Ο “ΕΧΘΡΟΣ” ΚΑΙ Η ΑΠΕΙΛΗ ΤΗΣ ΑΝΑΤΑΡΑΧΗΣ ΩΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑ ΓΙΑ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΝΕΩΝ ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΩΝ

Μοίρασε το

Ίσως θα ήταν πραγματικά χρήσιμο για τη μελέτη των Πολιτικών Επιστημών, της Ηθικής, της Επικοινωνονιολογίας και γιατί όχι και της Γλωσσολογίας, ή της Φιλοσοφίας της Γλώσσας (εξαιτίας ιδίως των σχεδών ίδιων τύπων–pattern, που χρησιμοποιούνται) να γίνει μία συγκριτική μελέτη των δηλώσεων του Γιώργου Παπανδρέου στο Υπουργικό Συμβούλιο της Τετάρτης, με τ’ αποφασίζομεν και διατάσσομεν του Παπαδόπουλου, όταν ανακοίνωνε την κατάλυση της δημοκρατίας και εντεύθεν.

 Πραγματικά εξεπλάγην ακούγοντας το πολιτικό λεξιλόγιο που στρατολόγησε ο πρωθυπουργός, αναφερόμενος στον πολιτικό δάκτυλο στις εξεγέρσεις και στις εκδηλώσεις δυσαρέσκειας προς του βουλευτές του κόμματός του, να ηχεί περίπου σάμπως τα επιχειρήματα του Απριλίου του ’67 για την Ελλάδα “προ του κινδύνου να ολισθήσει προς τον κομμουνισμόν” (άλλωστε κι ο βδελυρός Πάγκαλος έχει ανοίξει τους κρουνούς αυτού του οχετού από καιρό) και προς την “φαυλοκρατίαν”, την “οχλοκρατίαν”, την “κατάλυση της έννομου τάξεως”.

Παράλληλα, ο κος Παπανδρέου δήλωσε πως οι καταλυτές του Συντάγματος υποβοηθούνται από μέσα ενημέρωσης–προφανώς όχι από τα μεγάλα κανάλια και ραδιόφωνα που η ίδια η εξουσία και το κόμμα του ελέγχουν–ακριβώς όπως υποστήριζε κι ο Παπαδόπουλος εφαρμόζοντας τη λογοκρισία για να προστατεύσει τους έννομους κι αθώους πολίτες από την αντεθνική προπαγάνδα.

Ο πρωθυπουργός υπαινίχθηκε μάλιστα και την παραβίαση των πολιτικών και συνταγματικών δικαιωμάτων των βουλευτών, οι οποίοι παρεμποδίζονται να ασκήσουν τον συνήθη μονόλογό τους, απ’ οποιοδήποτε βήμα, τον οποίον πάντοτε οι κρατούντες θεωρούν “διάλογο”. Βέβαια, οι προσπάθειες για παρεμπόδιση των βουλευτών να ασκήσουν το θεάρεστο έργο τους γίνηκε ακριβώς σε στιγμές που ήσαν μόνοι αυτοί ομιλητές–σε κομματικές εκδηλώσεις, ή σε τηλεοπτικές συνεντεύξεις τους–όπου δηλ.ο αντίλογος είναι περιορισμένος στις “άσφαιρες” κατά κανόνα ερωτήσεις των επιλέκτων δημοσιογράφων.

Δε νομίζω πως ο διάλογος, όπως τον εννοεί ο πρωθυπουργός κι οι υπουργοί του, έχει γίνει ποτέ. Και δεν εννοώ τις στατιστικές σταχυολογήσεις δηλώσεων από περαστικούς στους κεντρικούς δρόμους, ή στα μαγαζιά, που επιστρατεύουν τα κανάλια για να διανθίσουν τα ρεπορτάζ τους. Ο αυθόρμητος πόλος για διάλογο που δημιουργήθηκε στις πλατείες από τον “σποντανεΐστικο” όπως θα έλεγε κι η Ρ. Λούξεμπουργκ κίνημα των Αγανακτισμένων, δεν νομίζω πως αντιμετωπίσθηκε δεόντως–στην αρχή έγινε προσπάθεια εκμαυλισμού της κίνησης και υποβάθμισής της, κι εν συνεχεία είδαμε όλοι πως επιχειρήθηκε η αμαύρωσή της κι η δυναμική καταστολή της μέσω της αστυνομίας και των από χρόνια συνήθων υπόπτων για συνεργατών της ‘μπαχαλάκηδων’.

