Είναι κοινός τόπος ότι ο βαθμός παρεμβατικότητας των μνημονιακών μέτρων οικονομικής πολιτικής δεν συμβάδιζε ποτέ με τον βαθμό αποδοτικότητας τους. Τα περιθώρια όμως σήμερα στενεύουν. Ειδικά μετά την ανακοίνωση της ΕΛΣΤΑΤ για μειωμένο στόχο ανάπτυξης (1,4%) το 2017. Αυτό φυσικά προκύπτει και όταν μελετήσει κανείς τις μεταβολές στα ”ποιοτικά” μεγέθη (πχ. ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου, εξαγωγές, κ.α). Είναι εμφανές ότι η οικονομική πολιτική πρέπει να λειτουργεί πλέον όχι μόνο ως φοροεισπρακτικό εργαλείο. Αλλά κυρίως για να εξασφαλιστεί ένα αρκετά υψηλό και σταθερό επίπεδο επενδύσεων.
Αξίζει πάντως να μην ξεχνάμε ότι δεν είμαστε ”κανονική” Οικονομία. Με εξοντωτικούς στόχους πλεονασμάτων, με περιορισμούς στην κίνηση κεφαλαίων και με μή ορατούς στο μέλλον βιώσιμους ρυθμούς ανάπτυξης, είναι πολύ δύσκολη η διατήρηση της “σταθερότητας”. Ειδικά για ένα κράτος που αναγκάστηκε να στραφεί από τη χρηματοδότηση του δημοσίου ελλείμματος με την έκδοση ομολόγων (αγορές) στη χρηματοδότηση του διαμέσου της φορολογίας.
ΖΗΤΟΥΜΕΝΟ Η ΜΑΚΡΟΧΡΟΝΙΑ ΣΤΑΘΕΡΟΤΗΤΑ
Κανείς φυσικά δεν παρατηρεί. Και κανείς δεν αναλύει το λάθος πίσω απο τις περιβόητες μεταρρυθμίσεις που ζητάνε οι Θεσμοί.
Η πραγματικότητα είναι ότι η Ελλάδα χρειάζεται θεσμικές ρυθμίσεις που ενισχύουν τη μακροχρόνια σταθερότητα. Όχι ρυθμίσεις ως υποκατάστατο των συντονιστικών χειρισμών. Κοινώς, να μην εκτοπίζεται ο ιδιωτικός τομέας από το κρατικοδίαιτο κομμάτι της Οικονομίας.
Ψιλά γράμματα, θα πεί κάποιος. Και όμως, ας αφήσουμε μερικές φορές τις έννοιες να μας δείχνουν τον δρόμο. Μάλλον όμως αυτό το λάθος δεν το κατάλαβε καμία κυβέρνηση. Διότι όλες ”έβλεπαν” τον βραχυπρόθεσμο χρόνο ζωής τους, όπως και η τωρινή.
Είναι αστείο να μιλάμε για προσδοκίες αύξησης των ιδιωτικών επενδύσεων. Όταν το τραπεζικό σύστημα δεν είναι σε κανονική λειτουργία (capital controls). Όταν οι στόχοι των πλεονασμάτων δεν επιτρέπουν ραγδαία μείωση των φορολογικών συντελεστών.Όμως:
το πώς μειώνεται η συνολική ζήτηση όταν η οικονομία πλησιάζει ένα κορυφαίο σημείο του οικονομικού κύκλου, και το πώς προσαρμόζονται οι δημόσιες δαπάνες ώστε να διατηρείται σταθερή η συναθροιστική ζήτηση.
Οι έννοιες, όπως ανέφερα, είναι ”ξεχασμένες” στην Ελλάδα των μνημονίων. Πολύ φοβάμαι ότι δεν νοηματοδοτούνται σωστά από τους φορείς χάραξης οικονομικής πολιτικής (Θεσμοί, κυβέρνηση)
ΕΘΝΙΚΌ ΣΥΜΒΟΎΛΙΟ ΕΠΕΝΔΎΣΕΩΝ Vs ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΉ ΤΡΆΠΕΖΑ
Η πρόταση για ένα Εθνικό Συμβούλιο Δημοσίων Επενδύσεων (ΕΣΔΕ) τίθεται με άξονα την κατάρτιση ”ασφαλούς” στρατηγικής ανάκαμψης της Οικονομίας, παρά την περίφημη ”Εθνική Αναπτυξιακή Στρατηγική 2021” και τις εξαγγελίες για τόνωση της αγοράς με την δημιουργία Αναπτυξιακής Τράπεζας. Όλα τα πλάνα, όλα τα σχέδια μακροπρόθεσμης ανάπτυξης σε μια ιδιόμορφη Οικονομία σαν την δική μας, έχουν νόημα πάντα σε σχέση με το χρόνο που χρειάζονται να ωριμάσουν.
Μια ευρεία συναίνεση, μια “εθνική συμφωνία”, είναι σήμερα αναγκαία, παρά το θολό κυβερνητικό αφήγημα περί καθαρής εξόδου από τα μνημόνια.
Στόχος ενός διακομματικού Συμβουλίου σαν αυτό που προτείνω πρέπει να είναι πρώτα απ όλα η επαναδιαπραγμάτευση των εξοντωτικών στόχων για τα πλεονάσματα των επόμενων ετών. Οι Θεσμοί πρέπει να πειστούν ότι υπάρχει ισχυρή βούληση και συμφωνία απο το σύνολο του πολιτικού προσωπικού της χώρας, σχετικά με αυτό το θέμα. Χωρίς διακομματική συναίνεση από το Κοινοβούλιο καμία κυβέρνηση δεν θα μπορέσει να μειώσει τους ανέφικτους αυτούς στόχους.
