Όμως, η συγκεκριμένη δουλειά για να ολοκληρωθεί θέλει το χρόνο της. Και δεν είναι μόνο αυτό καθ’ αυτό το πολύπλοκο της διαπραγμάτευσης, είναι και ότι η ίδια συμφωνία επιτρέπει στους ιδιώτες (τράπεζες, εν προκειμένω) να κωλυσιεργούν. Διότι, από τη στιγμή που ο όρος που τους επιβάλλεται είναι το ποσοστό 9% των κεφαλαίων ως προς τα ανοίγματα τους, μπορούν να αρνηθούν τα χρήματα του EFSF για την επανακεφαλαιοποίηση, μειώνοντας απλώς τα ανοίγματα. Έτσι όχι μόνο στερούν επιχειρήσεις και νοικοκυριά από ρευστό, αλλά δεν πιέζονται να κλείσουν «εθελοντικά» τη συμφωνία.
Όσο όμως ο χρόνος θα περνά, η κρίση διαχέεται σε Ιταλία, Ισπανία, Γαλλία, Αυστρία, Βέλγιο με τους όποιους κινδύνους για τη συνοχή της Ευρωζώνης και της ύπαρξης του ευρώ. Και αν πρόκειται για ανατροπή δεν οφείλεται προφανώς, ούτε στο ότι ουσιαστικά η νέα κυβέρνηση είναι ομοίωμα της προηγούμενης, ούτε στην άρνηση Σαμαρά να υπογράψει δηλώσεις, ούτε στην αντίθεση 101 στελεχών στην κυβέρνηση Παπαδήμου, ούτε στην άρνηση του Πάνου Καμένου να δώσει ψήφο εμπιστοσύνης…
Οφείλεται, μάλλον, σε κάτι μεγαλύτερο που υπερβαίνει τις δυνατότητες της χώρας και του Λουκά Παπαδήμου, ασφαλώς. Δηλαδή, στην έκδηλη αδυναμία της ευρωπαϊκής ηγεσίας να δώσει οριστική λύση στην κρίση χρέους που αντιμετωπίζει η Ευρωζώνη. Διότι, όπως η συμφωνία της 21ης Ιουλίου δεν κατάφερε να «ηρεμήσει τις αγορές» και χρειάστηκε νέα η συμφωνία της 26ης Οκτωβρίου, έτσι και η πρόσφατη συμφωνία δείχνει ανεπαρκής να πετύχει το ευκταίο.