Ο κος πρωθυπουργός επωφελούμενος από τον πλεονεκτούντα και πανελλαδικής εμβέλειας μονόλογο στο υπουργικό συμβούλιο, διασάλπισε το μήνυμά του για την προσημασμένη ανάγκη προληπτικής αυτοφίμωσης των πάντων, για εθνικούς λόγους πάντοτε βεβαίως-βεβαίως, προτού η Πολιτεία μεριμνήσει αναστέλλοντας οποιαδήποτε από τις μικρές κοινωνικές κατακτήσεις έχουν απομείνει στον κοσμάκη. Απομένει κι η θεσμοθέτηση της απαγόρευσης συγκέντρωσης, εγνωσμένων, αντιπάλων του κάθε βουλευτή προ της εμπνευσμένης ομιλίας του, ή κάποιας κομματικής, ή κοινωνικής του παρουσίας.

Ο κος Παπανδρέου συνειδητά επιχειρεί, σε στιγμές που η πολιτική του επηρεάζει δραματικά τα συνταγματικά και κοινωνικά δικαιώματα όλων των ελλήνων πολιτών, με πρόσχημα τον “εθνικό κίνδυνο”–είτε οικονομικός, είτε πολιτικο-“κομμουνιστικός” σαν του Παπαδόπουλου, ο ρόλος της συγκεκριμμένης εθνεγερτικής παραπλάνησης παραμένει ο ίδιος–χρησιμοποιεί την πασίγνωστη, από την εποχή της εισήγησής της από τον (και φιλοναζιστή) φιλόσοφο του Δικαίου Καρλ Σμιντ κι έκτοτε πολυχρησιμοποιημένη με πλείστους τρόπους, κρατική πρακτική της δημιουργίας ενός Εχθρού. Ο Εχθρός τούτος, είτε “εσωτερικός”, είτε “εξωτερικός” κι η επιβουλή του ενάντια στο συμφέρον της χώρας επιστρατεύεται πάντοτε προκειμένου να αποπροσανατολίσει την κοινή γνώμη, να στοχεύσει τους αντιπάλους του καθεστώτος, να συσπειρώσει τους πολίτες με την απειλή ενός φόβου, ορατού με τα χαρακτηριστικά του εχθρού κατά κύριο λόγο, να συντηρητικοποιήσει μία κοινωνία σε αναβρασμό κι εν τέλει να χειραγωγήσει το σύνολο του κοινωνικού υποκειμένου και των πολιτικών δυνάμεων ενάντια στον κοινό πολέμιο. Είτε είναι οι Εβραίοι, οι Τούρκοι, οι ασθενείς του ΕΪΤΖ κάποτε, οι μετανάστες, ιδίως οι λαθρομετανάστες, ή οι “εγκληματίες” μετανάστες, οι άστεγοι κλπ, διάφορες ομάδες έπαιξαν τον ρόλο του αποδιοπομπαίου σε πολλές περιπτώσεις προκειμένου, είτε να διασωθεί η παραπαίουσα πολιτική τάξη, ή να σφετερισθεί κάποιος την εξουσία εξουδετερώνοντας τους αντιπάλους, μέσα από την αναστολή των κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων ένεκεν του κινδύνου!

Ουσιαστικά, ο πρωθυπουργός στον καλπασμό του για να υποτάξει τις συνειδήσεις των πληττόμενων πολιτών από την πολιτική που ακολουθεί σ’ αγαστή ομογνωμία με τις Βρυξέλλες και την Ουάσιγκτον, κι αφού το τέχνασμα των Μεγάλων Δυνάμεων και των ημεδαπών δορυφόρων τους για Εθνική Ομοψυχία έχει αποτύχει, εν τέλει πασχίζει να δημιουργήσει τέτοιου είδους εχθρούς: ο ΣΥΝ, το ΚΚΕ, οι άφρονες αγνακτισμένοι, οι τεμπέληδες δημόσιοι υπάλληλοι, οι βολεμένοι πανεπιστημιακοί (γιατί ο ίδιος δεν βολεύθηκε στην πολιτική από τον πατέρα του, αλλά με το σπαθί του άνοιξε διάβα στη σκληρή αρένα της πολιτικής!).

