Ότι, δεν απέχει πολύ από το να χρωστάει χάρη στους κατηγόρους του…, φαίνεται να εννοεί κάτω από τις γραμμές της δήλωσής του ο πρώην πρωθυπουργός Γ. Παπανδρέου, με την οποία αντεπιτίθεται στο ΣΥΡΙΖΑ για την κατάθεση της πρότασης για εξεταστική επιτροπή που θα ερευνήσει την… «μεθόδευση» του τρόπου με τον οποίο προσέφυγε η χώρα στο μνημόνιο.
Ας υπενθυμίσουμε κατ’ αρχήν τα πασίγνωστα σε ευρωπαϊκό επίπεδο δεδομένα, ότι το ΔΝΤ το επέβαλε ως ελεγκτή του νεοσύστατου τότε μηχανισμού στήριξης η Γερμανία, μετά την αποτυχία ελέγχου της κυβέρνησης Καραμανλή, που ενώ βρισκόταν σε καθεστώς αυστηρής επιτήρησης από την Κομισιόν, άφησε να της ξεφύγουν τα ελλείμματα προκαλώντας την κρίση χρέους που είχε ως αποτέλεσμα την κρίση δανεισμού. Εξ άλλου τα αντίστοιχα μνημόνια Ιρλανδίας και Πορτογαλίας, είχαν την ίδια σύνθεση με τη συμμετοχή ΔΝΤ, ΕΚΤ και Κομισιόν. Επίσης είναι δεδομένο ότι για τις πολιτικές ευθύνες , τις καθυστερήσεις, τις παλινωδίες και τις αστοχίες της κυβέρνησης Παπανδρέου, υπήρξε ήδη ο πέλεκυς των εθνικών εκλογών που επεφύλαξε συντριπτική καθίζηση των ποσοστών, στο κόμμα που κυριάρχησε για τρεις και πλέον δεκαετίες στην πολιτική ζωή του τόπου.
Τί μπορεί να επιδιώκει λοιπόν ο ΣΥΡΙΖΑ με την πρότασή του; Να καταδείξει πως εξυφάνθηκαν «σκευωρίες» και «προδοσίες», εις βάρος της χώρας; Αποκλείεται γιατί είναι εκ προοιμίου αφελές, και μόνο για κάτι τέτοιο δεν μπορούν να κατηγορηθούν τα στελέχη του. Θέλει μήπως να ρίξει νερό στο μύλο της συνωμοσιολογίας; Ανεπίτρεπτο για κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, σύνηθες όμως για παρωπιδικές μειοψηφίες. Το πιο πιθανό είναι να επιδιώκει δια της λαϊκιστικής μεθόδου της ποινικοποίησης της πολιτικής, να πετάξει τη μπάλα στην εξέδρα, καθώς όπως φαίνεται από τις σφυγμομετρήσεις, η οροφή των ποσοστών του έχει παγώσει για μεγάλο διάστημα και ήδη διαφαίνεται αυξανόμενη δυσαρέσκεια από τους ψηφοφόρους του, για την ένδεια ρεαλιστικών πολιτικών προτάσεων.
Εκείνο πάντως που όπως φαίνεται δεν συνυπολόγησαν οι εμπνευστές της πρότασης εξεταστικής επιτροπής, είναι ότι η όλη υπόθεση μπορεί, όχι μόνο να αποδειχθεί φιάσκο, αλλά να σημάνει και την επαναφορά στην πρώτη γραμμή του ΓΑΠ, καθώς θα του έχει δοθεί η ευκαιρία, όχι μόνο να θυμίσει τι παρέλαβε, αλλά και να καταγγείλει τους «συνωμοσιολόγους». Κυρίως να αποκαλύψει απελευθερωμένος πλέον, ποια συμφέροντα «λύσαξαν»- σύμφωνα με τη δική του έκφραση-μετά το κούρεμα του χρέους παρουσιάζοντάς το σαν τραγωδία, γιατί ένα ολόκληρο σύστημα λειτούργησε «για την αποδόμησή του μετά την πρότασή του για κοινές τραπεζικές μετοχές και όχι προνομιούχες μετά την ανακεφαλαίωση», και επιτέλους να μιλήσει με ονόματα, σε ποιους αρνήθηκε δάνεια και αν αυτοί τελικά κατάφεραν να τα πάρουν. Υπ’ αυτή την έννοια ο δημόσιος διάλογος που θα γίνει στη Βουλή, εφ’ όσον για να γίνει η συζήτηση υπάρχει η απαιτούμενη πλειοψηφία, μπορεί να αποδειχθεί ιδιαίτερα χρήσιμος όχι μόνο επειδή μπορεί να προκαλέσει ανατροπές στην κυρίαρχη άποψη που έχουν επιβάλλει κάποια ΜΜΕ, αλλά και να αποτελέσει πολύτιμο υλικό για τους ιστορικούς του μέλλοντος.