Η ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΙΚΗ ΔΡΑΣΗ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΕ ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΗ ΚΑΙ ΘΕΣΜΟΠΟΙΗΣΗ

Μοίρασε το

Το κείμενο εξετάζει τους δομικούς και οργανωτικούς μετασχηματισμούς του γαλλικού συνδικαλιστικού κινήματος στη παρούσα περίοδο. Ενός κινήματος που ταλαντεύεται, για να το πούμε σχηματικά, ανάμεσα σε μια λογική θεσμικής ενσωμάτωσης στη ισχύουσα δομή πολιτικών ευκαιριών και σε μια κινηματική λογική αντίστασης στις νεοφιλελεύθερες επιλογές. Φυσικά, αυτή η ταλάντευση δεν διαθέτει αυστηρές διαχωριστικές γραμμές αλλά χαρακτηρίζεται από μια ασταθή ισορροπία. Μια τέτοια ρευστότητα δεν αφορά μονάχα το γαλλικό σχηματισμό αλλά χαρακτηρίζει το ευρωπαϊκό συνδικαλιστικό κίνημα στο σύνολό του που βρίσκεται σε μια φάση κοινωνικών ανακατατάξεων και πολιτικών αναοριοθετήσεων.

Στην παρούσα σύντομη συνθετική παρουσίαση θα επιμείνω σε τρία βασικά σημεία. Πρώτα, θα υπενθυμίσω ορισμένα ποιοτικά χαρακτηριστικά που συνθέτουν την ιστορική ιδιομορφία του γαλλικού συνδικαλισμού. Στη συνέχεια, θα αναλύσω σε αδρές γραμμές την αποσύνθεση της κεϋνσιανής-φορντικής μορφής συνδικαλιστικής δράσης (1945-1975), εξηγώντας παράλληλα ότι αυτή η κρίση δεν σηματοδοτεί σε καμία περίπτωση την αναδίπλωση ή την εξαφάνιση του εργατικού κινήματος εν γένει. Τρίτο, καταληκτικό και αδιεκπεραίωτο σημείο, με την έννοια ότι βρίσκεται εν εξελίξει όχι μόνο σαν γνωστικό αντικείμενο αλλά και σαν αντικειμενική κοινωνική σχέση, θα αναφερθώ στο νέο πρότυπο συνδικαλιστικής προσχώρησης και κινητοποίησης – αν μπορούμε να μιλήσουμε κυριολεκτικά για πρότυπο.

1. Μια αμφιλεγόμενη πραγματικότητα

Ο δημοσιογραφικός «κοινός νους», αλλά και η πλειοψηφία των πολιτικών σχολιαστών στα γαλλικά μέσα ενημέρωσης, κάνουν δηκτικά αν όχι κακεντρεχή σχόλια για τη ζοφερή κατάσταση στην οποία βρίσκεται το συνδικαλιστικό κίνημα. Η αποσυνδικαλιστικοποίηση καθιστά τη Γαλλία μια χώρα ουραγό στην Ευρώπη από τη άποψη των οργανωμένων μελών στις επαγγελματικές οργανώσεις των μισθωτών. Το επίσημο ποσοστό ένταξης κυμαίνεται στο 8-10%, αν και τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια σχετική τάση ανάκαμψης. Ωστόσο, υπάρχουν σημαντικές δυσαναλογίες ανάμεσα στον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα (15% και 4-5% αντίστοιχα), ανάμεσα στις μεγάλες και τις μικρές επιχειρήσεις (στις ιδιωτικές μικρο-επιχειρήσεις μπορούμε να μιλήσουμε για συνδικαλιστικές ερήμους), ανάμεσα στα παραδοσιακά εργατικά προπύργια (όπως η μεταλλουργία, η χημική βιομηχανία, οι σιδηροδρομικοί, κλπ.) και στους νεότευκτους τομείς υπηρεσιών, ανάμεσα στους ανδροκρατούμενους εργασιακούς χώρους (κυρίως στη βιομηχανία) και στους τομείς όπου οι γυναίκες είναι πλειοψηφία (υγεία, εμπόριο, προσωρινή απασχόληση, κλπ.).

Αλλά η θεματική της κρίσης του συνδικαλισμού δεν παραπέμπει μονάχα σ’ αυτά τα ποσοτικά χαρακτηριστικά. Κάποιες άλλες δυσκολίες αναφέρονται συχνά. Για παράδειγμα, είναι προφανής η απαξίωση της συμβολικής έλξης του συνδικαλιστικού ακτιβισμού στο μετανεωτερικό κοινωνικό πλαίσιο όπου η εξατομίκευση και ο ανταγωνισμός αποτελούν τις δεσπόζουσες τάσεις. Η αποσαγήνευση της παραδοσιακής διεκδικητικής δράσης αγγίζει μαζικά τις παλιές γενεές συνδικαλιστών ενώ οι νέοι δεν αποδέχονται πλέον μια ισοπεδωτική για την προσωπικότητα στράτευση. Η κατάρρευση των κατεστημένων πολιτικών αναφορών και στηριγμάτων (σοσιαλισμός, κομμουνισμός, κοινωνικός καθολικισμός), χωρίς να υπάρχει κάποιο εναλλακτικό πολιτικό πρόταγμα ή τουλάχιστον ένα ιδεολογικό υποκατάστατο διαφορετικό από την προσαρμογή στον εύκαμπτο καπιταλισμό, τείνουν να αποδυναμώσουν τη συλλογική δράση. Είναι πασίδηλο ότι αυτό που ο συνδικαλισμός κερδίζει από τη μια μεριά με όρους ανεξαρτησίας απέναντι στα πολιτικά κόμματα το χάνει από την άλλη με όρους ισχύος στη διαμόρφωση του κοινωνικού συσχετισμού δυνάμεων.

