Κάθε κοινωνία έχει τις δικές της ασυνείδητες συλλογικές επενδύσεις επιθυμίας. Και όταν αυτές ακυρώνονται δημιουργείται στο συλλογικό ασυνείδητο ένα κοινωνικό απωθημένο μιας ολόκληρης χώρας. Η κάθε Οικονομία ακολουθεί και αναπαράγει αυτά τα φαινόμενα. Συναλλαγές και ροές χρήματος συμβαδίζουν με τις ροές επιθυμίας. Με αυτό τον τρόπο, όπως κάθε κοινωνία, έτσι και η νεολληνική διατρέχεται και διαμορφώνεται απο την διαρκή οικονομική κρίση, αναδύοντας στην επιφάνεια τις καλυμμένες ταξικές ανισότητες και τα απωθημένα του συλλογικού ασυνείδητου. Χρέος και εισόδημα διασταυρώνονται καθημερινά στα νοητικά λογιστήρια του καθενός. Ένα διαρκές ισοζύγιο απόγνωσης και επιβίωσης σκεπάζει καθημερινά τον ανθρώπινο βίο.
Πίσω λοιπόν απο την κατατονική και μίζερη ελληνική Οικονομία συντηρείται και αναπνέει,με δυσκολία, μια καταπιεσμένη κοινωνία. Νεόπτωχοι πολίτες που δεν μπορούν να ζήσουν στο διαρκές της έλλειψης και της ανέχειας, που γέμισαν τα σπίτια τους και την ζωή τους με εμπόρευμα, πολύ εμπόρευμα, είναι φυσικό να μην μπορούν τώρα να προσαρμοστούν στο μεταιχμιακό τοπίο, στην κατάσταση εκτάκτου ανάγκης. Η δε προτροπή της Lagarde, που ηγείται του υπερεθνικού ρυθμιστή των ελλειμματικών οικονομιών (ΔΝΤ), συνοψίζει την κατάσταση εντολής με κυνικό τρόπο: implementation, δηλαδή εκτέλεση του προγράμματος “διάσωσης”. Εντολή παραμονής στην θανατηφόρα ταχύτητα του μονεταριστικού ιμπεριαλισμού που δυστυχώς υπερκαλύπτει την πολιτική και κοινωνική σύγκλιση στην ήπειρο μας. Άλλωστε όλος ο αγώνας σωτηρίας γίνεται για να βγεί υγιής ο ασθενής στις περίφημες αγορές. Αυτό προυποθέτει προσαρμογή, εφαρμογή, συμμόρφωση. Ένα τρίπτυχο κοινωνικής μηχανικής, τόσο ισχυρό, που καταστέλλει μικροεπιθυμίες και μακροσυμπεριφορές.
Το συλλογικό ασυνείδητο όμως διαρκώς ανακαλεί τραύματα του παρελθόντος, εθνικές φαντασιώσεις, μαζικές επιθυμίες που διαλύθηκαν στον τοίχο της ιστορικής πραγματικότητας. Κουβαλώντας το προαιώνιο δίλημμα “Ανατολή ή Δύση”, σέρνοντας μέσα στην Ιστορία την ξενόφερτη δουλοπρέπεια, τα εμφυλιοπολεμικά πάθη, τα σύνδρομα διχασμού και αυτοκαταστροφής, η Ελλάδα δεν μπόρεσε να ακολουθήσει την τροχιά της σύγκλισης των ευρωπαικών οικονομιών και ταυτόχρονα εγκλωβίστηκε στο εθνικό φαντασιακό μιας ατελούς εξωστρέφειας και μιας βίαιης και καθυστερημένης προσαρμογής στην παγκοσμιοποίηση.Το τείχος της Οικονομίας έγινε, για ακόμη μια φορά, το αδιαπέραστο σημείο στο ιστορικό αποτύπωμα των Ελλήνων.
