Δεν έχει τέλος το ατιμωτικό δράμα που βιώνει την τελευταία τριετία ο ελληνισμός, με το ξέσπασμα της κρίσης δανεισμού και το επακόλουθο της προσφυγής ανάγκης στις τρόικες και τα μνημόνια, και την τελευταία κορύφωσή του με την κυπριακή τραγωδία. Το ερώτημα που μπαίνει βασανιστικά πλέον σε όλο το σώμα του έθνους των Ελλήνων, είτε εντός της χώρας είτε στην ομογένεια, είναι: «πως φτάσαμε ως εδώ»; Ποιες είναι οι αιτίες που άφησαν την πατρίδα ξέφραγο αμπέλι και το λαό απελπισμένο και φοβισμένο.
Σε μια ιστορική στιγμή μάλιστα που κυοφορούνται σημαντικές ανακατατάξεις στο γεωπολιτικό σύστημα της ανατολικής Μεσογείου, και τα συμφέροντα που συγκρούονται στην περιοχή είναι τεράστιας ισχύος και μεγέθους.
Παράλληλα η ασυδοσία της αγοράς, ο κακός εννοούμενος ανταγωνισμός και η μεθοδευμένη απαξίωση της, κατάντησαν την κρατική τηλεόραση από φάρο ποιοτικής ψυχαγωγίας και επιμόρφωσης των πολιτών, όπως είναι ο συνταγματικός της ρόλος, σε μια πλαδαρή και χωρίς παρέμβαση δημόσια υπηρεσία. Σε αυτό το σκηνικό και με τον πνευματικό κόσμο της χώρας να γοητεύεται από την πρόσκαιρη δημοσιότητα και το ρόλο του τηλεμαϊντανού, με τους συγγραφείς και τους ποιητές είτε να ιδιωτεύουν, είτε να μπαίνουν και οι ίδιοι στο γενικό τηλεκλίμα για λίγα λεπτά δημοσιότητας σύμφωνα με την προφητεία του Γουόρχολ, όλα όσα ζούμε σήμερα δείχνουν να ήρθαν φυσικά. Καθηγητές πανεπιστημίων να απομυθοποιούνται στα κανάλια, συγγραφείς να πληρώνονται για να δημιουργούν τηλεκαβγάδες, συζητήσεις σοβαρές να αποτελούν είδος εν ανεπαρκεία, δημιουργούσαν το κλίμα αφέλειας και νιρβάνας μιας απροβλημάτιστης ζωής, πολύχρωμης και αρκετά φολκλορικής που στηριζόταν καθ’ ολοκληρία όπως αποδείχθηκε στα εύκολα δανεικά, που αφειδώς παρείχαν με καταιγισμό διαφημίσεων οι τράπεζες.
Χωρίς υπερβολή, ότι κριτίκαρε αυτόν τον τρόπο ζωής και έκρουε τον κώδωνα του κινδύνου τον περιθωριοποιούσαν οι έχοντες την ενημέρωση και την ψυχαγωγία υπό τον έλεγχό τους ως αντιπαραγωγικό, κουλτουριάρη και γκρινιάρη. Το αποτέλεσμα το βιώνουμε πλέον, παίρνοντας για μια ακόμη φορά την εθνική ψυχρολουσία, του να ζητάμε βοήθεια από τους άλλους. Όμως όπως έγραψε και ο Διονύσιος Σολωμός «δεν είν’ εύκολες οι θύρες όταν η χρεία τες κουρταλεί». Εκτός λοιπόν από την εύλογη αναζήτηση των δικών μας σφαλμάτων που μας οδήγησαν εδώ, πρωταρχική ανάγκη για ανασυγκρότηση της κοινωνίας και της οικονομίας, είναι μια ουσιαστική και γενναία εθνική ενδοσκόπηση, για να πιάσουμε το νήμα απ’ την αρχή, όπως τότε οι πρόγονοί μας, από μια νέα «ολόμαυρη ράχη».