Αυτή η εμπειρική φαινομενολογία δίνει λαβή σε ορισμένες ερμηνευτικές αυθαιρεσίες, η επίκληση των οποίων από τα μίντια και τον κυρίαρχο πολιτικό λόγο τείνει να ενδυναμώσει την άγνοια ή την παραγνώριση του αντικειμένου που καλούμαστε να μελετήσουμε. Από αυτή την άποψη, η θεματική της κρίσης του συνδικαλισμού που εμφανίζεται στα τέλη της δεκαετίας του 1980 είναι εντελώς συμπτωματική. Αυτή η θεματική επιβλήθηκε με τη δύναμη της προφάνειας στην κοιλιά ενός τεράστιου ιστορικού κύματος αναδιοργάνωσης των συλλογικών αναπαραστάσεων για τον εκσυγχρονισμό της εργασίας και της κοινωνίας. Το συμπέρασμα ήταν ότι, δεδομένης της ιλιγγιώδους πτώσης των οργανωμένων μελών και της θεσμικής του αφομοίωσης, ο συνδικαλισμός ήταν ένας «μεγάλος άρρωστος». Η υποτιθέμενη παρακμή του ως ανταγωνιστικού κοινωνικού κινήματος σηματοδοτούσε το πέρασμα από ένα ταξικά δομημένο κοινωνικό σχηματισμό σε μια κοινωνία της επικοινωνίας βασισμένη στις πληροφοριακές ροές και διαδράσεις ανάμεσα σε εξατομικευμένες υποκειμενικότητες.

Αναδρομικά, ο ιδεολογικός χαρακτήρας αυτού του εγχειρήματος είναι πασίδηλος. Επρόκειτο για μια διήγηση προαναγγελθέντος θανάτου που λειτουργούσε ταυτόχρονα ως προανάκρουσμα μιας μετανεωτερικής εποχής, χωρίς ταξικές διαστρωματώσεις και συγκρούσεις. Στην πραγματικότητα η κατάσταση είναι πολύ διαφορετική. Ο γαλλικός συνδικαλισμός είναι βέβαια αποδυναμωμένος, δεν είναι όμως ανίκανος. Η κινηματική και κοινωνική του επιρροή είναι πολύ πιο ισχυρή από ό,τι αφήνουν να εννοηθεί τα επίσημα ποσοστά συνδικαλιστικής ένταξης. Με βάση την ιστορική του συγκρότηση είναι πολύ περισσότερο ένας συνδικαλισμός ακτιβιστών (militants) παρά ένα μάγμα παθητικών μελών (adhérents). Ένας συνδικαλισμός κοινωνικής ακροαματικότητας, πίεσης και κινητοποίησης παρά ένας συλλογικός φορέας παροχής υπηρεσιών προστασίας της εργασίας. Σε αντίθεση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, η κοινωνική ασφάλιση, τα επιδόματα ανεργίας ή οι διάφορες προνοιακές παροχές διανέμονται απευθείας από δημόσιους οργανισμούς που τελούν υπό την αιγίδα του κράτους και όχι από αυτοδιοικούμενες ενώσεις των εργαζομένων και των εργοδοτών. Ακόμα και στις πιο εύκρατες περιόδους του εργατικού κινήματος, μετά την απελευθέρωση του 1945, η οργανωμένη δύναμη του συνδικαλιστικού κινήματος δεν ξεπέρασε το ένα τέταρτο ή το ένα τρίτο των εργαζομένων.

Σε ό,τι αφορά τις διαδικασίες θεσμοποίησης, είναι αναντίρρητο ότι η συνδικαλιστική ζωή βηματοδοτείται από διαδικασίες συμμετοχής τόσο στο επίπεδο της επιχείρησης όσο και στους διάφορους δημόσιους οργανισμούς αντιπροσώπευσης των επαγγελματικών συμφερόντων. Αποτελεί όμως αυτή η θεσμική καταξίωση μειονέκτημα που τείνει να οδηγήσει στον ιδεολογικό και οργανωτικό παροπλισμό των επίσημων συνδικάτων; Ή μήπως η κατακτημένη αναγνώριση πιστοποιεί τη συσσωρευμένη δύναμη της συνδικαλιστικής παρουσίας στην επιχείρηση και τη δημόσια σκηνή που δεν ανάγεται σε ένα εφήμερο κίνημα διαμαρτυρίας; Αντί να είναι, όπως κατά μονόπλευρο τρόπο ισχυρίζονται ορισμένοι παρατηρητές, πηγή παρέκκλισης από τα βασικά καθήκοντα του συνδικαλισμού, η θεσμοποίηση, όταν συνοδεύεται από κινητοποιήσεις, αναγκάζει τους συνδικαλιστές να μένουν προσγειωμένοι, συγκεκριμένοι, και κυρίως, τους εμποδίζει να αποχωρήσουν εντελώς από το διεκδικητικό παιγνίδι. Όποιες και αν είναι οι επιμέρους εκδοχές θεσμοθέτησης, το συνδικαλιστικό κίνημα παραμένει, έστω και αν δεν λειτουργεί ως πραγματικό αντίβαρο μέσα στην επιχείρηση, ένας αγωγός εναλλακτικής ηγεμονίας απέναντι στις πολιτικές ανασυγκρότησης του εργασιακού καθεστώτος από την εργοδοτική εξουσία. Αυτός ο ισχυρισμός επαληθεύεται τουλάχιστον στους χώρους όπου είναι σχετικά ριζωμένο και ενεργό το συνδικαλιστικό κίνημα.

2. Κοινωνικό ζήτημα και παραδοσιακός συνδικαλιστικός σχηματισμός

Για τη μεγάλη μερίδα των συνδικαλιστικών στελεχών που μεγάλωσαν στην περίοδο της ένδοξης τριακονταετίας, η τομή είναι βαθιά σε πολιτικό, οργανωτικό και ιδεολογικό επίπεδο. Στην εποχή τους, ο συνδικαλισμός ήταν δυνατός, μαζικός, αποτελεσματικός. Οι δομές του αντιστοιχούσαν στην οργάνωση της εργασίας και στην κοινωνιολογική πραγματικότητα της φορντικής μισθωτής σχέσης. Η παρουσία των συνδικαλιστών στους χώρους εργασίας, ιδιαίτερα στις μεγάλες επιχειρήσεις όπου χτυπούσε η καρδιά του βιομηχανικού προλεταριάτου καθώς και στις δημόσιες κοινωνικές διοικήσεις, ήταν καθημερινή βιωμένη πραγματικότητα. Τα καθήκοντα άμεσης επαφής με την εργατική βάση αποτελούσαν τη δεσπόζουσα συνδικαλιστική ενασχόληση και οι λειτουργίες θεσμικής εκπροσώπησης ήταν σχετικά περιορισμένες.

