Πέρασαν τριάντα οκτώ χρόνια ομαλής και δημοκρατικής πορείας. Και μέσα σε αυτά έγιναν πολλά. Η χώρα ανέβηκε επίπεδο. Απέδρασε από τη βαλκανική της μοίρα και στρογγυλοκάθισε στα ευρωπαϊκά σαλόνια. Μαζί της και αρκετοί Έλληνες που άρχισαν να ταξιδεύουν, να σπουδάζουν, να εξοικειώνονται με κάθετι “ευρωπαϊκό” και “σύγχρονο”. Μοιραία προέκυψαν και οι συγκρίσεις…
Ωστόσο, μέσα σε αυτά τα χρόνια η ιδεολογικοπολιτική υπεροχή της Αριστεράς διατηρήθηκε – αν δεν ενισχύθηκε… Παράλληλα με την υποκριτική άρνηση στο ξενόφερτο το οποίο όμως από την άλλη αφομοίωνε, καλλιέργησε μια αντίληψη παρεξηγημένης Δημοκρατικότητας όπου τα όρια των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων κατέστησαν δυσδιάκριτα.
Βασικός εκφραστής ο νέου τύπου συνδικαλισμός που από την μια καρπώνονταν τα οφέλη του πελατειακού κράτους και από την άλλη υπερασπιζόταν το “δίκιο του εργάτη” αντιπαλεύοντας εκείνον που δικαιολογούσε την υπόσταση του – εκείνου που πρόσφερε εργασία. Ο επιχειρηματίας έγινε αμείλικτος εργοδότης, στυγνός κεφαλαιοκράτης που κερδοσκοπεί (όχι κερδίζει) εκμεταλλευόμενος την υπεραξία του εργαζόμενου.
Με κάθε τρόπο ήταν αυτός που έπρεπε να εξαφανιστεί από προσώπου γης. Να πληρώνει διαρκώς για τα πάντα. Στην καλύτερη περίπτωση να συναποφασίζει στη δική του δουλειά με τους εκπροσώπους των εργαζομένων.
Αυτού του είδους ο συνδικαλισμός που άνθισε στα χρόνια της παρεξηγημένης Δημοκρατίας πνέει πλέον τα λοίσθια, όπως και το πολιτικό σύστημα που τον εξέθρεψε. Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη ευφυΐα να καταλάβει πλέον κανείς πως ουκ ολίγες άλλοτε ισχυρές επιχειρήσεις έκλεισαν ή συρρικνώθηκαν εξαιτίας ενός τυφλού συνδικαλισμού που εξυπηρετούσε περισσότερο πολιτικές σκοπιμότητες και λιγότερα τα πραγματικά συμφέροντα των εργαζομένων.
Μια επιχείρηση θέλει να δουλεύει. Και ο επιχειρηματίας που έχει βάλει τα λεφτά του, αναλαμβάνοντας και το ανάλογο ρίσκο το κάνει για να κερδίσει. Είναι τόσο απλό. Στα κέρδη είναι μόνος του, όπως όμως και στη ζημιά. Έτσι είναι το λογικό.
Το λογικό για τον εργαζόμενο είναι να διεκδικεί καλύτερους όρους εργασίας και μια ανταμοιβή που θα ανταποκρίνεται στην προσφορά του. Προϋπόθεση για αυτό είναι η επιβίωση της επιχείρησης και η κερδοφορία της. Προφανώς και η ύπαρξη της. Χωρίς αυτήν δεν υπάρχει δουλειά, δεν υπάρχει κι ανταμοιβή.
Η συνδικαλιστική λογική που θέλει τις επιχειρήσεις κλειστές είναι ενάντια στα συμφέροντα των εργαζομένων. Είναι η λογική που υπηρετεί τη φτώχεια και την εξαθλίωση, που μετατρέπει τους “κατατρεγμένους” σε άβουλα κομματικά υποχείρια. Αυτή η λογική πρέπει να εκλείψει. Τα συνδικάτα πρέπει κι αυτά να εκσυγχρονιστούν. Και για να το κάνουν αυτό θα πρέπει με κάθε τρόπο να διαφυλάξουν το μοναδικό όπλο που διαθέτουν. Τη νομιμότητα. Και την απόλυτη εφαρμογή των όλων νόμων, έναντι των οποίων όλοι είναι ίσοι.