ΦΑΣΙΣΜΟΣ : ΟΤΑΝ Η ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΑΓΓΙΖΕΙ ΤΑ ΟΡΙΑ ΤΗΣ

Μοίρασε το

Για άλλη μια φορά η ελληνική κοινωνία διχάστηκε με αφορμή το θέμα της νεαρής αθλήτριας με τα ρατσιστικά τιτιβίσματα στον τοίχο της. Για την ακρίβεια το σχόλιο για το οποίο έγινε τόσος ντόρος δεν ήταν παρά ένα κακόγουστο αστείο απ’ αυτά που όλοι λέμε και ακούμε στην καθημερινή ζωή καταδικάζοντας πάντα την ρατσιστική τους χροιά. Και ίσως να μην γινόταν τίποτα αν ο τοίχος της εν λόγω αθλήτριας δεν ήταν γεμάτος από συνεχείς αναρτήσεις υπέρ της Χρυσής Αυγής και δη του ανερχόμενου αστεριού της, του Ηλ. Κασιδιάρη.

Πρόκειται πάντως για ένα θέμα ελάσσονος σημασίας στο οποίο αποδώσαμε, όπως πάντα, περισσότερη προσοχή απ’ όση άξιζε. Πίσω όμως από αυτό κρύβεται το θέμα το οποίο δείχνει να ταλανίζει την ελληνική (και όχι μόνο) κοινωνία: η άνοδος της ακροδεξιάς. Όχι της γλυκανάλατης ακροδεξιάς του ΛΑΟΣ αλλά της νεοναζιστικής ακροδεξιάς που με συνέπεια απέναντι στον εαυτό της εκπροσωπείται από μια εγκληματική οργάνωση όπως είναι η Χρυσή Αυγή. Και αυτό είναι πράγματι ένα μείζον ζήτημα, μια, δίχως άλλο, κοινωνική παθογένεια.
Ακόμα πιο δύσκολη θέση είναι εκείνη των «απολογητών» της φιλελεύθερης δημοκρατίας, καθώς η τελευταία αγγίζει τα όριά της όταν έχει να κάνει με –ισμούς όπως σοβινισμός-εθνικισμός-φασισμός… (ο κομμουνισμός είναι άλλη συζήτηση, για τις σχέσεις γενικώς ανάμεσα σε ακροαριστερά και ακροδεξιά γίνεται λόγος σε άλλο άρθρο) για τον πολύ απλό λόγο ότι αυτοί είναι αυθεντικότατα συμπτώματά της. Ή μάλλον αποτελούν συμπτώματα λιγότερο της ίδιας και περισσότερο των κοινωνικών σχέσεων που την ανέδειξαν, με άλλα λόγια του καπιταλιστικού συστήματος. Όλες αυτές οι ολιστικές και αναγόμενες στο μίσος ιδεολογίες αποτελούν εκουσίως ή ακουσίως εξαιρετικούς αντιπερισπασμούς από τα πραγματικά διακυβεύματα. Επικεντρώνονται σε ελάσσονος σημασίας ή ανύπαρκτους ανταγωνισμούς (φυλετικούς, εθνικούς κλπ) θέτοντας στο περιθώριο τους θεμελιώδεις κοινωνικούς και οικονομικούς (πλούσιοι-φτωχοί κλπ) και διαιωνίζοντας τους. Για παράδειγμα ο αντισημίτης πολύ συχνά είναι κάποιος που ενώ αντιλαμβάνεται πως λειτουργεί το σύστημα στοχοποιεί τον εβραίο αντί του καπιταλιστή.
Κι ενώ γίνεται αυτό οι άρχουσες τάξεις εξακολουθούν να πλουτίζουν εις βάρος των υπολοίπων .Ουσιαστικά ο φασισμός αποτελεί το χωροφύλακα του καπιταλισμού και μας επισκέπτεται όταν ο τελευταίος βρίσκεται σε κρισιακές καμπές όπως οικονομικές κρίσεις, πολέμους, ανάγκες συσσώρευσης κεφαλαίου, οπότε και είναι ευάλωτος.
Αυτήν ακριβώς τη διαδικασία παρέμβασης του φασισμού παρουσιάζει η ταινία του Μπερτολούτσι, 1900. Πιο συγκεκριμένα, όταν ο δουλοπάροικος Όλμο απειλεί με τις διεκδικήσεις του το στάτους κβο, ο γαιοκτήμονας Αλφρέντο καλεί τον επιστάτη Αττίλα να επιβάλλει την τάξη. Ο Μπερτολούτσι αναλύει εξαιρετικά την έλευση του φασισμού και τις ταξικές σχέσεις που την προκαλούν και σε αυτό συμβάλει η προσωποποίηση των ρόλων συλλογικών κοινωνικών υποκειμένων. Έτσι, ο γαιοκτήμονας (Ρόμπερτ Ντε Νίρο) συμβολίζει την ανώτερη και εκμεταλλεύτρια τάξη, ο επιστάτης (Ντόναλντ Σάδερλαντ) τον εθελόδουλο και υπηρέτη της πρώτης οπαδό του φασισμού και ο αγρότης «δουλοπάροικος» (Ζεραρντ Ντεπαρτιέ) την καταπιεσμένη αγροτική (κι εργατική) τάξη.