Ως τα τέλη της δεκαετίας του 1970, η μαζική αγωνιστική παρουσία των συνδικαλιστών στην επιχείρηση, στο εργαστήρι, στο γραφείο δημιουργούσε ένα είδος «ατμόσφαιρας» που λειτουργούσε ως κίνητρο οργανωτικής προσχώρησης και νομιμοποίησης της συλλογικής διεκδικητικής δράσης. Χρειάζεται να υπενθυμίσουμε, εξάλλου, ότι η συνδικαλιστικοποίηση στη Γαλλία είναι μια πράξη εθελοντικής ένταξης. Μπορούμε να την παρομοιάσουμε σαν ένα τσαμπί από σταφύλια όπου η μάζα των απλών μελών προσκολλάται σ’ ένα κεντρικό κορμό στελεχών που διακλαδώνονται με όρους εμπιστοσύνης και αφοσίωσης στον οργανωτικό ιστό. Η εικόνα αυτού του συνδικαλισμού ήταν ελπιδοφόρα, η ταξική του βάση συμπαγής, η αποτελεσματικότητά του χειροπιαστή και όχι απλά διακηρυκτική. Από πολιτική άποψη, αποτελούσε ένα είδος «εργατικού αντίβαρου» στην οικονομική εξουσία. Στο επίπεδο του συλλογικού φαντασιακού στοιχείου, αντιπροσώπευε την υπόσχεση ενός καλύτερου μέλλοντος, τη σιγουριά, όπως έλεγε ο Sartre, ότι οι καταπιεσμένοι έχουν τοποθετήσει την πολυθρόνα τους στη θετική φορά της ιστορίας.

Ταυτόχρονα, αυτού του είδους ο συνδικαλισμός καλλιεργούσε ένα κλίμα εξιδανικευμένης προσμονής απέναντι στα πολιτικά κόμματα, κυρίως της Αριστεράς που επαγγέλλονταν το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας, ή τουλάχιστον, την ισομερή αναδιανομή του κοινωνικού πλούτου. Οι κομματικοί σχηματισμοί ήταν προορισμένοι να εμψυχώσουν και να εξυψώσουν την κοινωνική διαμαρτυρία στην υπέρτατη βαθμίδα, δηλαδή στην κατάληψη της κυβερνητικής εξουσίας. Κατ’ αυτήν την έννοια, η πολιτική κοινωνικοποίηση των συνδικάτων είχε ως «φυσιολογική» απόληξη την πολιτική αντιπροσώπευση. Αυτό οδηγούσε συχνά σε μια τάση εξομοίωσης της πολιτικοποίησης και της κομματικοποίησης των συνδικάτων. Οι πολλαπλές ανταλλαγές που αναπτύσσονται στο εσωτερικό του καθενός από τα τρια οικοσυστήματα (σύμφωνα με την έκφραση του Georges Lavau1) που διακρίνουμε στον 20ό αιώνα – κομμουνιστικό, σοσιαλιστικό, χριστιανο-δημοκρατικό – είναι κατά βάσιν παρόμοιοι στο βαθμό που παραπέμπουν στην ίδια ιεραρχημένη σχέση συνδικάτου και κόμματος.

Αναγκαίοι αλλά υποδεέστεροι, οι συνδικαλιστές είναι οι πεζικάριοι μιας στρατιάς επικεφαλής της οποίας βρίσκεται ο πολιτικός σχηματισμός. Αυτό που κυρίως διαφέρει είναι η ένταση της σχέσης εξάρτησης που αναπτύσσεται στο εσωτερικό του κάθε οικοσυστήματος καθώς και ο τρόπος κομματικής παρέμβασης στη συνδικαλιστική οργάνωση. Η ιδέα του «ιμάντα μεταβίβασης» εκφράζει την εργαλειοποίηση του συνδικαλιστικού κινήματος από τα πολιτικά κόμματα, ιδιαίτερα στην περίπτωση των κομμουνιστών. Πρόκειται όμως για μια βαθύτατα σχηματική και ανακριβή προσέγγιση. Στην πραγματικότητα, η «μεταβίβαση» λειτουργούσε προς τις δύο κατευθύνσεις.

Στη Γαλλία όμως, σε αντίθεση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες (όπως η Αγγλία, η Γερμανία, η Σουηδία, κλπ.), η εν λόγω εξομοίωση δεν οδήγησε ποτέ στην ταύτιση. Για δύο βασικούς λόγους. Πρώτον, διότι δεν υπάρχει ενοποιημένο συνδικαλιστικό κίνημα. Η ιστορική ύπαρξη ενός ισχυρού κομμουνιστικού κινήματος στα αριστερά των σοσιαλιστών και των ριζοσπαστών της Αριστεράς οδήγησε στην κατάτμηση του εργατικού κινήματος, όπως περίπου συνέβηκε στην Ιταλία. Αντίθετα, στις χώρες όπου η σοσιαλδημοκρατία κατείχε ιστορικά το μονοπώλιο της Αριστεράς, το εργατικό κίνημα παρουσιάζεται ενοποιημένο. Δεύτερον, διότι το γαλλικό συνδικαλιστικό κίνημα χαρακτηρίζεται από την αναφορά στη Χάρτα της Αμιένης (1905). Πρόκειται για μια συνεδριακή απόφαση που συνοψίζει την πολιτική και κοινωνική ανεξαρτησία του συνδικαλισμού από την κομματική και κοινοβουλευτική εκπροσώπηση η οποία, σύμφωνα με τους αναρχοσυνδικαλιστές των αρχών του 20ού αιώνα, διαιρεί την εργατική τάξη και αναιρεί τη συλλογική της αυτοτέλεια. Αυτή η εμβληματική αναφορά, και αν ακόμα παραδεχτούμε ότι πρόκειται για μια τελετουργική επίκληση, καθιστά αρκετά πολύπλοκες τις σχέσεις που εξυφαίνονται μεταξύ κομμάτων και συνδικάτων. Η προσκόλληση του συνδικαλισμού στον κομματικό σχηματισμό ήταν βέβαια υπαρκτή, πλην όμως δεν πήρε οργανική μορφή. Θα μπορούσαμε καλύτερα να μιλήσουμε για οικοσυστήματα διαφοροποιημένων και ιεραρχημένων ανταλλαγών ανάμεσα στα κόμματα και στα συνδικάτα.

