Ο ελληνικός λαός πήρε ‘θέση’ με σαφή και κατηγορηματικό τρόπο, ίδια μ’ αυτήν που επέλεξε η συνοδοιπόρος της ζωής μου και των παιδιών μας αλλά διαφορετική από τη δική μου δημόσια ‘αντίθεση’. Ο Έλληνας πρωθυπουργός, Αλέξης Τσίπρας, με τις πρώτες δηλώσεις του δείχνει ότι επιθυμεί να ‘συνθέσει’ τη ‘θέση’ με την ‘αντίθεση’ τονίζοντας ότι η ‘θέση’ των Ελλήνων πολιτών σε καμιά περίπτωση δεν υποδηλώνει ρήξη με την Ευρώπη.
Κατά την εκτίμησή μου, η ορθή πρωτοβουλία του πρωθυπουργού να ζητήσει τη σύγκλιση του συμβουλίου των πολιτικών αρχηγών του δημοκρατικού τόξου έχει διττό στόχο.
Από τη μια πλευρά, επιχειρεί να αναιρέσει την κυρίαρχη ερμηνεία των εταίρων, όπως διατυπώθηκε τις προηγούμενες ημέρες, ότι η ‘θέση’ των Ελλήνων υποδηλώνει και δρομολογεί μια πορεία που εκτροχιάζει την παρουσία της χώρας μας από το σκληρό πυρήνα του Ευρώ και της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
Από την άλλη, επιχειρεί να σηματοδοτήσει ότι η ελληνική Δημοκρατία έχει τη δύναμη όχι μόνο να διαχειριστεί αποτελεσματικά το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος αλλά και να σφυρηλατήσει βασικούς άξονες εθνικής διαπραγματευτικής στρατηγικής.
[quote text_size=”small”]
Η ‘θέση’ του ελληνικού λαού κληροδότησε τον έλληνα πρωθυπουργό με την ισχυρή νομιμοποίηση να οριοθετήσει τους άξονες αυτής της στρατηγικής οι οποίοι, ωστόσο, πρέπει όχι να ‘επιβληθούν’ ηγεμονικά αλλά να συν-ειδητοποιηθούν, συν-διαμορφωθούν και συν-αποφασιστούν με ηγετική πειθώ και αποφασιστικότητα.
[/quote]
Η ευόδωση αυτού του εγχειρήματος προϋποθέτει:
α) ειλικρινή και νηφάλιο διάλογο που αναζητά κοινό, εθνικό τόπο σύγκλισης και ενότητας. Αυτό, σε καμιά περίπτωση, δεν σημαίνει ότι οι υπαρκτές πολιτικές και ιδεολογικές διαφορές πρέπει να παραμεριστούν. Σημαίνει, δανειζόμενος και παραφράζοντας μια ρήση που μου κοινοποίησε ένας φίλος με αφορμή το δημοψήφισμα, ότι οι πολιτικοί αρχηγοί πρέπει μαζί να διανύσουν το δρόμο των διαφορών τους, με αίσθημα ευθύνης ότι το μεγαλύτερο διακύβευμα είναι η διαμόρφωση συνθηκών που προάγουν την ασφάλεια και τη βιώσιμη ανάπτυξη της χώρας,
β) κοινή παραδοχή ότι η αντιμετώπιση της ελληνικής κρίσης απαιτεί ‘ιδρώτα και πόνο’ και ολομέτωπη σύγκρουση με λογικές και πρακτικές του παρελθόντος που και εμείς οι ίδιοι/ιες από το δικό μας μετερίζι αναπαράγουμε, εκούσια ή ακούσια, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό. Τα επιπρόσθετα μέτρα δημοσιονομικής προσαρμογής και διαρθρωτικής ανασυγκρότησης της ελληνικής οικονομίας θα είναι εξαιρετικά επώδυνα και θα έχουν κόστος που πρέπει, επιτέλους, να επιμεριστεί με αίσθημα κοινωνικής αλληλεγγύης και δικαιοσύνης, ανάλογα με τις πραγματικές δυνατότητες και ανάγκες του καθενός και της καθεμίας και
γ) συνειδητοποίηση ότι αν και οι κόσμοι της εργασίας και του κεφαλαίου είναι διαφορετικοί ως προς την προέλευση και ανταγωνιστικοί ως προς τις επιδιώξεις τους, ο κοινός τόπος τους είναι η παραγωγική (υλική και πνευματική) δημιουργία, η καινοτομία και η επιχειρηματικότητα. Η ελληνική κοινωνία πρέπει να ξανά-ανακαλύψει αυτόν τον κοινό τόπο, έστω και αν μετά διαφωνήσει ως προς το πως θα μοιράσει τους καρπούς. Αλλά, πρώτα πρέπει να συν-ομολογήσουμε την ανάγκη ύπαρξης και άνθισης αυτού του τόπου.
Σε κάθε περίπτωση, η δημοκρατική οργάνωση της Ελληνικής Πολιτείας προτάσσει ότι η πρωτοβουλία και η ευθύνη των κινήσεων ανήκει στον επικεφαλής και τα μέλη της κυβέρνησης.
Παράλληλα, η υπόλοιπη πολιτική ηγεσία και οι πολίτες οφείλουμε, μακριά από, ατομικές ή συλλογικές, υστερόβουλες σκέψεις και σκοπιμότητες, να έχουμε πλήρη συνείδηση των επιλογών που κάνουμε και του δημόσιου ή ιδιωτικού λόγου ή αντί-λογου που καταθέτουμε. Ως πολίτες η έντονη διαφωνία, με τεκμηριωμένα επιχειρήματα, ευπρέπεια και σεβασμό στο διαφορετικό, είναι δημοκρατικό καθήκον μας. Η ελεύθερη, διαλεκτική αντιπαράθεση για το πως πρέπει να είναι οργανωμένη η κοινωνία μας είναι το οξυγόνο της συλλογικής συν-ύπαρξης των ανθρώπων. Όμως, η αέναη συν-διαμόρφωση των ελάχιστων, βασικών κανόνων της συν-οδοιπορίας μας στο ιστορικό γίγνεσθαι είναι δημοκρατική υποχρέωσή μας και η κύρια, ουσιαστική παρακαταθήκη που η κάθε γενιά αφήνει στην επόμενη.