Οι πολίτες με συντριπτικά ποσοστά, απ’ όποιον πολιτικό χώρο κι αν προέρχονται, δυσφορούν με το ενδεχόμενο πρόωρων εκλογών, συνυπολογίζοντας και το κόστος αλλά και τις συνέπειες μιας ενδεχόμενης ακυβερνησίας, που κάλλιστα μπορεί να προκύψει, όπως καταδεικνύεται από το σύνολο των δημοσκοπήσεων.
Προφανώς ο ΣΥΡΙΖΑ, εγκλωβισμένος σε μια στρατηγική ρήξης και μια παρωχημένη ρητορική αντιπολιτευτικής υποσχεσιολογίας, είναι αργά να ανακρούσει πρύμναν και να δεχθεί αναβολή εκλογών και εκλογή Προέδρου από την παρούσα Βουλή, έστω κι αν σύμφωνα με έγκυρους αναλυτές είναι ο μόνος που στην σημερινή συγκυρία θα ευνοείτο.
[quote text_size=”small”]
Αλλά πως να μην θεωρηθεί ομολογία ήττας, από τους αδημονούντες οπαδούς του, που πεπεισμένοι από την κεντρική γραμμή του κόμματος, ότι οι «κακοί ευρωπαίοι» θέλουν να μας καταστρέψουν, έχουν σηκώσει τη σημαία του ασυμβίβαστου αντιευρωπαίου επαναστάτη, δηλώνοντας πως όχι μόνο δε χρωστάμε σε κανέναν μας χρωστάνε μάλιστα.
[/quote]
Φυσικά υπάρχουν και εκείνοι, οι λίγοι, μέσα στο ξαφνικά γιγαντωθέν, πρώην μικρομεσαίο κόμμα της ανανεωτικής αριστεράς, που βλέπουν με σκεπτικισμό την επόμενη μέρα της ανάληψης της εξουσίας – αν τελικά έρθει γιατί κανένας δεν μπορεί να προκαταλάβει τη βούληση των ψηφοφόρων – που η ηγετική ομάδα θα βρεθεί ενώπιον της σκληρής πραγματικότητας και της γνωστής “τέχνης του εφικτού”. Γιατί ο αντίπαλος δεν θα είναι μόνο οι αδηφάγες αγορές, ή η σκληρή διαπραγμάτευση με την τρόικα, ή ακόμη και η εχθρική στάση των ευρωπαίων εταίρων. Θα είναι και η αδημονία των στρατευμένων στις τάξεις του που θα επιζητούν «εδώ και τώρα» το χαμένο παράδεισο που απώλεσαν με την έλευση της κρίσης και που τους έκανε να μετακομίσουν ομαδικά στο κόμμα του Α. Τσίπρα.
Αν όμως ο ΣΥΡΙΖΑ βαδίζει ολοταχώς προς το ραντεβού του με την ιστορία, κινούμενος σαν τρένο ολοταχώς προς το άγνωστο σε μια διαδρομή που δεν έχει επιστροφή, έχει ενδιαφέρον ο τρόπος που μεθοδεύει την προσφυγή προς τις κάλπες η κυβερνητική πλευρά, μια επιθυμία που επιχειρεί, άλλοτε επιτυχώς άλλοτε ανεπιτυχώς να την αποκηρύξει για λόγους που έχουν ουσιαστική σημασία στον καθορισμό των σημερινών εξελίξεων.
[quote text_size=”small”]
Ο λόγος που ο πρωθυπουργός επίσπευσε την διαδικασία εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας, χωρίς όπως αποδείχθηκε να έχει εξασφαλίσει την έστω οριακή συναίνεση των βουλευτών, μετά και την εξευτελιστική στάση της τρόικας προς την κυβέρνηση και υπό την πίεση των δημοσκοπήσεων, ήταν πως στο παρασκήνιο εξυφαίνοντο σενάρια αντικατάστασής του με την προώθηση κυβέρνησης «ειδικού σκοπού», που φυσικά αν υλοποιείτο θα σήμαινε το πολιτικό του τέλος.
[/quote]
Όπως έλεγε παλιός κοινοβουλευτικός, ό Σαμαράς δεν είναι ΓΑΠ, ώστε να σχηματιστεί νέα κυβέρνηση Παπαδήμου την οποία είχε μεθοδεύσει ο Παπανδρέου και είχε «αντικαταστήσει» η συγκυβέρνηση Σαμαρά- Βενιζέλου με τα γνωστά τερατουργήματα που έφεραν οι εκλογές εν μέσω του πανικού από την πρωτόγνωρη κατάσταση που βίωναν οι πολίτες.
Ο πρωθυπουργός λοιπόν με την ξαφνική επίσπευση των εξελίξεων, επιδιώκει να πάει σε πολωτικές εκλογές και βέβαια αν κατόρθωσε να ακυρώσει ή απλώς να αναστείλει τα σενάρια εις βάρος του, θα φανεί από το αποτέλεσμα των σχεδόν βέβαιων εκλογών σε ενάμισι μήνα περίπου. Το σίγουρο είναι πως στο επιτελείο του έχει επικρατήσει το σενάριο σε περίπτωση πιθανής ήττας, πως μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, θα αποτελέσει μια καταστροφική για τα συμφέροντα της χώρας, «αριστερή παρένθεση».
Ο άλλος εταίρος της κυβέρνησης, έχει και αυτός σημαντικό λόγο για βεβιασμένη κίνηση προς τα εμπρός και ο λόγος δεν είναι άλλος από τον τρόμο που προκαλεί στους σημερινούς ενοίκους της Χαριλάου Τρικούπη η σχεδιαζόμενη προεκλογικά κίνηση του ΓΑΠ, με τον οποίο η ρήξη της σημερινής ηγεσίας του κόμματος μοιάζει οριστική. Η χώρα έχει εισέλθει σε έναν αγώνα δρόμου, και κυρίως τρόμου, ατομικών φιλοδοξιών που μπροστά στο πολιτικό τους συμφέρον κάποιοι παίζουν την τύχη της στα ζάρια. Δεν είναι δε, λίγοι οι πολίτες που θεωρούν πως αν δεν είχε υπονομευτεί η κυβέρνηση Παπαδήμου, με την ευρύτατη κοινοβουλευτική στήριξη και το κύρος του ιδίου ως αντιπροέδρου της ΕΚΤ, η έξοδος από την κρίση θα είχε ήδη επιτευχθεί, με πολύ μικρότερο κόστος και πολύ λιγότερα κοινωνικά ερείπια.