Είναι εκπληκτικό το πόσο σήμερα έχει ολοκληρωθεί στην Ελλάδα–φυσικά οδηγημένη από εντελώς άλλες εφιαλτικές ατραπούς απ’ό,τι στην υπόλοιπη, βιομηχανοποιημένη Ευρώπη– ο έλεγχος που ασκεί η ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ, όπως θα επισήμαινε ο Μ. Φουκώ. Μέσα από την πλήρη ένταξη του βιωμένου χρόνου του υποκειμένου στην κρατική ζωή, με την έννοια της πλήρης ενσωμάτωσής του στον κρατικό μηχανισμό και στην παραγωγή του, το υποκείμενο δέχεται εμπειρικά κάθε επιρροή από την μηχανισμό τούτο σε επίπεδο τρόπου σκέψης, συμπεριφοράς, ακόμη και ζωής. Επαγγελματικά, βιοτικά και πολιτισμικά βρίσκεται απορροφημένο στο Είναι του Κράτους, που ελέγχει το σύνολο της προσωπικότητάς του.

Σήμερα, το ίδιο το Κράτος, που άλλοτε ήλεγχε το υποκείμενο μέσω αυτής της ασυνείδητης υπακοής του στις ‘νόρμες ζωής’, έρχεται ν’ ανατρέψει αυτή του την πραγματικότητα και μέσω της ΑΠΕΙΛΗΣ, του ΚΑΤΑΝΑΓΚΑΣΜΟΥ και της ΑΒΕΒΑΙΟΤΗΤΑΣ που καλλιεργεί και να το ελέγξει πλήρως. Άλλωστε μία από τις βασικές αρχές του (καπιταλιστικού) φιλελευθερισμού που βιώνουμε σοσιαλιστικά σήμερα εστιάζεται στην εντασιακή σχέση, στην οποία αρέσκεται να διολισθαίνει: εκείνη ανάμεσα στη βία (force) και στον εξαναγκασμό (coercion). Εξ ού και η “συναίνεση” που αξιώνει από τους πολίτες: δεν επιζητεί μία συνεργασία κάποιων εξωτερικών παραγόντων, σε μία ίσως ισότιμη συνέργεια, αλλά πιότερο διατάσσει την ενεργοποίηση των υποχρεώσεων που μονομερώς έχουν εκχωρηθεί από το σώμα των δημοσίων υπαλλήλων στη μονόδρομη πολιτική που ακολουθείται. Κάτι σαν τους “φόρου υποτελείς” μίας κάποιας παλαιώτερης εποχής, που καλούνταν ανά περίσταση να καταβάλουν τις ‘υποχρεώσεις’ που τους επέτασσε η κεντρική εξουσία, που τους ήλεγχε αποκλειστικά.

Στις ημέρες μας, ο έλεγχος –που πραγματώνεται μέσα από πολλαπλούς και ποικίλους μηχανισμούς, την αγορά, τα μέσα ενημέρωσης, τις διαφορετικές μορφές τρόπου ζωής–είναι πιό ολοκληρωτικός. Το υποκείμενο δεν διαπιστώνει τη βιωμένη μοναδικότητά του και παρά μόνον όταν η παραδεδομένη εμπειρία ζωής του απειληθεί κι αμφισβητηθεί. Όποτε δηλαδή καλείται να περάσει σ’ άλλο επίπεδο ελέγχου. Οι κρατούντες γνωρίζουνε πως ο καλλίτερος τρόπος για να καθυποτάξεις είναι να διαιρέσεις το κοινωνικό και πολιτικό σώμα: δημιουργείς τους καλούς και χρήσιμους, εναντίον των ραδιούργων και περιττών. Η τακτική τούτη είναι καταγεγραμμένη από παλιά, ήδη η έννοια του “απαραίτητου” είχε γίνει πολιτικό θεώρημα ήδη από τον Χόμπς. Σήμερα τούτο γενικεύεται.

Ουσιαστικά δημιουργείται από τη σημερινή ηγεσία ένα νέο προλεταριάτο, το οποίο καταβάλλεται προσπάθεια να περιθωριοποιηθεί ακόμη περισσότερο. Τούτο το προλεταριάτο δεν αποτελείται από τους κλασσικούς αποκλεισμένους της κοινωνίας, τους ανέργους, τους αρρώστους, τους μετανάστες, ή τους υποαμειβόμενους, αλλά πλέον συγκροτείται από τους σημερινούς αποδιοπομπαίους, τους τεμπέληδες δημόσιους υπάλληλους, τους αρνητές της καθεστηκυίας πολιτικής κατάστασης, τους επικίνδυνους για παρασάλευση της δημόσιας τάξης των βουλευτών, κι ιδίως από το υπερβάλλον, περιττό, προσωπικό, τους πλεονασματικούς–εκείνους που θα αποτελέσουν και με τη βούλα τον “εφεδρικό στρατό των ανέργων”, όπως θα έλεγε κι ο Μαρξ.