Σε αυτό το τείχος σκοντάψαμε και πλέον ζούμε μονίμως στην σκιά των γεγονότων. Σερνόμαστε καθημερινά, ως υποκείμενα που βιώνουν εθνικό πόνο, πίσω απο τα μεγάλα νούμερα,πίσω απο τα κρατικά μεγέθη και την ξύλινη δημοσιονομική γλώσσα. Κανείς στην καθημερινότητα του δεν μπορεί να χωρέσει την μεγάλη εικόνα. Το δημόσιο εισβάλλει στο ιδιωτικό χωρίς εξήγηση, χωρίς αίτημα αλλά και χωρίς αιτιολόγηση. Ο νεοέλληνας στέκεται μπροστά στην ελλειμματική εικόνα των δημοσίων οικονομικών της χώρας με μια αμηχανία που πηγάζει απο το μονίμως ελλειπτικό ατομικό του ισοζύγιο. Έσοδα, έξοδα, οφειλές, εγγράφονται καθημερινά στον ψυχισμό, με την Επιθυμία να καταχωνιάζεται στα υπόγεια του μυαλού. Δεν χωράει πλέον πουθενά το αίτημα για όραμα, όνειρα, στόχους. Τα πάντα απωθούνται. Μια εθνική ματαίωση, μια συλλογική ακύρωση του Εφικτού, εγκαταστάθηκε στην νεοελληνική κοινωνία. Και αυτό ”σωματοποιήθηκε” ταχύτατα. Όλα όμως μοιάζουν να ξεκινούν απο τον πόνο της τσέπης.Οι πάντες βιώνουν μια μόνιμη έλλειψη ρευστότητας που μοιάζει να ρευστοποιεί τις ανάγκες, σαν αυτές να ήταν Επιθυμίες. Ακριβώς αυτή η εμπλοκή, αυτή η σύγχυση, γεννάει την αδράνεια και την παθητικοποίηση.
Μια ατέρμονη αναμονή για το απροσδιόριστο θα συντροφεύει τον μικρόκοσμο του καθενός. Οι χρόνοι των μνημονίων -που δεν τελειώνουν- συναντούν μακροπρόθεσμα τους χρόνους του Θανάτου,όχι τις τροχιές του βίου. Στην Ελλάδα το μακροπρόθεσμο έγινε παρόν και ο χρόνος πάγωσε πάνω στα ποσοστά των πλεονασμάτων και στα δις της λιτότητας. Ποτέ άλλοτε τα μεγάλα νούμερα δεν απείχαν τόσο πολύ απο την μικροοικονομία, απο την καθημερινότητα. Η απόσταση αυτή σκοτώνει την χώρα και ειδικά την νεολαία της, το μέλλον της.
Μοιάζει ως ανέκδοτο το να βγούμε απο την κρίση. Εθιστήκαμε, πολύ καιρό, τώρα και διαρκώς προσαρμοζόμαστε στο λίγο, στο επαρκές. Είναι συγκεκριμένα τα ποσά των χαρτονομισμάτων που βγάζουν τα ΑΤΜ, σαν να έχουμε αποδεχθεί ένα εθνικό πρόστιμο για την σπατάλη, τον υπερδανεισμό και την υπερκατανάλωση των προηγουμένων ετών. Συμβιβαζόμαστε σιγά σιγά με τις χαμηλές αποδοχές,τα πενιχρά εισοδήματα, την πτώση των τιμών περιουσίας και τους υψηλούς φόρους. Ένας συμβιβασμός που μοιάζει ως αναγκαία προσαρμογή σε μια πραγματικότητα που κάποτε έμοιαζε απίθανη, εντελώς έξω απο τα χειρότερα σενάρια της φαντασίας μας. Αν η συλλογική ενοχή συνεχίσει να καλύπτει τα ατομικά σφάλματα ζωής,ως εθνικός ψυχαναγκασμός, και τις κακοσχεδιασμένες, τις δανεικές πορείες ανέλιξης στην κοινωνία, τότε θα συνεχιστεί ταυτόχρονα και η μαζική απώθηση του πένθους που βιώνουμε για όσα χάθηκαν και όσα δεν θα έλθουν. Μόνο που αυτή η απώθηση θα είναι αντίστροφη : προς το μέλλον, παράλληλη με τα χρονοδιαγράμματα της εποπτείας μας απο τους δανειστές…