Η φορντική συνδικαλιστική μορφή παρήγαγε πρόσφορα αποτελέσματα, αλλά είχε και ενδογενείς περιορισμούς. Η συνδικαλιστική κουλτούρα παρέμενε αυταρχική ή τουλάχιστον διευθυντική. Χαρακτηριζόταν κυρίως, στον επίσημο λόγο της, από μια ξύλινη γλώσσα και από ένα ιδεολογικό φορμαλισμό που με το χρόνο φαινόταν ολοένα πιο απροσάρμοστος και άδειος. Η λογική της πολιτικής διαμαρτυρίας, τα αντανακλαστικά της φραστικής άρνησης είχαν συχνά το προβάδισμα σε σχέση με τη διατύπωση εναλλακτικών προτάσεων για την επίλυση των προβλημάτων. Τα κριτήρια της οικονομικής διαχείρισης της επιχείρησης παρέμεναν εκτός της συνδικαλιστικής σφαίρας δράσης, της οποίας η εμβέλεια περιοριζόταν κυρίως στα οικονομικά ζητήματα και στις συνθήκες εργασίας.

Στο εσωτερικό της συνδικαλιστικής ιεραρχίας, η οργανωτική πειθαρχία εμπόδιζε δομικά την έκφραση προσωπικών διαφορών και διαφωνιών. Αυτό οδηγούσε σε μια υπερτίμηση του ρόλου της συνδικαλιστικής ηγεσίας που έπαιρνε συνήθως τα χαρακτηριστικά της αφοσίωσης και της πίστης. Η κυριαρχία της μάζας των απλών μελών της συνδικαλιστικής οργάνωσης κατέληγε να είναι μια τυπική και ανυπόστατη αναφορά. Το ν’ ανέβει κανείς τα σκαλοπάτια της συνδικαλιστικής ιεραρχίας αποτελούσε ένα είδος κοινωνικής προαγωγής. Αυτός ο ακτιβισμός κοινωνικής ανόδου (militantisme de promotion sociale) στηριζόταν στην ύπαρξη υλικών και συμβολικών ανταμοιβών (προσωπικό γόητρο, επιτάχυνση της επαγγελματικής καριέρας, φήμη στην μικρο-κοινωνία των συναδέλφων, άσκηση καθηκόντων εκπροσώπησης, κλπ.). Η αξιακή απόσβεση αυτών των ανταμοιβών στο σημερινό σύστημα εργασιακών σχέσεων και η αδυναμία του παραδοσιακού προτύπου συνδικαλιστικής οργάνωσης να ανταποκριθεί στις ανάγκες μιας αποκαθετοποιημένης και συμμετοχικής επικοινωνίας αποτελούν δύο από τις βασικές αιτίες που εξηγούν τη διάχυτη αίσθηση «ασυνέχειας» και «αποδιοργάνωσης» σε σχέση με την προηγούμενη περίοδο.

Αυτό που άλλοτε ήταν «κεκτημένο», «δεδομένο», τίθεται σήμερα υπό αίρεση. Η αναπαραγωγή της οργάνωσης γίνεται ολοένα και πιο προβληματική. Οι πρακτικές δυσκολίες καθημερινής δράσης συσσωρεύονται, εμφανίζονται ως μη τιθασσεύσιμες. Κυρίως, ο συνδικαλισμός βρίσκεται αντιμέτωπος με αντιθετικούς μετασχηματισμούς των κοινωνικών σχέσεων εργασίας: μαζική συμμετοχή των γυναικών στη δομή της απασχόλησης, πρωτοκαθεδρία του τριτογενή τομέα της οικονομίας, θεαματική άνοδος του ειδικού βάρους των νέων πτυχιούχων, ανεργία και προσωρινή απασχόληση, νέες διευθυντικές μέθοδοι αναδιοργάνωσης της εργατικής δύναμης, κλπ. Η εμφάνιση των νέων κοινωνικών κινημάτων, των οποίων ο άξονας αναφοράς δεν είναι η εργατική κουλτούρα αλλά οι ετερογενείς πολιτισμικές και κοινωνικές συνιστώσες του μεταμοντέρνου καπιταλισμού, τροποποιεί τους όρους και τις προοπτικές της κοινωνικής διαμάχης. Το διεθνιστικό κίνημα αντίστασης στην καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση διαπερνάει το συνδικαλιστικό κίνημα. Για να εκπληρώσει τα καθήκοντα υπεράσπισης των συμφερόντων των εργαζομένων, ο συνδικαλισμός έχει ανάγκη από μια στρατηγική, πολιτική και οργανωτική ανασυγκρότηση.

