Για να απαντήσει κανείς στο εύλογο ερώτημα αν ΣΥΡΙΖΑ και Αλέξης Τσίπρας κέρδισαν ή έχασαν από την ψήφιση του εκλογικού νόμου, θα πρέπει να δει ποιος ήταν ο πραγματικός στόχος που είχε εξαρχής τεθεί. Κάπως έτσι αν ο στόχος του ΣΥΡΙΖΑ και του Αλέξη Τσίπρα ήταν:
Α. η συλλογή 200 ψήφων για να ισχύσει ο νόμος από τις επόμενες εκλογές, τότε υπέστη ήττα. Επί του θέματος δημιουργήθηκε μια προσχηματική φιλολογία. Αρχικά, υπήρχαν κυβερνητικές διαρροές για συγκέντρωση 197 ψήφων. Προφανώς σε αυτές συμπεριλαμβάνονταν κι οι ψήφοι της Χρυσής Αυγής, αλλιώς το μέτρημα δεν έβγαινε. Αρχικώς δόθηκε η εντύπωση ότι η κυβέρνηση υπολόγιζε σε αυτές τις ψήφους. Με το φραστικό επεισόδιο που δημιουργήθηκε μεταξύ του προέδρου της Βουλής και του Προέδρου της ΝΔ για τις επίμαχες δηλώσεις του πρώτο στην τηλεόραση του ΣΚΑΙ, η κυβέρνηση (και ο Αλέξης Τσίπρας που υπερασπίστηκε το Νίκο Βούτση) επιχείρησαν να διασκεδάσουν τις εν λόγω εντυπώσεις. Ωστόσο, αν πράγματι δεν υπολόγιζαν τις ψήφους της Χρυσής Αυγής, τότε που υπολόγιζαν για να βγει το μέτρημα…;
Β. να ικανοποιήσει το διαχρονικό αίτημα της Αριστεράς για απλή αναλογική, ασφαλώς και το πέτυχε! Ο Αλέξης Τσίπρας, τουλάχιστον σε επίπεδο, ρητορικής δικαιολογείται να μιλά για “τομή στο πολιτικό σύστημα”, καθώς, παρά τους ανεδαφικούς ισχυρισμούς του Κυριάκου Μητσοτάκη, ο νέος εκλογικός νόμος Τσίπρα, θα ισχύσει τουλάχιστον για μια φορά. Η ΝΔ, με τους σημερινούς πολιτικούς συσχετισμούς, ακόμα κι αν είναι πρώτο κόμμα και παρά το μπόνους των 50 εδρών δύσκολα θα βρει 200 βουλευτές που να ψηφίσουν κατάργηση του, ώστε να μην ισχύσει στις μεθεπόμενες εκλογές, όπως ισχυρίζεται ο πρόεδρος της ΝΔ. Παρόλα αυτά η συγκεκριμένη διαδικασία προσφέρει σημαντική υπηρεσία στον τόπο. Η ΝΔ και ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα αναγκαστεί να αναζητήσει ευρύτερες συναινέσεις, για την υπερψήφιση ενός εκλογικού νόμου κοινά αποδεκτού και διακομματικά συμφωνημένου που θα εξασφαλίζει αφενός την ισοτιμία της ψήφου, ώστε να αντιμετωπίζεται το έλλειμμα πολιτικής εκπροσώπησης, αφετέρου την κυβερνησιμότητα (άρα πολιτική σταθερότητα), η οποία είναι προϋπόθεση για την προσέλκυση ξένων και εγχώριων επενδυτών.
