ζύγι τα μέτρα του σήμερα να είναι, ας πούμε σαν αυτή του Σάββα Μιχαήλ: ανθρώπου με πλατιά και διψαλέα μόρφωση, πιστού στα ιδανικά του, οραματιστή μα συνάμα και πρακτικού στις προτάσεις του, με απόψεις λαγαρές κι έντιμες. Φευ όμως, φωνές, πέννες κι ατόφιες στάσεις ζωής σαν του Σάββα Μιχαήλ σπανίζουν. Οι σημερινοί, απολιτικοί στην απεκδεδυμένη κι αποψιλωμένη από ιδανικά σκέψη τους, διανοούμενοι και δη οι πληθαίνοντες «οργανικοί» δημοσιογράφοι, γίνονται κομματικοί, μίσθαρνοι, υπάλληλοι, κύμβαλα αλλαλάζοντα χάριν εκείνων που έχουν προσκολληθεί.

Το όνομα του Σάββα Μιχαήλ δεν μου ήλθε τυχαία στον νού: με αφορμή την πρόσφατη δικαστικής του περιπέτεια, που υποκινήθηκε από τους νεοναζιστές της Χρυσής Αυγής και με το γνωστό τέχνασμα της νομικής προσφυγής «αγανακτισμένων πολιτών», που αισθάνονταν ότι απειλείτο η «ασφάλειά τους», σκόνταψα πρόσφατα σε ένα αρθρίδιο στη μεγαλύτερης κυκλοφορίας εφημερίδα της χώρας, συνταγμένο (και συντεταγμένο) από νεόκοπο, τακτικόν πλέον, επιφυλλιδογράφο. Εν απλαίε λέξεσιν, ο αρθρογράφος υποστήριζε πως μές από την εκδίκαση της υπόθεσης αυτής κέρδισε η Δημοκρατία, διότι αποδείχθηκε περίτρανα ότι η δικαιοσύνη είναι ανεξάρτητη κι επιτελεί στο έπακρο το αρμόττον έργο της, αθωώνοντας τον Μιχαήλ και τον πρώην πρύτανη της ΑΣΟΕ.

Βεβαίως, εξόν από την κατηγορία για παρακίνηση μίσους κατά του Μιχαήλ, η κατηγορία κατά του πρώην πρύτανη (ότι επέτρεπε την λειτουργία του αντεξουσιαστικού ραδιοσταθμού Indymedia μέσα από τους χώρους της Σχολής) ενθυμούμαι καλώς πως ήταν αυτή που εξέπεμπε βοερά η ίδια η εφημερίδα κατά των πρυτανικών αρχών κι η ίδια η εφημερίδα, στην οποία εργαζόταν ο ίδιος αρθρογράφος. Δηλ,. εάν κάνουμε τη λογική αναγωγή, η Δικαιοσύνη αθωώνοντας τον πρώην πρύτανη, καταδίκασε εν μέρει την «πολιτική της ‘κοινωνικής’ ορθότητας και γαλήνης’ «, που πρεσβεύει η μεγάλη εφημερίδα—θεματοφύλακας της κρατικής εξουσίας, που η ίδια βοήθησε κατά πολλούς να εγκαθιδρυθεί τα τελευταία 20 χρόνια, τουλάχιστον.

Ουσιαστικά, οι νεοναζιστές επιστράτευσαν την ίδια τακτική της νομιμότητας, που το ίδιο το συντεταγμένο Κράτος είχε πρωτουποδείξει για να τρομοκρατήσει έμμεσα τα κοινωνικά-εργασιακά κινήματα. Έδρασαν τούτοι, ακριβώς όπως το Κράτος,που δεν στρέφεται ανοικτά κατά των απεργών (πχ εκπαιδευτικών, λιμενεργατών, ταξιτζήδων κλπ), αλλά στρατολογεί ‘αγανακτισμένους’ πολίτες κι επαγγελματίες, που προφασίζονται ότι καταστρέφεται η ευρυθμία της ζωής και η επαγγελματική τους δραστηριότητα από τις απεργίες, ή τις διαδηλώσεις, με απώτερο στόχο να δυσφημίσει, καταδολιεύσει και να απαξιώσει –στα πλαίσια ενός belli omnium contra omnes– στην κοινή γνώμη, πρώτον, και να παγιώσει κατά δεύτερον, χάρις στη συνέργεια των δικαστηρίων, ένα νομικό προηγούμενο και δεδικασμένο. Η κατατρομοκράτηση της δικαστικής απολογίας και καταδίκης κατά των μελλοντικών κινητοποιήσεων και δράσεων, εδραιώνεται στη σκέψη και τη βούληση των νόμιμων διεκδικήσεων.

Φυσικά, ο καλός αρθρογράφος λησμονεί, ή σκόπιμα αποφεύγει, να συνδυάσει τη νίκη τούτη της Δημοκρατίας μέσω της δικαστικής οδού με τις αντίστοιχες προσφυγές των εντίμων πολιτών κατά των απεργών. Γιατί, προφανώς και σε τούτες τις περιπτώσεις είχαμε νίκη της Δημοκρατίας, καθώς η Δικαιοσύνη διαφύλαξε και περιφρουρεί τις αξίες της κοινωνικής γαλήνης κι ευταξίας και της εργασιακής ομαλότητας. Ιδίως όταν υπάρχουν απολύσεις, πειθαναγκασμοί για περιστασιακή εργασία

