60 ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ Ο Λ-Φ ΣΕΛΙΝ ΕΞΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΝΑ ΔΙΧΑΖΕΙ: COGITATIONIS MEMO POENAM PATITUR

Μοίρασε το

Ακόμη κι εξήντα χρόνια, που φέτος συμπληρώνονται, από τον θάνατό του, η διαγωγή του Λουΐ –Φερντινάν Ντεστούς—ευρύτερα γνωστού με το λογοτεχνικό του παρανόμι Σελίν—, πανθομολογημένα ενός από τους μεγαλύτερους συγγραφείς του 20ου αιώνα, εξακολουθεί να διχάζει τους ασχολούμενους με τη λογοτεχνία.

Είναι τωόντι δύσκολο να χωνέψει εκείνος που έχει κάποια στιγμή καταπιασθεί, σαγηνευθεί και βυθισθεί στην ανάγνωση των αφοριστικών του προτάσεων σε μεγαλειώδη έργα όπως «Το ταξίδι στο τέλος της νύκτας», το «Θάνατος επί πιστώσει», ή το «Ριγκοντόμ», ακατόρθωτο λέγω, όποιος έχει θελγεί από τη βιτριολική ευστοχία με την οποία η πέννα του Σελίν έχει ανατάμει (σαν τα ιατρικά εργαλεία που επαγγελματικά χρησιμοποιούσε ο συγγραφέας τους) την πυώδη επιφάνεια της κοινωνίας και της ανθρώπινης ψυχής, κανένας, μα κανένας, δε δύναται να διανοηθεί πώς η μεγαλοφυΐα τούτη μπόρεσε να μετεξελιχθεί σ’ έναν απηνή αντισημίτη, σ’ έναν θιασώτη του ολοκληρωτισμού—και μάλιστα με τέτοια ζέση και τόσο δόσιμο, όπως φανερώνουν τα μισαλλόδοξα φυλλάδιά του από τις «Μπαγκατέλες για μια σφαγή».

Για εξήντα χρόνια, ο προβληματισμός για τη στάση απέναντι στον Σελίν ακολούθησε την ίδια οδό που υιοθέτησε η παγκόσμια πνευματική σκηνή για τιτάνες όπως ο Έζρα Πάουντ, ή ο Μάρτιν Χάιντεγγερ. Απλώς διαχώρισε την προσωπική, ειδική κι ιδιαίτερη, ηθική συμπεριφορά από την οικουμενική αξία και την αξιακή σημασία του έργου τους, απαγκιστρώνοντας το πρόσωπο από τα προϊόντα του πνεύματός του και συχνά –όπως στην περίπτωση του Σελίν—καταδικάζοντας στην εκδοτική λήθη τα ‘ύποπτα’, ή ‘καταδικασμένα’ έργα τους, σ’ ένα σιωπηρό auto da fe’.

Πρόσφατα στην Ιταλία και με την αφορμή της παρουσίασης νέων βιβλίων που συνέπιπταν με την επέτειο του θανάτου του, η υπόθεση ‘αντισημιτισμός του Σελίν’ αναμοχλεύθηκε, φέροντας στο προσκήνιο τις διαφωνίες όσων υποστηρίζουν τον διαχωρισμό του κατακριτέου προσώπου με την αξία του έργου κι εκείνων που διακρίνουν ένα άκοπο νήμα, με βάση την ερμηνεία των πηγών πριν τη σύνθεση των ρατσιστικών του φυλλαδίων, στη μισαλλοδοξία του συγγραφέα. Πιο αυστηροί στην τελευταία θέση είναι φυσικά οι κατ’ επάγγελμα ιστορικοί, που έχοντες λιγότερη σχέση με τη λογοτεχνική συγκίνηση και βλέποντες με πιότερη ψυχραιμία τα δεδομένα και τα γεγονότα, σπουδάζουν να εξαγάγουν συμπεράσματα με γνώμονα τα αντικειμενικά—κατά το δυνατόν—και γενικευτικά κριτήρια της επιστήμης τους, φροντίζοντας να μην παρασυρθούν από τον υποκειμενικό θαυμασμό, που αυτόματα κι αναπόφευκτα προκαλεί η αυτοματική, αθυρόστομη, εύστοχη κι απελευθερωτική (όσον αφορά τα μύχια συναισθήματα και προκαταλήψεις, που αγκαλά και φωλιάζουν στην καρδιά όλων ανεξαιρέτως των ανθρώπων, σπάνια αποτολμούν να τα εκφράσουν διάτορα) πρόζα του Σελίν.