3. Το εργοτάξιο της συνδικαλιστικής ανανέωσης

Η κοινωνική εργασιακή σχέση αλλάζει. Οι διαθέσεις, οι ανάγκες και οι προσδοκίες των εργαζομένων μεταβάλλονται με ένα απρόβλεπτο τρόπο, με ένα πρωτόγνωρο ρυθμό. Όπως ακριβώς οι επιχειρήσεις, έτσι ακριβώς και οι συνδικαλιστικές οργανώσεις λειτουργούν, εκεί που υπάρχουν (η συνδικαλιστική παρουσία στους χώρους εργασίας αφορά λιγότερο από το 50% των Γάλλων μισθωτών), σαν μονάδες ταχείας επέμβασης (task force). Οι συνδικαλιστές ζουν ένα είδος επιτάχυνσης της ακτιβιστικής χρονικότητας που παρουσιάζεται όλο και πιο συντετμημένη, αποσπασματική. Η περίμετρος της παρέμβασής τους διευρύνεται ενώ το περιεχόμενο των καθηκόντων που καλούνται να εκπληρώσουν απαιτεί αυστηρή μελέτη και προετοιμασία. Το φύλλο πορείας των εργοδοτικών διευθύνσεων είναι ξεκάθαρο: εκσυγχρονισμός, ευλύγιστη εργασία, αέναη οργανωτική καινοτομία. Οι μεταρρυθμίσεις διαδέχονται η μια την άλλη, τα θέματα της ημερήσιας διάταξης πληθαίνουν, οι προθεσμίες στενεύουν.

Από την άλλη μεριά, η εξέλιξη των αντιλήψεων και των νοοτροπιών καθιστά σχεδόν αδύνατη τη διεξαγωγή συνδικαλιστικών δραστηριοτήτων (συνεδριάσεις, κινητοποιήσεις, επιμορφωτικά σεμινάρια, κλπ.) εκτός του χρόνου εργασίας. Η τάση αυτή είναι ακόμα πιο έκδηλη στους νέους και στις γυναίκες. Η μείωση του νόμιμου χρόνου εργασίας (εβδομάδα των 35 ωρών) όπως και η μερική απασχόληση ενισχύουν τα φαινόμενα «φυγής» από την επιχείρηση. Η συνδικαλιστική δραστηριότητα διεξάγεται ουσιαστικά στα πλαίσια του αναγκαστικού χρόνου εργασίας και όχι κατά τη διάρκεια του ελεύθερου χρόνου. Πρόκειται για μια σημαντική διαφορά με τον πολιτικό και τον πολιτισμικό ακτιβισμό που λειτουργεί σε ένα τελείως διαφορετικό πεδίο αυτο-προαίρετων καταναγκασμών και κοινωνικών προσδιορισμών. Υπάρχουν, βέβαια, ορισμένες περίοδοι όπου οι συνδικαλιστές αγωνίζονται χωρίς να μετρούν το χρόνο, αλλά αυτό συμβαίνει σε εξαιρετικές στιγμές απορουτινοποιημένης δράσης (επαγγελματικές εκλογές, απεργίες, κοινωνικά κινήματα) και αφορά κυρίως την αγωνιστική επένδυση ορισμένων μόνιμων στελεχών που αντισταθμίζουν την υπερκινητοποίησή τους αργότερα, σε πιο «κοίλες» περιόδους. Πολλοί συνδικαλιστές, εξάλλου, δηλώνουν ότι οι ρυθμοί δραστηριότητας, καθώς και οι πιέσεις που δέχονται από την εργοδοσία, όπως επίσης και οι απαιτήσεις των συναδέλφων τους, είναι κυριολεκτικά εξουθενωτικοί. Οι νέοι και οι γυναίκες συνδικαλιστές υποστηρίζουν και εφαρμόζουν έμπρακτα την ιδέα ότι η συνδικαλιστική ένταξη και συμμετοχή δεν πρέπει να αντιμάχεται την εκπλήρωση της ατομικής ευτυχίας, της προσωπικής και οικογενειακής ζωής, του ελεύθερου χρόνου και της ψυχαγωγίας.

Κατά ένα ιδιόρρυθμο τρόπο, η «ιδιωτικοποίηση» της συλλογικής ζωής αναπαράγεται στο εσωτερικό του συνδικαλιστικού πεδίου δημιουργώντας εντάσεις, διαπροσωπικές συγκρούσεις, και μερικές φορές, αφορμές για τη μετάθεση της προδιάθεσης για διεκδικητική δράση έξω από το πλαίσιο της επιχείρησης και των εργασιακών σχέσεων. Μερικοί συνδικαλιστές λειτουργούν a minima στο επαγγελματικό πεδίο, αφιερώνοντας χρόνο και ενέργεια σε άλλες μορφές ακτιβισμού, λιγότερο περιοριστικές. Αυτός ο ακτιβισμός à la carte θα μπορούσε να αντιπροσωπεύει ένα αυθεντικό εμπλουτισμό της συνδικαλιστικής ζωής, ένα άνοιγμα στην ποικιλομορφία και τη δημιουργικότητα του κοινωνικού στοιχείου. Όμως συχνά εκφέρεται και βιώνεται σαν μια προσωπική απάντηση απέναντι στα λειψά υλικά και συμβολικά κίνητρα συνδικαλιστικής συμμετοχής. Εξ ου και η παράδοξη θέση του συνδικαλισμού. Από τη μια μεριά, χρειάζεται να αγγίξει την προσοχή των μισθωτών, να αγκιστρώσει το ενδιαφέρον τους και να τους οδηγήσει στην οργανωμένη πάλη προτείνοντάς τους άμεσα και προσωποποιημένα καθήκοντα. Από την άλλη, το αντίτιμο που προσφέρεται στην πλειονότητα των συνδικαλιστών με όρους κοινωνικής αναγνώρισης και ηθικών οφελών (bénéfices moraux) παύει να είναι ελκυστικό, συρρικνώνεται, απαξιώνεται.

