Η διάσημη φράση της Μελίνας που εξόργισε τον Ανδρέα «πρόεδρε δεν αρέσουμε πλέον» ταιριάζει απόλυτα με την κατάσταση που έχει περιέλθει το ιστορικό κόμμα που κυριάρχησε κατά την μεταπολίτευση. Είτε ως ΠΑΣΟΚ, είτε ως Ελιά, είτε ως δημοκρατική παράταξη, όπως και να εμφανίζεται από τις διάφορες ομάδες των επιγόνων, οι οποίοι φιλοδοξούν να ηγηθούν του χώρου σχηματίζοντας συμμαχίες κορυφής, ερήμην της κοινωνίας, δείχνει πως δεν έχει τα ψυχικά και πολιτικά αποθέματα να σταματήσει την καταστροφή.
Φυσικά σήμερα δεν υπάρχει ανάλογο μέγεθος με εκείνο του ιδρυτή του ελληνικού σοσιαλιστικού κόμματος ο οποίος κόντρα σε κάθε πρόβλεψη τότε, μετά την περιπέτεια του 1989, επανήλθε σαρωτικά μετά από την περίφημη τριετή «παρένθεση». Τότε υπήρχαν ακόμη νωπές οι μνήμες του ΕΣΥ, της σύνταξης των αγροτών, της κατάργησης της κοινωνίας των πολιτικών διαχωρισμών, και της δικαίωσης των αγώνων της εθνικής αντίστασης.
Υπήρχαν επίσης και οι εμβληματικές μορφές του κινήματος όπως ο Γ. Γεννηματάς, η Μελίνα Μερκούρη, ο Κώστας Σημίτης, ο Κώστας Λαλιώτης που πλαισίωναν τον χαρισματικό πρόεδρο, και παρήγαγαν την πολιτική εκείνη που έκαναν την Ελλάδα της μεταπολίτευσης σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος, παρά τις στρεβλώσεις αλλά και τις ιδιαιτερότητες της. Το σημερινό ΠΑΣΟΚ, αφού έδωσε τον αυτοκτονικό αγώνα, μόνο του, για την αποφυγή της ανεξέλεγκτης χρεοκοπίας, αυτοϋπονομεύτηκε από προσωπικές στρατηγικές πολιτικών μικρής όπως αποδείχθηκε εμβέλειας, που τελικά ξέμειναν με ένα αδειανό πουκάμισο.
[quote text_size=”small”]
Γιατί φυσικά μπορεί το κατεστημένο της χώρας πάντα να επιδίωκε ένα μικρό κόμμα στο κέντρο σε ρόλο μπαλαντέρ, αλλά ότι θα υπήρχαν ηγετικά στελέχη που θα συναινούσαν σε μια τέτοια εξέλιξη μάλλον μοιάζει απίστευτο και φυσικά αυτοκαταστροφικό.
[/quote]
Το πρόβλημα είναι ότι ο χώρος θα βαδίσει προς ένα συνέδριο χωρίς να έχει απαντήσει σε σημαντικά ζητήματα που οι πολίτες του καταλογίζουν. Ήταν «πατριωτικός» ο εκβιασμός της κοινοβουλευτικής ομάδας προς τον εκλεγμένο πρωθυπουργό Γ. Παπανδρέου που τον οδήγησε σε παραίτηση; Ήταν λάθος η εξαγγελία του δημοψηφίσματος, που το μιντιακό σύστημα θεώρησε έγκλημα, ωστόσο πανικόβαλε τον εγχώριο λαϊκισμό φέρνοντάς τον αντιμέτωπο με την ανευθυνότητά του; Ήταν τελικά σωστό να ανοίξουν τον ασκό του Αιόλου σε μια κοινωνία σε πανικό, και να γεμίσουν τη βουλή με τυχοδιώχτες και μπράβους; Ήταν πολιτική αυτοκτονία το συγχωροχάρτι σε εκείνους που δημιούργησαν τις συνθήκες για να γίνει μονόδρομος το μνημόνιο; Μήπως έχει περάσει στα ψιλά ότι η πολιτική σωτηρίας της χώρας που εφήρμοσε το ΠΑΣΟΚ την ακολούθησαν πιστά όλες οι επόμενες κυβερνήσεις, δικαιώνοντάς την απόλυτα;
Τα εκατομμύρια των οπαδών του κινήματος του Α. Παπανδρέου, πρέπει να νοιώθουν ενοχές για κάποιους Τσοχατζόπουλους, ή να νοιώθουν πως παρά τα λάθη και κάποιους επίορκους που ούτως ή άλλως φυτρώνουν σε όλους τους χώρους στην πατρίδα μας, η Ελλάδα κατά την μεταπολίτευση, που τόσο έχει υβριστεί, βίωσε την πιο ήρεμη και δημοκρατική περίοδο της ιστορίας της. Όλα αυτά πρέπει να απαντηθούν στην πορεία προς το συνέδριο, αν θέλουν πράγματι τα εναπομείναντα στελέχη να αντιμετωπίσουν κατάματα την αλήθεια. Γιατί μπορεί το ΠΑΣΟΚ να μην τεμαχίζεται ούτε να κληρονομείται όπως έλεγε ο ιδρυτής του, μπορεί όμως χωρίς αυτογνωσία και πολιτική ταυτότητα να εγκαταλείπεται απ’ τους πολίτες, καταδικασμένο σε αργό θάνατο.