Εκεινοι που φυτοζωούν εύκολα υποτάσσονται, φοβούνται, μαυλίζονται, γαλβανίζονται με δοτές ιδέες, χρησιμοποιούνται ευκολώτερα υπό οποιοδήποτε τίμημα. Πλέον, έχουν δρομολογηθεί οι νέες ταξικές διαφοροποιήσεις: σήμερα βέβαια όχι τόσο με την εργασία, αλλά περισσότερο με την παραγωγή και την ποιοτική της εκμετάλλευση, βεβαίως και με την παραγόμενη υπερ-υπεραξία που καρπώνεται ο εκμεταλλευόμενος την παραγωγή. Σε συμφωνία με τον Γ. Χάμπερμας θα λέγαμε πως σήμερα διαμορφώνονται οι καθαυτόν σύγχρονες ταξικές κοινωνίες, αλλά όχι όπως εκείνος τόνιζαι λόγο της σαφούς διάκρισης των ρόλων που αναλαμβάνουν εκατέρωθεν το κράτος κι η οικονομία: σ’ αυτήν την περίπτωση οι ταξικές δομές συντηρούνται καθ’ όσον τα μέσα παραγωγής κι η κοινωνικά χρήσιμη εργασιακή δύναμη αντικατροπτρίζουν διαφορετικά τμηματικά συμφέροντα μέσα στην κοινωνία.

Σήμερα τα τμηματικά συμφέροντα μέσα στο κοινωνικό σύνολο (υπό τη μομφή των συντεχνιακών συμφερόντων) αποτελούν τον μοχλό για την απαξίωση της κοινωνικά χρήσιμης εργασίας. Η εργασία πρέπει να είναι χρήσιμη μόνον στο μέσο της παραγωγής και στον ιδιοκτήτη του, κι η χρησιμότητα στην επιχείρηση καθορίζει την συναρτησιακή της σχέση με το κράτος. Τώρα αυτό που επιχειρείται είναι η σύμφυση της οικονομίας με το κράτος και μάλιστα η υπαγωγή του κράτους στην οικονομία, την οποία μέλλει να μην ελέγχει στο ελάχιστο (δυνατόν).Στην βάση του κάθε κοντρατουαλιστικού συστήματος είναι η συναίνεση των κυβερνώμενων να παραχωρήσουν συναινετικά ορισμένα από τα δικαιώματά τους στους κυβερνώντες, προκειμένου εκείνοι να εξασφαλίσουν στους πρώτους την ευζωΐα, την ασφάλεια και την ολβιότητα: δεν γνωρίζω πόσα από τούτα εξασφαλίζονται στους συναινέσαντες (στον συνταξιούχο που στον δρόμο πρόσφερε ασμένως για το καλό της πατρίδας τη σύνταξή του στον Γιώργο) ώστε να αισθάνονται την ανάγκη να τηρήσουν τη δική τους υποχρέωση στο Κοινωνικό Συμβόλαιο με την εξουσία.

Βέβαια, έαν το θεωρήσουμε το ζήτημα ιστορικά πάντοτε, ακόμη και θεολογικά θεμελιώνεται το δικαίωμα του λαού να επαναστατήσει: ο ίδιος ο Άγιος Θωμάς ο Ακινάτης δικαιολογεί την επανάσταση στην περίπτωση που διασαλεύεται η αρμονία της κοινωνικής ζωής, αρκεί να συντρέχουν οι περίφημοι τέσσερις λόγοι για την ανατροπή ένος κακού καθεστώτος, ιδίως όταν δεν υπάρχει άλλος τρόπος για την αντικατάστασή του.

ΚΑΤΕΒΑΣΤΕ ΤΟ APP

Download on the App Store

Μοίρασε το

του αρθρογράφου

ideas change society

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

Αφήστε μια απάντηση

Σχόλια

Μπες στη συζήτηση

Κάνε εγγραφή για να αφήσεις τα σχόλιά σου

Κάνε εγγραφή για να αφήσεις τα σχόλιά σου