Γ. ο εκλογικός νόμος να ισχύσει, έστω από τις μεθεπόμενες εκλογές για να παραμείνει ρυθμιστής των πολιτικών εξελίξεων σε ένα μετεκλογικό τοπίο με προϋποθέσεις πολιτικής αστάθειας, αυτό που είπε “μεγάλη αναταραχή ωραία κατάσταση”, τότε ναι πέτυχε. Κάτι τέτοιο ωστόσο δεν είναι σήμερα προεξοφλημένο. Η ΝΔ μπορεί, αν καταφέρει να κάνει ανοίγματα στον μεσαίο χώρο και τους ψηφοφόρους που είτε της γύρισαν την πλάτη, είτε απείχαν των προηγούμενων αναμετρήσεων, μπορεί να εξασφαλίσει (με το μπόνους των 50 εδρών) άνετη πλειοψηφία – ικανή ακόμα και να καταργήσει το νόμο Τσίπρα. Επίσης, ο ΣΥΡΙΖΑ, αν αποτύχει στην εφαρμογή του Μνημονίου, μπορεί να υποστεί τεράστιο πολιτικό κόστος και να μην είναι καν δεύτερο κόμμα… Με απλά λόγια, πολλά μπορεί να συμβούν, όλα τα σενάρια πλέον είναι ανοικτά, όσο ο ΣΥΡΙΖΑ παραμένει στην εξουσία…
Δ. να δημιουργήσει προϋποθέσεις “ηρωικής εξόδου”, ενεργοποιώντας το σενάριο της δεξιάς παρένθεσης, τότε με τον εκλογικό νόμο που πέρασε, έχει πιθανότητες να το πετύχει, αν προχωρήσει το Φθινόπωρο ή μέχρι τέλος του έτους, ή ακόμα την Άνοιξη του 2017, σε πρόωρες εκλογές. Ο Αλέξης Τσίπρας διαθέτει ακόμα σημαντικό πολιτικό κεφάλαιο. Κι αν συνεχίσει να πείθει ότι προσπαθεί, αλλά δεν τα καταφέρνει απέναντι σε δανειστές και εγχώρια διαπλοκή (την οποία για άλλη μια φορά κατήγγειλε) μπορεί να το διατηρήσει, υπό την προϋπόθεση ότι δεν εξαντλήσει την τετραετία, όπου εκεί το έργο του θα είναι αδιαμφισβήτητο. Αν έχει πετύχει την ανάκαμψη της οικονομίας, τότε θα θριαμβεύσει (βοηθούντος και του μπόνους των 50 εδρών). Αν έχει αποτύχει, τότε θα υποστεί όλο το πολιτικό κόστος, χωρίς δικαιολογίες. Μια μέση λύση λοιπόν θα ήταν να προκαλέσει κρίση και να οδηγηθεί σε εκλογές, δίνοντας την “καυτή πατάτα” των τελευταίων επώδυνων μέτρων στην επόμενη κυβέρνηση.
Ε. να δημιουργήσει εσωτερικά προβλήματα στη ΝΔ, το πέτυχε εν μέρει. Υπάρχουν σοβαρές ενστάσεις για τη στρατηγική του Κυριάκου Μητσοτάκη στο συγκεκριμένο θέμα, οι οποίες εντοπίζονται στο γεγονός ότι δεν αξιοποίησε την ευκαιρία για να ανοίξει το θέμα του εκλογικού νόμου αναζητώντας τώρα συναινέσεις και συγκλίσεις με τα κόμματα του “ευρωπαϊκού τόξου”, διακινδυνεύοντας να γκρεμίσει τις γέφυρες με αυτά για να το πράξει μετεκλογικά. Παράλληλα, γιατί επέδειξε αλαζονεία και μια εμμονή στη στρατηγική τού “φύγετε”, προσφέροντας τη δυνατότητα στον ΣΥΡΙΖΑ να τον κατηγορήσει για καθεστωτική αντίληψη και για δίψα για την εξουσία στη λογική “βγες εσύ να μπω εγώ”. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα μπορούσε να δεχθεί την πρόταση Τσίπρα για συζήτηση αλλαγής του εκλογικού νόμου (ο οποίος είναι άδικος ούτως ή άλλως), αλλά να δεσμεύσει τον Πρωθυπουργό σε παραίτηση, αν υπάρξει συναίνεση. Κατά αυτόν τον τρόπο ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα ανάγκαζε τον Αλέξη Τσίπρα να αποδείξει τις ειλικρινείς του προθέσεις και τις δημοκρατικές του ευαισθησίες, αντί να υποστηρίζει εκ του ασφαλούς ότι ο παρόν εκλογικός νόμος είναι “καλπονοθευτικός”, χρεώνοντας τη ΝΔ ότι θέλει να τον διατηρήσει. Όμως, ο πρόεδρος της ΝΔ δεν έκανε ούτε αυτόν τον τακτικό ελιγμό, αφήνοντας το πεδί ελεύθερο στον Αλέξη Τσίπρα να μονοπωλεί το αίτημα της “ισοτιμίας της ψήφου”… Κάπως έτσι, περιορίστηκε σε μια πύρρειο νίκη, αποτρέποντας την υπερψήφιση του εκλογικού νόμου από 200+ βουλευτές – κάτι που μάλλον ήταν δύσκολο εξαρχής να επιτευχθεί και είναι αμφίβολο αν όντως ήταν κι ο πραγματικός στόχος του Αλέξη Τσίπρα.