Επιτρέψτε μου, με την αφορμή τούτη να διατυπώσω κι εγώ μία γνώμη, μολονότι η βάση της αποτελείται από την εισαγωγή που είχα συντάξει για να παρουσιασθεί ένα πείραμα μετάφρασης κάποιων ενδεικτικών σημείων από τις Bagatelles, τις οποίες ήλπιζα να δημοσιεύσω σε  ‘υποτιθέμενο’ λογοτεχνικό περιοδικό, που ‘υποτίθεται’ ότι θα έβγαζε γνωστός (εγώ το αντελήφθην αργότερα) μπαταχτσής στιχουργοποιητής-θαμών καφενείων, μάλιστα σημειώνοντας και παγκόσμιο ρεκόρ πρωτοτυπίας να «πληρώσω» κιόλας για τη δημοσίευσή τους—με τη μορφή προσωρινής διευκόλυνσης για την έκδοση του περιοδικού, που ουδέποτε μου επιστράφηκε. Το γεγονός αυτό το αναφέρω γιατί κάτι τέτοια επεισόδια στη βιογραφία ανθρώπων σαν τον Σελίν (όπως η μη βράβευσή του), μπορούν να αποτελέσουν προσδιοριστικό παράγοντα για την κατοπινή διάπλασή τους, τις επιλογές τους και την κινητήριο έμπνευσή τους: στοιχεία της μικρο-βιογραφίας του υποκειμένου, που όμως είναι τόσο επικαθοριστικά για τις ηθικές αποφάσεις και τη δράση τους και τα οποία όμως μένουν παραγνωρισμένα από τη μακροσκοπική εξέταση των ξερών και στενών ιστορικών γεγονότων.

Κύριο επιχείρημα στη γραμμή τούτη του κατηγορητηρίου, που πρόσφατα επανέλαβαν οι Riccardo de Benedetti  στο βιβλίο του Céline e il caso delle “Bagatelle”  και στην αρθρογραφία του στην εφημερίδα Il Sole 24 Ore o Sergio Luzzato, δίνοντας εναρκτήριο λάκτισμα σε έναν μίνι-διάλογο με τους αντιδίκους του, αποτελεί η άποψη –που πριν αρκετά χρόνια είχε πρωτοδιατυπώσει κι ο Francesco Germinario “Céline. Letteratura politica e antisemitismo”—πως υπάρχει μία συνέχεια ανάμεσα στον Σελίν συγγραφέα και στον Ντεστούς-Σελίν λιβελλογράφο αντισημίτη. Εν ολίγοις, η αναρχική φύση του συγγραφέα, που αφορίζει την αστική κοινωνία, η χολερική του κι εν γένει μεγαλομανής ιδιοσυγκρασία του, που ριγεί από απέχθεια μπροστά στη μικρότητα και την φαυλότητα των κοινωνικών συμβάσεων και της υποκρισίας των υπερφίαλων κρατούντων και των θεσμών—μία νιτσεϊκού τύπου απέχθεια προς τη δημοκρατία, η οποία ήταν διάχυτη στους γάλλους διανοουμένους της εποχής του 30—θεωρούνται ως φυσικοί αγωγοί για την αντισημιτική κατάληξή του, που δεν ήταν τίποτε άλλο παρά η εμμανής αντανάκλαση του μίσους του για την κοινωνική κατάσταση της χώρας και της εποχής του.

Βεβαίως, στις διαπιστώσεις αυτές—που επικυρώνονται με την ιστορική μελέτη της προηγούμενης από τις «Μπαγκατέλλες» αλληλογραφίας του—τεκμαίρεται μεν ιστορικά η άποψη της συνέχειας του μένους προς την κοινωνία, ωστόσο δεν διατυπώνονται υποθέσεις για το εάν το μένος τούτο ήταν πράγματι αντιπροοδευτικό (όχι απλώς δημοκρατικό, με την τρεχούμενη χροιά που συνηθίζουμε να δίνουμε εμείς στην έννοια ‘δημοκρατία’), συντηρητικό, και βασισμένο σε μη νοοκρατούμενες, παρά μόνον θυμικές πεποιθήσεις, που δεν έχουν σχέση με κάποιο βαθύτερα προσωπικό όραμα για τη μορφή της κοινωνίας, ή έστω με κάποια μηδενιστική άποψη για τον κόσμο. Φευ, τα ιστορικά συμπεράσματα σπάνια εισέρχονται στις ελάχιστα φωτισμένες περιοχές της ηθικής αμφιταλάντευσης, της ψυχικής διχογνωμίας, της ψυχολογικής αβεβαιότητας κι ακροβασίας, των παραγόντων εκείνων που διαπλάθουν κι υπαγορεύουν μία στάση, την οποία κατόπιν το υποκείμενο, ανάλογα με τη σύσταση της προσωπικότητάς του ως προς την ευελιξία και τον εγκλιματισμό στις συνθήκες, την υπερηφάνεια και  την επίγνωση της αυταξίας του, δύναται να μεταβάλει, ή με ισχυρογνωμοσύνη να επιμείνει σ’ αυτή. Και στην περίπτωσή του ο Σελίν ήταν ισχυρογνώμων χαρακτήρας, κι από τη φύση του φυλακισμένος σ’ ένα μένος κατά πάσας μικρότητας γύρω του.  Μένος που ενέτεινε κι η μονομερής αντιμετώπισή του από τα θεσμικά όργανα της λογοτεχνίας, που του αρνήθηκαν το βραβείο στο ακρότατο μάλιστα της δόξας του.