[quote text_size=”small”]

Η κυριότερη δυσκολία προσαρμογής στη νέα κοινωνική πραγματικότητα βρίσκεται αλλού. Πρόκειται για τη δυσχέρεια του συνδικαλισμού και των νέων κοινωνικών κινημάτων να πραγματοποιήσουν μια «νοηματική χαρτογραφία» (cognitive mapping)2 του ανεπτυγμένου καπιταλισμού και να πιστοποιήσουν με ενάργεια τα χαρακτηριστικά ενός συστημικού αντιπάλου που μοιάζει αδιόρατος, σε αντίθεση με τον διακριβωμένο ταξικό αντίπαλο της φορντικής οικονομικοπολιτικής ρύθμισης. Η συστημική λογική είναι αδήριτη και αποθαρρυντική. Αποτελεί μια συμπαγή ολότητα που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί τμηματικά χωρίς να τεθεί παράλληλα υπό αίρεση η καταστατική της συνοχή

[/quote]

. Η δύναμη, αλλά και η αδυναμία της, είναι αυτή ακριβώς η σφαιρική άρθρωση. Ο αντίπαλος είναι τρομακτικά υπαρκτός και αισθητός, αλλά ταυτόχρονα αφανής και καταχθόνιος. Λειτουργεί αποστασιοποιημένα χωρίς να εκλαμβάνει την ανθρωπολογική εικόνα του παρωχημένου «ταξικού δέους» (πάλη των «δύο στρατοπέδων»), αλλά οι συνέπειές του είναι άμεσες και επώδυνες. Αναμφίβολα δεν είναι ακαταμάχητος. Όμως, η αποτελεσματικότητα της πάλης ενάντια στις μετανεωτερικές μορφές εκμετάλλευσης και κοινωνικής κυριαρχίας εξαρτάται από την ικανότητα των κινημάτων να «συναρμολογήσουν» ολόκληρη την αλυσίδα των κοινωνικών καθορισμών ανατρέχοντας μέχρι τα θεμέλια της συστημικής ηγεμονίας. Πρόκειται όμως για ένα εξαιρετικά περίπλοκο αναλυτικό και στρατηγικό εγχείρημα.

Τελικά το συνδικαλιστικό κίνημα, με όλες τις υποδιαιρέσεις και τις αυτοαναιρέσεις του, βρίσκεται σε αμυντική θέση. Δεν είναι φυσικά νοκ-άουτ αλλά κυριολεκτικά στη γωνιά του ρινγκ. Καμιά οργάνωση δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι έχει μια λεωφόρο μπροστά της. Σε δημογραφικό επίπεδο, προβλέπεται μαζική αποχώρηση λόγω συνταξιοδότησης έμπειρων συνδικαλιστών στελεχών στα επόμενα δέκα χρόνια. Ένας αγώνας δρόμου διεξάγεται για να ανανεωθεί και να ισχυροποιηθεί ο συνδικαλισμός προτού η αλλαγή της ηλικιακής πυραμίδας αποψιλώσει την ήδη ισχνή παρουσία του στους περισσότερους εργασιακούς χώρους.

Από οργανωτική άποψη, η αποσαγήνευση του συνδικαλιστικού ακτιβισμού εκ των έσω είναι μια προχωρημένη διαδικασία. Δεν είναι φυσικά αντιληπτή από τον καθένα, ούτε είναι πάντα ιδεολογικά τεκμηριωμένη. Μερικές φορές εκφράζεται με ένα είδος καχυποψίας των απλών μελών απέναντι στις συνδικαλιστικές ηγεσίες. Η εντύπωση ότι αυτοί που παίρνουν σημαντικές αποφάσεις στο κεντρικό επίπεδο είναι συχνά αποκομμένοι από τη βιωμένη πραγματικότητα των εργαζομένων και ότι ζουν στο δικό τους πλανήτη είναι διάχυτη. Αλλά τις περισσότερες φορές αυτή η καχυποψία παραμένει βουβή, απωθημένη. Ή ακόμα εμφανίζεται αρνητικά σαν απροθυμία συμμετοχής στο συνδικαλιστικό καταμερισμό εργασίας. Η καθετοποιημένη δομή της οργάνωσης απωθεί, χωρίς αυτή η αποστασιοποίηση να μετασχηματίζεται αυτόματα σε συμμετοχική προδιάθεση.

Ένα άλλο σημείο τριβών και προβληματισμών είναι το ζήτημα της «επαγγελματοποίησης». Η ύπαρξη μόνιμων συνδικαλιστών, μακριά από τις ανησυχίες επαγγελματικής καριέρας μέσα στην επιχείρηση (τουλάχιστον για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα), αποτελεί ένα αδιαμφισβήτητο πλεονέκτημα για να οργανωθεί και να καταμεριστεί η συνδικαλιστική δραστηριότητα. Έχει όμως σοβαρές συνέπειες στο πολιτικό, ιδεολογικό και ψυχολογικό επίπεδο στο βαθμό που οι «αποσπασμένοι» (détachés) τείνουν με το χρόνο να αποξενωθούν από το αρχικό τους περιβάλλον και την αμεσότητα της καθημερινής εργασιακής σχέσης. Το νόημα της κριτικής που ασκείται απέναντι στην επαγγελματοποίηση είναι ξεκάθαρο: οι συνδικαλιστές οφείλουν να κατέβουν από το βάθρο τους, να ξαναγυρίσουν στους εργασιακούς χώρους μετά από μερικά χρόνια «καλών υπηρεσιών», να παραχωρήσουν τη σκυτάλη και τις αρμοδιότητες που διαχειρίζονται στους νέους αγωνιστές. Ο συνδικαλισμός είναι μια πραγματική απασχόληση που προϋποθέτει ικανότητες, κατάρτιση και εμπειρία, δεν αποτελεί όμως επάγγελμα.