Όπως προελέχθη η κανονικότητα την οποία δείχνει να απειλεί ο φασισμός (και οι συγγενείς του –ισμοί) είναι η φιλελεύθερη δημοκρατία, το ένδυμα του δυτικού καπιταλισμού μετά το 1850 (και με κάποια κατά τόπους διαλείμματα στην Ευρώπη κατά το μεσοπόλεμο και στη Λατινική Αμερική καθ’ όλον τον 20ο αιώνα), το οποίο διαδέχτηκε σταδιακά τον απολυταρχικό συντηρητισμό. Διατηρουμένων των βασικών της χαρακτηριστικών (κοινοβουλευτισμός – καθολικά πολιτικά δικαιώματα – έμφαση στα ατομικά δικαιώματα) τα κύρια στοιχεία της μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και κυρίως μετά το ’70 είναι η πολυπολιτισμική ανεκτικότητα η οποία συνδυάζεται με την εξύψωση της ελευθερίας (οικονομικής, πολιτικής, πολιτισμικής) έκφρασης και αυτοπροσδιορισμού. Στοιχεία απαραίτητα στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης που έφερε τους πολιτισμούς πιο κοντά και κατήργησε τα σύνορα για τα κεφάλαια (και για κάποιους απ’ τους ανθρώπους).
Έχει ενδιαφέρον ο τρόπος με τον οποίον προσπαθεί να αντιμετωπίσει το πρόβλημα των παραπάνω -ισμών η φιλελεύθερη δημοκρατία σήμερα και δη εκείνη που εφαρμόζεται στην Ελλάδα. Ο τρόπος αυτός είναι ο, όπως θα το χαρακτήριζε ένας φιλελεύθερος, φασιστικός αποκλεισμός τόσο απ’ το δημόσιο λόγο αλλά κι από άλλες εκφάνσεις της κοινωνικής ζωής. Βεβαίως πρόκειται για μεγάλη αντίφαση για ένα σύστημα που καυχιέται πως βασίζεται στην ανοχή της διαφορετικής άποψης: και η εθνικιστική-φασιστική είναι μια διαφορετική άποψη.  
Έτσι η δήθεν ανεκτική δημοκρατία αρχίζει όντας σε οριακή κατάσταση να αυτοαποκαλύπτεται. Αποκαλύπτει λοιπόν ότι η ελευθερία έκφρασης δεν είναι το σπουδαιότερο αγαθό όπως ήθελε να νομίζουμε και πως δεν δυσκολεύεται να το περιορίσει. Κι αν όμως τότε δεν είναι ανεκτική, όπως διατυμπανιζόταν, απέναντι σε όλους, τότε απέναντι σε ποιους και με ποια κριτήρια είναι;
Η αλήθεια είναι βεβαίως πως δεν ζούμε σε μια ανεκτική δημοκρατία, και πως η ελευθερία επιλογής που έχουμε είναι εν γένει περιορισμένη. Για την ακρίβεια ζούμε σε μια κοινωνία η οποία υπαγορεύει κι ανέχεται πολύ συγκεκριμένους τρόπους ζωής και οι επιλογές πέρα απ’ το γεγονός ότι περιορίζονται απ’ το κεφαλαιοκρατικό κοινωνικοοικονομικό πλαίσιο χαρακτηρίζονται από ένα παράδοξο: είμαστε ελεύθεροι να επιλέγουμε, ΜΟΝΟΝ εφόσον επιλέγουμε σωστά. Το σωστό βεβαίως είναι κάτι το υποκειμενικό από ιστορική και κοινωνική άποψη. Εν προκειμένω το σωστό είναι αυτό που συνάδει με τα συμφέροντα των κυρίαρχων κοινωνικών τάξεων.