 

Οι συγγραφείς, και μάλιστα εκείνοι του μεγάλου βεληνεκούς, πράγμα που αντανακλά την αναντίρρητη επιτυχία τους κι επιρροή τους στο κοινό, στα μάτια των αναγνωστών τους λαμβάνουν συχνά διαστάσεις δυσανάλογες. Γίνονται εκείνοι που όλοι μιλούνε με δέος όταν αναφέρονται στ’ όνομά τους, ή στα έργα τους. Πλάσματα πρωτεϊκά, που φανερώνουν το από καταβολής μυστικό του κόσμου, φάροι του ανθρώπινου ψυχισμού, αποκαλύπτουν με αδρό και χειροπιαστό τρόπο τις ασυνείδητες συγκινησιακές δυνάμεις που διατρέχουν τον άνθρωπο, οι συγγραφείς καθίστανται στην συνείδηση του κόσμου οι οιακοστρόφοι του πνεύματος της ανθρωπότητας. Ακόμη κι οι συγγραφείς εκείνοι που διακατέχονται από κάποιο πάθος—οι κλέφτες σαν τον Βιγιόν, οι ερωτομανείς σαν τον Σαντ, οι ομοφυλόφιλοι Ουάιλντ, οι οπιοφάγοι Μποντλαίρ, οι μέθυσοι Πόε, οι αλήτες σαν τον Χένρι Μίλερ, για ν’ αναφέρουμε μόνο λίγα κλασσικά από τα πάμπολλα ονόματα, που κάποιος θα έσπευδε να προσθέσει στον μακρύ τούτο κατάλογο—τούτο το πάθος τους εξαγιάζεται από τη δύναμη του έργου τους κι αναγνωρίζεται ως η κινητήρια δύναμη, η ζωτική ορμή της πέννας τους, και για τούτο θεωρείται σαν η πλέον απαραίτητη κατηγορία της συγγραφικής τους οντότητας.
Όμως ανάμεσα στα πάθη, που σε τούτα φυσικά δεν καταλέγονται η μεγαλομανία, ο εγωϊσμός, η αρνησικυρία της κοινής γνώμης, ίσως-ίσως κι η μισανθρωπία, γιατί αυτά θεωρούνται φυσιολογικά και δεδομένα για έναν συγγραφέα κύρους, υπάρχουν και κάποια άλλα τα οποία θεωρούνται ασυγχώρητα.  Ο χορός της θηριωδίας, που άνοιξε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, έχει εγκαινιάσει στη συνείδηση του αναγνωστικού κοινού και της δημόσιας γνώμης μία νέα αντιμετώπιση του ανθρώπινου δράματος μέσα στον ορυμαγδό της μάχης.

 

Εάν ίσαμε τον Πρώτο Μεγάλο Πόλεμο και κατόπιν, η φιλοπόλεμη διάθεση, η μισαλλοδοξία απέναντι στον εχθρό, λογίζονταν ως φυσιολογικές εκφράσεις πατριωτισμού, ηρωϊσμού, θάρρους, καρτερίας κ.ο.κ, εάν έργα που υμνούσαν τη νίκη επί του αντιπάλου με όποιο μέσο γίνονταν αντιληπτά ως θούρια για την έμπνευση του λαού, μετά τον Β’ Πόλεμο—και μετά το Άουσβιτς, που ακύρωνε όποια βούληση για θριαμβολογίες, ή ποιητικές εξάρσεις, για να θυμηθούμε τρόπον τινά και τον Αντόρνο—η όποια αναφορά γίνεται πλέον στο δράμα του πολέμου είναι για να ξορκίσει τον στυγερό εφιάλτη που εισήλασε άγρια κι επικάθισε στη σκέψη της ανθρωπότητας, για ν’ αφορίσει μια και για πάντα τη φρίκη των κρεματορίων.