Η συνδικαλιστική βάση είναι εξαιρετικά ευαίσθητη στα ζητήματα εφαρμογής νέων κανόνων λειτουργίας που περιορίζουν το χρονικό εύρος της εκλόγιμης θητείας και επιταχύνουν την κύκλιση των αντιπροσώπων στα θεσμικά όργανα εκπροσώπησης. Η τάση αποεπαγγελματοποίησης της συνδικαλιστικής ζωής εκφράζει ένα αντανακλαστικό επιβίωσης ούτως ώστε να ευθυγραμμιστεί η κοινωνιολογία του ακτιβισμού με τη πολυκεντρικότητα της μισθωτής σχέσης στις σημερινές της εκφάνσεις και διαστάσεις. Μια τέτοια ευθυγράμμιση προϋποθέτει την επαναθεμελίωση του τρόπου λειτουργίας του συνδικαλισμού. Ο δημοκρατικός διάλογος, η πραγματιστική στάση απέναντι στα καίρια και επείγοντα προβλήματα των εργαζομένων, η εξισορροπημένη άρθρωση ανάμεσα στην ατομική ταυτότητα και τη συλλογικότητα, η πρακτική αναγνώριση του ρόλου των μελών και η αποτελεσματική αξιοποίηση των ικανοτήτων τους τόσο στο εσωτερικό της οργάνωσης όσο και στην εν γένει συνδικαλιστική αντιπροσώπευση είναι συστατικά στοιχεία της συνδικαλιστικής ανανέωσης. Φυσικά, η δημοκρατική συμμετοχή δεν πραγματοποιείται με βάση κάποιο διάταγμα καλής θέλησης. Προετοιμάζεται με μια σειρά μέτρων που ανατρέπουν την παραδοσιακή δομή εξουσίας και λειτουργίας του συνδικαλισμού. Πολλές εμπειρικές έρευνες δείχνουν ότι τα τελευταία χρόνια γίνεται μια πραγματική αθόρυβη επανάσταση, επισφραγίζοντας αμεσοδημοκρατικές κατευθύνσεις, σε ορισμένα κομμάτια του γαλλικού συνδικαλιστικού κινήματος.3

4. Καταληκτικές παρατηρήσεις

Υπό ποιες συνθήκες θα μπορούσε το συνδικαλιστικό κίνημα να ανακάμψει και να αναβαθμίσει το ρόλο του στη σημερινή συγκυρία; Είναι βέβαιο ότι το κινηματικό μέλλον του συνδικαλισμού εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την επέκταση του πεδίου συγκρουσιακότητας. Αυτό δεν σημαίνει φυσικά ότι πρέπει να εγκαταλειφθεί η παραδοσιακή σφαίρα παρέμβασης (η κοινωνική σχέση εργασίας) προς όφελος των λεγόμενων μετα-υλιστικών θεματικών (όπως το περιβάλλον, οι πολιτισμικές αναζητήσεις και ιδιαιτερότητες, τα δικαιώματα των μειονοτήτων, κλπ.). Αντίθετα, χρειάζεται να επαναπροσδιοριστεί το πεδίο συνδικαλιστικής δράσης στην αδιάρρηκτη σχέση του με τη γενική κοινωνική εξέλιξη. Αυτό προϋποθέτει μια επιθετική στάση απέναντι στη νεοφιλελεύθερη ανασυγκρότηση της επιχείρησης, μια πολιτική μακροπρόθεσμων κοινωνικών στοχεύσεων πέρα από τις άμεσες διεκδικήσεις. Τρεις στρατηγικοί άξονες θα μπορούσαν να σηματοδοτήσουν τη φιλοδοξία μιας τέτοιας κινηματικής ανασυγκρότησης.

1. Στη σημερινή περίοδο η κλίμακα των εργασιακών αντιπαραθέσεων διευρύνεται αντικειμενικά στο βαθμό που οι διαδικασίες λήψης αποφάσεων των επιχειρήσεων εκτυλίσσονται πλέον σε διεθνικό επίπεδο. Σ’ αυτές τις συνθήκες, ο συνδικαλισμός δεν μπορεί να παραμείνει «έγκλειστος» στο εθνικό πλαίσιο «ταξικής πάλης» αλλά χρειάζεται να κατασκευάσει καινούρια όργανα και δίκτυα διεθνούς αλληλεγγύης. Μερικά τέτοια συντονιστικά όργανα υπάρχουν, όπως για παράδειγμα οι ευρωπαϊκοί σύλλογοι εργαζομένων (comités européens d’entreprise). Η συνολική διαδικασία είναι ωστόσο στα σπάργανά της.

Από ποιους αγωγούς θα περάσουν και με ποιο ρεπερτόριο συλλογικής δράσης θα εκφραστούν οι συνδικαλιστικές κινητοποιήσεις γύρω από τα ευρωπαϊκά διακυβεύματα (κοινωνικά φόρουμ, Ευρωπαϊκή Συνομοσπονδία Συνδικάτων, ευρωαπεργίες, κλπ.); Από ιστορική άποψη, ήταν σίγουρα πιο εύκολο να οργανωθεί μια διαδήλωση ενάντια στον πόλεμο του Βιετνάμ ή υποστήριξης της Κούβας και της Νικαράγουας παρά να γίνει μια απεργία στην Γαλλία ή την Ισπανία συμπαράστασης στους απολυμένους Βέλγους εργάτες της αυτοκινητοβιομηχανίας του Vilvoorde. Το διακύβευμα είναι να ξεπεραστεί η ιδέα της διεθνούς αλληλεγγύης που περιορίζεται αποκλειστικά σε διμερείς ή πολυμερείς επαφές ανάμεσα σε θεσμικές αντιπροσωπείες.

2. Το περιεχόμενο των διεκδικήσεων του συνδικαλισμού μετασχηματίζεται με βάση την εξέλιξη των κοινωνικών αναγκών και των τρόπων ζωής. Η διχοτομία ανάμεσα στις υλικές διεκδικήσεις (που εξομοιώνονται αυτόματα με τον οικονομισμό) και στις λεγόμενες μετα-υλιστικές προσεγγίσεις (πολιτισμικές, κοινωνιακές) εμφανίζεται ολοένα και πιο σαθρή. Ορισμένες «ποσοτικές» διεκδικήσεις αποκτούν σήμερα ένα έκδηλο ποιοτικό περιεχόμενο.

