Πέραν από τις λίστες της θλίψης, της απαξίωσης και της οπισθοδρόμησης που κατά κόρον διακινούνται εσχάτως και περιγράφουν μια τριτοκοσμική χώρα, υπάρχουν και οι λίστες της αισιοδοξίας.
Αυτές έχει από την περασμένη Δευτέρα στα χέρια του ο Αντώνης Σαμαράς. Δεν της επέδωσε η ΕΥΠ, ούτε κάποιος απίθανος τραπεζικός υπάλληλος που είχε την ιδέα να υποκλέψει τα αρχεία μιας ελβετικής τράπεζας, ούτε τράπεζες που αναγκάστηκαν να άρουν το τραπεζικό απόρρητο των μεγαλοκαταθετών τους. Την επέδωσε ο πρόεδρος των Ελλήνων Βιομηχάνων με τον πλέον επίσημο και θεσμικό τρόπο.
Στις …λίστες αυτές ο Δημήτρης Δασκαλόπουλος αποδεικνύει πως η ελπίδα είναι ακόμα ζωντανή στην Ελλάδα. Γιατί; Διότι παρά την κρίση υπήρξαν επιχειρήσεις που επένδυσαν κεφάλαια ύψους 12 δισ. €, επιχειρήσεις που παρουσίασαν καινοτόμα σχέδια αναζητώντας χρηματοδότηση, επιχειρήσεις που επενδύουν σε τεχνολογίες αιχμής. Κι όλα αυτά στην Ελλάδα του εχθρικού επενδυτικού περιβάλλοντος, της χώρας που αντιμάχεται και ενοχοποιεί την επιχειρηματικότητα.
Η ύπαρξη και μόνον ορισμένων πιονέρων της επιχειρηματικότητας στην Ελλάδα αρκεί για να δημιουργήσει ελπίδα. Για να δημιουργηθεί όμως και προοπτική οικονομικής ανάκαμψης, ίσως αργότερα και ανάπτυξης, θα πρέπει το πελατειακό πολιτικό σύστημα να αλλάξει τρόπο σκέψης. Να προσεγγίσει την ιδιωτική πρωτοβουλία όχι με όρους παγιωμένης καχυποψίας, αλλά με όρους ενθάρρυνσης, διευκόλυνσης ακόμα και παροχής κινήτρων.
Κάτι τέτοιο δεν γίνεται ούτε με εξαγγελίες, ούτε με διακηρύξεις καλών προθέσεων, ούτε με ευχολόγια. Απαιτεί δράσεις. Απαιτεί αποφάσεις. Αποφάσεις άμεσες, “χωρίς άλλες καθυστερήσεις, εκπτώσεις και παλινωδίες”.
Αν πραγματικά ο Αντώνης Σαμαράς εννοεί όσο τόνισε χθες κατά τη διάρκεια ευρείας σύσκεψης με τη συμμετοχή υπουργών, υφυπουργών και γενικών γραμματέων των παραγωγικών υπουργείων, περί “πολέμου κατά της ανεργίας” και μάλιστα με έδρα το γραφείο του Πρωθυπουργού (!), τότε δεν έχει παρά να επιβάλλει άμεσα την καταβολή των χρεών του Δημοσίου προς τις επιχειρήσεις, τον εξορθολογισμό της αγοράς ενέργειας και τη μείωση του κόστους παραγωγής, ένα θεσμικά κατοχυρωμένο σταθερό και διάφανο φορολογικό καθεστώς και σύστημα φορολογικής διακυβέρνησης, την άρσης των γραφειοκρατικών εμποδίων στις διαδικασίες αδειοδότησης επιχειρήσεων στη χωροταξία και στο ρυθμιστικό, την απελευθέρωση των επαγγελμάτων την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής.
Χωρίς τα παραπάνω προαπαιτούμενα κανένα Εθνικό Σχέδιο Ανάπτυξης δεν μπορεί να σχεδιαστεί, καμία ευρωπαϊκή δέσμευση δεν μπορεί να τηρηθεί, καμία αντικειμενική ανάγκη του τόπου να εκπληρωθεί.
Στο πλαίσιο αυτό το θεσμικό ερώτημα που μένει να απαντηθεί είναι αν το πρωθυπουργικό γραφείο που φαίνεται να επωμίζεται την πολιτική ευθύνη μιας σειράς κρίσιμων ζητημάτων θα καταφέρει τελικά να πραγματοποιήσει το αναγκαίο bypass που θα παρακάμψει τους δαιδαλώδεις γραφειοκρατικούς μηχανισμούς που κρατούν δέσμια την ελληνική οικονομία.