Έκτοτε το αναγνωστικό κοινό έχει αναπτύξει κεκτημένα αντανακλαστικά όποτε θίγονται από αγαπημένους συγγραφείς ορισμένα θέματα –ταμπού στην ιστορία της ανθρωπότητας. Προτιμά πιότερο να λησμονεί, να εξιλεώνει, ή να ελεηνολογεί, ανάλογα, παρά να θέτει πραγματικά το δάκτυλο υπό τον τύπο των ήλων, ν’ αντιμετωπίζει κατάματα την αλήθεια και, γιατί όχι, ν’ αποδέχεται πως όλοι οι άνθρωποι έχουν και μία ζοφερή πλευρά, η οποία καίτοι αποτελεί ένα στίγμα, δεν μπορεί σε καμμία περίπτωση ν’ ακυρώσει την όλη παραγωγή τους: όπως κι ένα κακό έργο δεν στέκεται ικανό να στερήσει τη δύναμη της παραγωγής, έτσι και μία προκλητική πράξη, μία αστοχία, δεν σημαίνει πως φθάνει για να ρίξει στο πυρ το εξώτερο τα πάντα γύρω από έναν συγγραφέα που αξίζει και που με το υπόλοιπο έργο του έχει συμβάλλει στην «αλλαγή παραδείγματος» στη σκέψη και στη συνείδηση, όχι μόνον του αναγνωστικού κοινού, αλλά και του κόσμου ολάκερου. Άλλωστε, όλοι μας, φρονώ, αυτό περιμένουμε από τους συγγραφείς: να εναντιώνονται πάντοτε στις κρατούσες συνθήκες της ζωής, υψώνοντας αυτοί τις συγκρατημένες φωνές μας, προβάλλοντας τους μύχιους πόθους μας και τις ανομολόγητες σκέψεις μας, καθαρίζοντάς τες από τις όποιες υποψίες τους με τις οποίες τους έχει στιγματίσει ο καθωσπρεπισμός. Ωστόσο, όταν η φωνή τους αντηχεί κάποιες από τις μη προσπελάσιμες στην κριτική, στις αυταπόδεικτα τρομακτικές περιοχές της συμπόρευσης με τη φρίκη, η ίδια κοινή γνώμη που γνωρίζει να εξυψώνει, συνολικά σπεύδει να καταδικάσει την «παρέκκλιση» του πνευματικού ανθρώπου.

Και τούτο γιατί αποδίδουμε, με βάση την κοινή λογική και την κρατούσα άποψη, τούτη τη στάση, αυτό το παράπτωμα, σε μία συνειδησιακή αστοχία, σ’ ένα ψυχικό ελάττωμα,  σε μία λογική παραδρομή, σε μία αδυναμία του χαρακτήρα. Ίσως δεν μας πέρασε από το μυαλό πως η αμφιλεγόμενη τούτη στάση δεν οφείλεται σε μί’ αδυναμία, αλλά απεναντίας στη δύναμη του πνεύματος του συγγραφέα, στην σφριγηλότητα της σκέψης του και την κράση του οραματισμού του, που ξεπερνά την πολιτική διάσταση της στράτευσής του με μία πτέρυγα που αποδείχθηκε εγκληματική κι οδήγησε τον κόσμο σ’ αφανισμό. Παραβλέπουμε πως οι στρατεύσεις γίνονται από μέρους των διανοουμένων με στόχους που υψιπετούν πολύ πέρα από τον περιορισμένο ορίζοντα της πολιτικής κοινωνίας: γίνονται για οράματα πιο καντιανά κοσμοπολιτικά, για μία καλλίτερη ανθρωπότητα, πιο ρωμαλέα, πιο λογική, πιο ανθρώπινη, την οποία ελπίζουνε να υπηρετήσουνε στα πλαίσια μίας ιδέας. Και για τούτο, ακριβώς λόγω της δύναμης του πνεύματός τους, και της άρνησής τους ν’ αποτάξουν την περηφάνια τους, τη δικαιολογημένη έπαρση που τους γεννά η γνώση για την ανεξαρτησία της σκέψης τους από την πεπατημένη, δεν μπορούνε κατόπιν να παραδεχθούνε το σφάλμα τους. Δεν θα μπορούσε κανείς να περιμένει από ένα πνεύμα σαν τον Έζρα Πάουντ να σκύψει το κεφάλι και να δεχθεί μοιρολατρικά τη μοίρα του και ν’ αποδεχθεί τις κατηγορίες για τη συνεργασία του με τον φασίστα Μουσολίνι, ούτε από έναν διεισδυτικό νού και μία ανατρεπτική  και θαρραλέα προσωπικότητα σαν τον Πέτερ Χάντκε να συμβιβασθεί με τις επικρατούσες απόψεις για τους Σέρβους και ν’ αρνηθεί να παίξει τον ρόλο του υπερασπιστή και της άλλης πλευράς.