Για παράδειγμα, το ζήτημα του μισθού αποκτά μια βιοπολιτική διάσταση σαν δείκτης αποτίμησης των ικανοτήτων και των επαγγελματικών υπευθυνοτήτων που αντανακλούνται στο επίπεδο μισθωτής αμοιβής, αλλά επίσης, σαν δείκτης κοινωνικής κατάταξης που καθορίζει την πρόσβαση των ατόμων σε κωδικοποιημένα πρότυπα κατανάλωσης και κοινωνικής διάκρισης. Αυτή η λειτουργία συμβολικής αναγνώρισης που κάποτε περιοριζόταν στα μεσαία και ανώτερα στρώματα των μισθωτών τείνει τώρα να γενικευτεί στο σύνολο των εργαζομένων. Η πάλη για την άνοδο της αγοραστικής δύναμης εμφανίζεται όχι απλά σαν ένα οικονομικό αίτημα αλλά σαν ένας αγώνας για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.

3. Ο τελευταίος στρατηγικός άξονας αφορά την ικανότητα ανάκαμψης και προσαρμογής του συνδικαλισμού στη νέα κοινωνιολογία της εύκαμπτης εργασίας (προσωρινή απασχόληση, υπηρεσίες, νέοι πτυχιούχοι, κλπ.). Μια πολιτική συνδικαλιστικοποίησης θα αποτελούσε ένα πολλαπλασιαστή δύναμης για την υπεράσπιση και τη διεύρυνση των κοινωνικών δικαιωμάτων της εργασίας. Η συνδικαλιστική ένταξη είναι το «νεύρο του πολέμου». Αποτελεί βασικό συστατικό στοιχείο του συσχετισμού δυνάμεων απέναντι στην εργοδοσία και λυδία λίθο της συμμετοχικής δημοκρατίας στην επιχείρηση. Μόνο σε μια τέτοια βάση θα μπορούσαμε να αντιμετωπίσουμε ελπιδοφόρα τη ζεύξη του συνδικαλισμού με το ευρύτερο κοινωνικό κίνημα.

Βιβλιογραφία

Contrepois, Sylvie, 2003, Syndicats, la nouvelle donne. Enquête sociologique au cœur d’un bassin industriel, Paris, Syllepse.

Jameson, Fredric, 1991, Postmodernism, or, the Cultural logic of Late Capitalism, Duke, Duke University Press.

Lavau, Georges, 1981, À quoi sert le Parti communiste français?, Paris, Fayard.

Pernot, Jean-Marie, 2005, Syndicats : lendemains de crise?, Paris, Gallimard.

Tarrow Sidney, 1994, Power in mouvement: social mouvements, collective action and politics, Cambridge, Cambridge University Press.

Vakaloulis, Michel, 2007, Le syndicalisme d’expérimentation, Paris, PUF.

Περαιτέρω μελέτες

Beroud Sophie, Mouriaux René, Vakaloulis Michel, 1998, Le mouvement social en France. Essai de sociologie politique, Paris, La Dispute.

Branciard Michel, 1982, Syndicat et partis. Autonomie ou dépendance, Tome I (1879-1947) ; Tome II (1948-1981), Paris, Syros.

Chazel François (dir.), 1993, Action collective et mouvements sociaux, Paris, PUF.

Contrepois Sylvie, 2003, Syndicats, la nouvelle donne. Enquête sociologique au cœur d’un bassin industriel, Paris, Syllepse.

Denis Jean-Michel, 1996, Les coordinations, Paris, Syllepse.

Dethyre Richard, 1998, Chômeurs, la révolte ira loin, Paris, La Dispute.

Duchesne Françoise, Vakaloulis Michel (dir.), 2003, Médias et luttes sociales, Paris, éditions de l’atelier.

Gobin Corinne, 1997, L’Europe syndicale, Bruxelles, Labor.

Ion Jacques, 1997, La fin des militants ?, Paris, Éditions de l’Atelier.

Le Duigou Jean-Christophe, 2005, Demain le changement. Manifeste pour un nouveau syndicalisme, Paris, Armand Colin.

Leneveu Claude, Vakaloulis Michel (dir.), 1998, Faire mouvement. Novembre-décembre 1995, Paris, PUF.

Mann Patrice, 1991, L’action collective. Mobilisation et organisation des minorités actives, Paris, Armand Colin.

Mathieu Lilian, 2004, Comment lutter. Sociologie et mouvements sociaux, Paris, Les Éditions Textuel.

Mouriaux René, 1998, Crises du syndicalisme français, Paris, Montchrestien.

—, 1994, Le syndicalisme en France depuis 1945, Paris, La Découverte.

—, 1985, Syndicalisme et politique, Paris, Les Éditions ouvrières.

Neveu Erik, 1996, Sociologie des mouvements sociaux, Paris, La Découverte.

Pernot Jean-Marie, 2005, Syndicats : lendemains de crise ?, Paris, Gallimard.

Perrin Évelyne, 2004, Chômeurs et précaires. Au cœur de la question sociale, Paris, La Dispute.

Vakaloulis Michel, Pierre Cours-Salies, Jean Lojkine (dir.), 2006, Nouvelles luttes de classes ? Paris, PUF.

—, Pierre Cours-Salies (dir.), 2003, Les mobilisations collectives. Une controverse sociologique Paris, PUF.

—, 2001, Le capitalisme post-moderne. Éléments pour une critique sociologique, Paris, PUF.

— (dir.), 2001, Travail salarié et conflit social. Paris, PUF.

Tarrow Sidney, Meyer David (ed.), 1998, The social movement society: contentious politics for a new century, Lanham, Rowman and Littlefield.

Το κείμενο δημοσιεύεται στο περιοδικό “ΘΕΣΕΙΣ”

ΚΑΤΕΒΑΣΤΕ ΤΟ APP

Download on the App Store

Μοίρασε το

του αρθρογράφου

ideas change society

Αφήστε μια απάντηση

Σχόλια

Μπες στη συζήτηση

Κάνε εγγραφή για να αφήσεις τα σχόλιά σου

Κάνε εγγραφή για να αφήσεις τα σχόλιά σου