Μία τέτοια τακτική έλκει την ηθική και πρακτική νομιμοποίηση από τη «χαρακτηριστική ανασφάλεια της εποχής μας», όπως σημείωνε στον ‘Πολιτικό Ρωμαντισμό’ του ο μετέπειτα απολογητής του Ναζισμού, αλλά εφυής στις διαπιστώσεις του Καρλ Σμιτ, «που σε συνδυασμό με τη ριζωμένη αίσθηση (της κοινής γνώμης) πως έχει παραπλανηθεί» εμπεδώνει «μία εποχή που δεν κατορθώνει να αρρύσει από τις αρχές της καμμία μορφή και καμμία αντιπροσωπευτική ικανότητα», Συνεπώς, παραμένει μετέωρη κι ευάλωτη σε όποια φαλκιδευμένη «αναπαράσταση» της ανάγκης της να ταυτίσει την—ουσιαστικά έξωθεν υπαγορευμένη—αγωνία της με κάποιο πρόσωπο, ή φορέα.

Δε θα έλεγα πως κι η Χρυσή Αυγή είναι το ‘Γκολεμικό’ δημιούργημα της ίδιας της εφημερίδας. Όμως κι αυτή συνηργησε σε μεγάλο βαθμό στη ‘νομιμοποίηση’ του πρόδρομου μορφώματος της «κοινοβουλευτικής» Χρυσής Αυγής, του καρατζαφερικού ΛΑΟΣ. Χάρις στον Τύπο, το ακραιφνώς Λεπενικής σύλληψης μόρφωμα έγινε αποδεκτό ως μία ‘άνώδυνη’ (light στην καθομιλουμένη) εκδοχή της λυσσαλέας φασιστικής ακροδεξιάς, καθώς ο Τύπος περιέβαλε τα συστατικά της με τον μανδύα, είτε του ‘γραφικού’, είτε του ‘άκακου’ , απλώς εμφορούμενου από εθνικιστική ιδεολογία και κίνητρα και λίγο ‘ασχετου’, πολιτικού. Ο Τύπος ως προς το ΛΑΟΣ λειτούργησε ως καθαρτήριο της ακροδεξιάς: όπως ο έμπορος ναρκωτικών πείθει τον μελλοντικό χρήστη να εθιστεί στην ηρωΐνη αποδεικνύοντάς του την ήπια επίδραση της μαριχουάνας, έτσι και τα ΜΜΕ συνήθισαν τον κόσμο στην εικόνα του ¨τσεκουροφόρου’ Βορίδη, του γραφικού Άδωνι-Σπυρίδωνα, του λαλίστατου Καρατζαφέρη, του μπουλούκου Αϊβαλιώτη κλπ, καλλιεργώντας του την δυσπιστία για την πραγματική μορφή του ακραίου αυτού χώρου. «Μα είναι δυνατόν να είναι τούτη ακροδεξιοί όπως τους προβάλλουν. Αυτοί είναι ‘κανονικοί’ άνθρωποι, απλοί ιδεολόγοι, που απλώς νοιάζονται για τον τόπο και θέλουν να διορθώσουν την κακή ροπή που έχει πάρει». Αυτή, η αμβλυμένη εικόνα του ακροδεξιού, ο μιθριδατισμός στην κεκαλυμένη δηλητηριώδη ρητορεία τους, κατέστησε ομαλή τη στροφή μερίδας του εκλογικού σώματος προς τα παρασιτικά φασιστοειδή της Χ.Α.

Η σημερινή κατάσταση μας υπαγορεύει μία πραγματική εγρήγορση. Όλοι μας πλέον μεταβαλλόμεθα σε δυνητικούς στόχους του παρακράτους…Ο, έμμεσος, ‘λευκός φασισμός’ του εσωτερικού εμφυλίου πολέμου έχει θεμελιωθεί κι εμπεδωθεί πλέον στην κοινωνία, έπειτα από την αδυναμία της κυβέρνησης να επιβληθεί είτε με την καταστολή (στις διαδηλώσεις, τις απεργίες, τις καταλήψεις λιμανιών κλπ), είτε με τους «κοινωνικούς αυτοματισμούς» του διαίρει και βασίλευε της «ενδοταξικής αναμέτρησης» κοινωνικών ομάδων….Πλέον, όπως σε κάθε ολοκηρωτικό καθεστώς, θα πρέπει να προσέχουμε τι λέμε στον διπλανό μας, θα πρέπει ν’ αποφεύγουμε τον ήλιο οι πιο μελαμψοί –μη τυχόν και μας περάσουν γι’ αλλοδαπούς—και να αποφεύγουμε τις πολιτικές τοποθετήσις…..Οι καιροί ου μενετοί και πρέπει πλέον να δημιουργήσουμε αυτήν την ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ , που θα παρακάμψει την πολιτική υποστήριξη στις παρασιτικές τούτες ομάδες, και θα αγνοεί τους κονδυλοφόρους της, διατρανώνοντας ΜΑΖΙΚΑ την δική μας ‘αγανάκτηση’ για τις πρακτικές αυτές.

* (Τίτλος εν μέρει δανεισμένος από το άρθρο το αφιερωμένο στον Γκαίμπελς, του Karl von Ossietsky ‘Joseph Legalité, DieWeltbühne, 24 Μαρτίου 1931)

ΚΑΤΕΒΑΣΤΕ ΤΟ APP

Download on the App Store

Μοίρασε το

του αρθρογράφου

ideas change society

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

Αφήστε μια απάντηση

Σχόλια

Μπες στη συζήτηση

Κάνε εγγραφή για να αφήσεις τα σχόλιά σου

Κάνε εγγραφή για να αφήσεις τα σχόλιά σου