ΣΤ. να διχάσει ΠΑΣΟΚ και Ποτάμι, απέτυχε. Με εξαίρεση το Θεοχαρόπουλο (που πλέον απομονώνεται πολιτικά) τα δυο κόμματα έμειναν συμπαγή και αρνήθηκαν το “δώρο” που τους έδινε ο Τσίπρας. Από την άλλη όμως πέτυχε να δημιουργήσει ρωγμές στις σχέσεις ΠΑΣΟΚ – ΝΔ. Πλέον, είναι σαφές ότι Φώφη Γεννηματά και Κυριάκος Μητσοτάκης δεν συμπορεύονται (η πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ προεξόφλησε ότι δεν θα ψηφίσει κατάργηση του νέου εκλογικού νόμου, προειδοποιώντας εμμέσως και εκ των προτέρων τον πρόεδρο της ΝΔ να μη τη θεωρεί δεδομένη) και στις σχέσεις επήλθε η καχυποψία.
Ζ. να εξασφαλίσει συναίνεση των δυνάμεων του “δημοκρατικού τόξου” για ένα αναλογικότερο εκλογικό σύστημα (διότι την απλή αναλογική δεν θα τη δεχόταν η ΝΔ, ούτε όμως και η ζωή τη δέχεται…), ασφαλώς και απέτυχε. Αν ήθελε πράγματι να πετύχει ευρεία συναίνεση, θα είχε κινηθεί διαφορετικά.
α. Θα είχε θέσει το θέμα προς συζήτηση σε αρμόδιες επιτροπές και θα ενσωμάτωνε σε αυτό τις προτάσεις των κομμάτων της αντιπολίτευσης, όπως π.χ. της κατάτμησης των μεγάλων περιφερειών Β’ Αθήνας, την ψήφο των εγγεγραμμένων στους εκλογικούς καταλόγους Ελλήνων που διαμένουν στο εξωτερικό, ίσως και την ψήφο των ομογενών, τη διατήρηση του μπόνους εδρών στο πρώτο κόμμα από ένα ποσοστό και πάνω (42% είχε προτείνει το ΠΑΣΟΚ) για να ικανοποιηθεί η ανάγκη της κυβερνησιμότητας και κυρίως για πολιτικές συγκλίσεις επί προγραμματικών θέσεων. Η απλή αναλογική δεν ευνοεί τέτοιες συγκλίσεις, εξαναγκάζει σε ετερόκλητες πολιτικές συμμαχίες με κίνητρο την εξουσία για την εξουσία και όχι για σύγκλιση επί κυβερνητικού προγράμματος.
β. Αν ήθελε συναίνεση δεν θα κατηγορούσε τα κόμματα της αντιπολίτευσης ως εντεταλμένα άνομων συμφερόντων τα οποία ο λαός θα βάλει στο χρονοντούλαπο της Ιστορίας. Πρόκειται για φρασεολογία αντιφατική και σίγουρα όχι συναινετική.
γ. Σίγουρα δεν προάγει το κλίμα συναίνεσης το επιχείρημα ότι η απλή αναλογική δεν πέρασε τώρα, επειδή η Χρυσή Αυγή στρατεύτηκε στο πλευρό των κομμάτων που την απέρριψαν. Η εξομοίωση των κομμάτων του “ευρωπαϊκού, δημοκρατικού τόξου” με το “ναζιστικό μόρφωμα” γίνεται για προφανείς λόγους πολιτικού εντυπωσιασμού και συνιστά ατόπημα αν επιδιώκονται συγκλίσεις και συναινέσεις.
Εν κατακλείδι, η κίνηση Τσίπρα είχε άλλα κίνητρα που πολλώ απέχουν από την επιδίωξη συναίνεσης σε ένα εκλογικό νόμο διακομματικά συμφωνημένο επί το αναλογικότερο, που όντως θα προάγει την ισοτιμία της ψήφου.
Την επομένη της ψηφοφορίας ο Παναγιώτης Μαυρίδης συζήτησε διεξοδικά το θέμα με την Μαρία Σμιλίδου, στην εμπομπή του SBC “Ώρα αιχμής”.