Πέρα απ’ την ελευθερία έκφρασης και η ελευθερία γενικότερα είναι πολύ περιορισμένη. Περιορίζεται κατ’ αρχήν από τον οικονομικό παράγοντα: η οικονομική ελευθερία όπως την εννοούμε σήμερα δημιουργεί μια ζούγκλα που ο οικονομικά ισχυρότερος καταπίνει αμάσητο τον οικονομικά ανίσχυρο. Επομένως ο ανίσχυρος που τυχαίνει να αποτελεί και την πλειοψηφία (περί το 80% του κόσμου) δεν είναι και τόσο ελεύθερος. Απ’ την άλλη νέα τείχη υψώνονται στον κόσμο. Η Ευρώπη περιχαρακώνεται από τους εξ ανατολάς κι εκ του νότου μετανάστες με ψηφίσματα για διασυνοριακές αστυνομίες και ολοένα κι αυστηρότερους και ξενοφοβικούς μεταναστευτικούς νόμους, οι ΗΠΑ απ’ τους Μεξικανούς, το Ισραήλ αποκλείει τη Γάζα, οι ΗΠΑ αποκλείουν την Κούβα κλπ. Επομένως όσοι νόμιζαν πως το τείχος του Βερολίνου ήταν το τελευταίο πράγμα που μας χώριζε θα πρέπει να το ξανασκεφτούν.
Τελικά μάλλον δεν ζούμε στα αλήθεια σε μια παγκοσμιοποιημένη φιλελεύθερη δημοκρατία όπως την οραματιζόταν ο Φουκουγιάμα μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης: αλλά ζούμε σε ένα παγκοσμιοποιημένο κι ελεύθερο μόνο για τα κεφάλαια κόσμο. Αυτό θυμίζει το παράδοξο που υπαινίσσεται ο Σλαβόι Ζίζεκ όταν κάνει λόγο για την ελευθερία των πραγμάτων (εμπορεύματα) εις βάρος της ελευθερίας των ανθρώπων.
Όλα όμως αυτά συνδυάζονται με μια επίφαση ελευθερίας και ανεκτικότητας η οποία και συντηρεί το όλο πολιτικό οικοδόμημα. Με άλλα λόγια το δυσάρεστο πλαίσιο που περιγράφεται παραπάνω το οποίο και βιώνουμε όλοι μας συνδυάζεται με την ψευδή ιδέα των πολιτών για ένα ελεύθερο πολιτικό σύστημα, για αυθεντικά δικαιώματα και για πραγματική ελευθερία. Ένα μεγάλο μέρος πιστέυει πραγματικά σε αυτό ενώ ένα άλλο, οι “κυνικοί” ενώ βλέπουν τί συμβαίνει λειτουργούν με την εξής φετιχιστική απάρνηση: “ξέρω πως δεν είμαι ελεύθερος να… αλλά παριστάνω/ελπίζω πως είμαι…”. Όπως και να χει αυτή η επίφαση είναι απαραίτητη για την επιβίωση του οικοδομήματος της φιλελεύθερης δημοκρατίας και είναι ακριβώς το ευαίσθητο σημείο που αγγίζει η αντιμετώπιση του φασισμού.
Εν κατακλείδει το μόνο που μπορεί να κάνει η φιλελεύθερη δημοκρατία απέναντι στους παραπάνω -ισμούς είναι να …απαρνηθεί τον εαυτό της και βεβαίως τις ενδότερες κοινωνικοοικονομικές δομές της καθώς αυτές τους προκαλούνε. Αντίθετα οποιαδήποτε άλλη αντιμετώπισή τους είναι απλώς …«μπαλώματα» (και επειδή δεν μπορεί να κάνει κατι άλλο αλλά και επειδή αρχικά τουλάχιστον, μέχρι να απειληθεί η ίδια της η ύπαρξη όπως το μεσοπόλεμο, δεν θέλει: ποιά άλλη ιστοριούλα θα βρει να πει για να δικαιολογήσει την ανεργία αν δεν κατηγορηθούν οι μετανάστες;). Θυμίζει τα καρτούν που όταν βυθίζεται μια βάρκα καλύπτουν με τα πόδια και με τα χέρια μια μια τις τρύπες της που ολοένα και αυξάνονται. Ας μην ξεχνάμε πως για να φύγει ο γενικευμένος φασισμός τελευταία φορά χρειάστηκε η (οριοθετημένη) «νίκη των λαών» κατά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και οι εγγυήσεις για περισσότερα κέρδη που δημιούργησε η «δημιουργική καταστροφή» του πολέμου, οπότε μπορεί να θεωρηθεί πως εν μέρει πέτυχε και το στόχο του: και η «κομμουνιστική απειλή», που ήκμασε κατά τον υφεσιακό μεσοπόλεμο, δεν εξαπλώθηκε σημαντικά και βρέθηκαν νέοι τρόποι και νέες πληγές πλουτισμού.

 

ΚΑΤΕΒΑΣΤΕ ΤΟ APP

Download on the App Store

Μοίρασε το

του αρθρογράφου

ideas change society

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

Αφήστε μια απάντηση

Σχόλια

Μπες στη συζήτηση

Κάνε εγγραφή για να αφήσεις τα σχόλιά σου

Κάνε εγγραφή για να αφήσεις τα σχόλιά σου