Κάθε αρχή του μήνα, άπαντες οι «νοικοκυραίοι» που κρατούν από σπίτι, μέχρι μεγάλη επιχείρηση, πρέπει να πληρώσουν τις υποχρεώσεις τους. Νοίκι, φως, νερό, τηλέφωνο, μισθούς, ταμεία, εφορίες, δάνεια, επιταγές και πάει λέγοντας. Και πρέπει να βρουν τα λεφτά ο κόσμος να χαλάσει.
Υπάρχει έστω και ένας, ένας, από τους εκπροσώπους του έθνους, που να έχει βρεθεί στη θέση που σήμερα βρίσκεται η πλειονότητα των Ελλήνων εργαζομένων και επιχειρηματιών. Που να πρέπει να βρει πάση θυσία τα χρήματα για να πληρώσει τις υποχρεώσεις του;
Πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, είναι αμφίβολο. Κι αν ποτέ κάποιοι εξ αυτών είχαν βρεθεί στη δεινή αυτή θέση, σήμερα έχουν λησμονήσει το ανατριχιαστικό αυτό συναίσθημα. Κι έτσι ψηφίζουν και υπερψηφίζουν με «αίσθημα ευθύνης» μέτρα που
συγκλίνουν σε ένα κοινό παρονομαστή. Την αύξηση των ήδη αυξημένων υποχρεώσεων.
Υποτίθεται πως όλα αυτά γίνονται για να γίνει η Ελλάδα ανταγωνιστική. Για να προχωρήσει σε νέες παραγωγές, να βελτιώσει την ποιότητα των προϊόντων της, να στραφεί στις εξαγωγές κοκ. Για να αποκτήσει, δηλαδή, η χώρα επιχειρηματικό πνεύμα, να εγκαταλείψει την κρατικιστική νοοτροπία και να επιβιώσει μέσα στο άκρως ανταγωνιστικό περιβάλλον της παγκοσμιοποίησης και της ελεύθερης αγοράς.
Όσοι, (λίγοι και ηρωικοί μάλλον), ασχολούνται με τις επιχειρήσεις γνωρίζουν καλά πόσο …κοστίζει η ανταγωνιστικότητα. Σε επενδυμένο κεφάλαιο, τεχνογνωσία, εργασία, σε σχέδιο, σε όραμα. Διότι η ανταγωνιστικότητα είναι μετρήσιμη. Δεν είναι «τα εύκολα τα λόγια τα μεγάλα» που εκστομίζουν με τόση ευκολία και προχειρότητα οι πάσης φύσεως εκπρόσωποι του έθνους. Όλοι αυτοί που μεγαλωμένοι στα κομματικά γραφεία και εκπαιδευμένοι στις χειραψίες και τα ρουσφέτια, ανακάλυψαν όψιμα την «ανταγωνιστικότητα», χωρίς να έχουν ποτέ διαχειριστεί ούτε περίπτερο και χωρίς να έχουν χάσει τον ύπνο τους, μήπως κάποιος τους σφραγίσει τις επιταγές ή οι απλήρωτοι εργαζόμενοι το μαγαζί τους…