Το Εθνικό Συμβούλιο Δημοσίων Επενδύσεων πρέπει ταυτόχρονα να μεριμνήσει για την εφαρμογή ενός μείγματος παρεμβατικών μέτρων τόνωσης της Οικονομίας. Αυτονόητες κινήσεις μοιάζουν ως εξωπραγματικές. Και ποτέ δεν προχωρήσαμε ουσιαστικά σε αυτές, περιμένοντας απλά την αυτόματη άνοδο των ιδιωτικών επενδύσεων. Π.χ συμπράξεις δημοσίου και ιδιωτικού τομέα, έκδοση ειδικών αναπτυξιακών ομολόγων για έργα υποδομών, χρηματοδότηση απο Ευρωπαική Τράπεζα Επενδύσεων, πρόσβαση σε αναπτυξιακούς διεθνείς φορείς, κ.α.
ΕΜΦΑΣΗ ΣΤΗΝ ΈΡΕΥΝΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΚΑΙΝΟΤΟΜΊΑ
Εννοείται ότι ένα τέτοιο Συμβούλιο πρέπει να χαράξει στρατηγική για αύξηση κονδυλίων σε έρευνα και καινοτομία καθότι στην χώρα μας έχει αλλοιωθεί το ”λογισμικό της παραγωγής”. Πόσο μάλλον σε μια εποχή που οι κοινωνικές συνθήκες διάχυσης της Γνώσης δεν ήταν ποτέ πιο πρόσφορες (διαδίκτυο, υψηλή τεχνολογία, κ.α)
Όλοι ξέρουμε πλέον ότι οι ευκαιρίες απασχόλησης μειώνονται για όσους δεν ακολουθούν τον ακριβό δρόμο της εξειδίκευσης.
Και γνωρίζουμε ότι οι ανισότητες αυτών των ευκαιριών εξειδίκευσης είναι αυτές που σηματοδοτούν τις κοινωνικές ανισότητες (βλ.Το Κεφάλαιο στον 21ο αιώνα, T.Piketty, εκδ. Πόλις)
Η χώρα δεν μπορεί να παραμένει στον αυτόματο πιλότο. Δεν είναι η εποχή για πειραματισμούς με τον αυτοματισμό (ισορροπία τιμών σε προσφορά-ζήτηση εργασίας) της οικονομικής ορθοδοξίας. Χωρίς να κτιστεί ξανά το μεταπολιτευτικό κομματικό κράτος και το σαθρό επιχειρηματικό Δημόσιο πρέπει να αυξηθούν οι δημόσιες δαπάνες. Να τονωθεί η Οικονομία. Αυτό δεν σημαίνει φυσικά νεοκρατισμό με αθρόες προσλήψεις στο Δημόσιο. Πολλοί θα θεωρήσουν υπερβολική και ίσως επικίνδυνη την έννοια της κρατικής παρέμβασης. Δεν γίνεται όμως διαφορετικά, δεν σηκώνει άλλη αναμονή η ελληνική κοινωνία.
ΜΕΙΩΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ ΑΥΞΗΣΗ ΚΑΤΩΤΑΤΟΥ ΜΙΣΘΟΥ
Εντός του 2018 πρέπει να αυξηθεί ο κατώτατος μισθός, αυτή η τόσο περιθωριοποιημένη δύναμη στο οικονομικό γίγνεσθαι. Και για αντιστάθμισμα στο αυξημένο κόστος των επιχειρήσεων που θα προκύψει, πρέπει να μειωθούν οι φορολογικοί συντελεστές. Δεν θα τονωθεί αλλιώς η ζήτηση για κατανάλωση και κατά συνέπεια δεν θα είναι βιώσιμα τα δημόσια έσοδα.
Πολλοί σε αυτό το σημείο επικαλούνται ως πρότυπο γειτονικά κράτη, πχ. Βουλγαρία, με φορολογία 10%. Ας μην ξεχνούν ότι ο βασικός μισθός εκεί είναι περίπου στα 425 λέβα (δηλ. 217 ευρώ). Εκεί θέλουμε να φθάσουν τα πράγματα αναμένοντας την ”αυτόματη ανάπτυξη”; Όσοι θεωρούν ότι οι χαμηλοί μισθοί είναι ”μεταρρύθμιση για βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της Οικονομίας”, καλό είναι να το λένε ξεκάθαρα στους Έλληνες.
Οι ιδιωτικές επενδύσεις θα τονωθούν μόνο όταν λειτουργήσει κανονικά το τραπεζικό σύστημα. Μέχρι τότε, κάποια εργαλεία πρέπει να χρηματοδοτήσουν την ανάπτυξη του τόπου. Κάποιες κινήσεις πρέπει να γίνουν ώστε να τονωθεί η ζήτηση και το εισόδημα. Ας μην κρυβόμαστε άλλο πίσω από το δάχτυλο μας: Τυφλή πίστη στους θεωρητικούς αυτοματισμούς περί βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας. Και συνεχή ευχολόγια για το αυτονόητο (δημιουργία ελκυστικού επενδυτικού κλίματος) θα είχαν νόημα εάν μιλούσαμε για μια κανονική Οικονομία. Και επιμένω: στην παρούσα φάση, δεν είμαστε για τέτοια…
Διαβάστε το προηγούμενο άρθρο του Ηλία Καραβόλια στο new deal