Το ίδιο μπορεί κανείς να ισχυρισθεί και για τον Λουΐ –Φερντινάν Σελίν και τον αντισημιτισμό του πιο «ανησυχητικού» και προκλητικού έργου του, των Bagatelles pour un massacre (Κοινοτοπίες για μία σφαγή), που παρουσιάσθηκε στα 1937, ξανατυπώθηκε για μία μόνη φορά ακόμη στη διάρκεια της Κατοχής κι έπειτα ποτέ άλλοτε, και της οποίας μία μικρή εισαγωγική μετάφραση αποτολμούμε στο παρόν τεύχος.

Ένα βιβλίο που σήμερα έχει ξεχασθεί από πολλούς και δεν ενδιαφέρει τους πάντες. Σε τούτο βόηθησε η ίδια η αξία της πέννας του Σελίν—περίπτωση που ενισχύει την παραπάνω εκπεφρασμένη άποψή μας για το σύνολο του έργου που επισκιάζει όποια ατυχή παρέκκλιση. Ένα βιβλίο που ίσαμε τις ημέρες μας έχει γιομίσει ερωτηματικά όλους τους κριτικούς του έργου του Σελίν, ένα βιβλίο φύσει και θέσει ξέχωρα (à part) από το συνολικό, αδιαμφισβήτητης αξίας, corpus της παραγωγής του, το οποίο εξακολουθεί να ξενίζει—τώρα όπως και τότε—όποιον διαβάζει και κοσκινίζει το κείμενο των άλλων γραπτών του και συνεγείρεται από την περινούστατη και λαγαρότατη κριτική της ανθρώπινης φύσης, μία κριτική που καθείς θα περίμενε από έναν άνθρωπο, μηδενιστή μεν, αλλά  βαθιά προοδευτικό κι ανατρεπτικό.

Αλλά στις Bagatelles η μία έκπληξη διαδέχεται την άλλη. Πώς είναι δυνατόν να διανοηθεί ο αναγνώστης το τι πρόκειται ν’ ακολουθήσει, πως μπορεί να σκεφθεί ότι έπειτα από την à la Σελίν ‘λυρική’ τολμηρή εισαγωγή, με την παραδοχή του βέβηλου έρωτά του, του πάθους του, για τις χορεύτριες—ένα απωθημένο που επανέρχεται σχεδόν σε όλα τα βιβλία του, από το «Ταξίδι στο Τέλος της Νύκτας» ίσαμε τον κύκνειο «Βορρά» —θ’ ακολουθήσει όλος εκείνος ο οχετός κατά των Εβραίων; Πώς γίνεται να φαντασθεί κανείς ότι ο συγγραφέας, που φέρεται να εξομολογείται και να προσπέφτει στη βοήθεια του καρδιακού Εβραίου φίλου του, εν συνεχεία πρόκειται να στηλιτεύσει και να καταδικάσει, να ενώνει τη φωνή του και να  βυσσοδομεί με τους ραδιούργους δυσφημιστές τους; Πώς είναι δυνατόν κανείς ν’ αποδεχθεί πως ένα τέτοιο μέγα πνεύμα, μία τόσο διεισδυτική πέννα, ένα τόσο αδούλωτο κι αντισυμβατικό πνεύμα μπορεί ν’ αποδεικνύεται τόσο κοντόφθαλμο, μισαλλόδοξο και φανατικό, ωσάν ένας αμόρφωτος, άξεστος, χειραγωγούμενος φοβικός ανθρωπάκος της μάζας—σαν αυτούς που ο ίδιος στηλιτεύει στα γραπτά του.

Όμως, θαρρώ, πως είναι εμφανές ότι ο αντισημιτισμός του Σελίν δεν είναι καρπός μίας ισχυρά  παγιωμένης πολιτικής, ή φυλετικής-εθνικιστικής, αντίληψης, ή μίας προσδιωρισμένης ξενοφοβίας. Είναι περισσότερο ένα σύμπτωμα, μία παραπάνω εκδήλωση της ανεξάντλητης μισανθρωπίας του και της ανεξάλειπτης μνησικακίας του. Ο Σελίν επιλέγει να γίνει αντισημίτης λόγω ιδιοσυγκρασίας. Μίας ιδιοσυγκρασίας, που περισσότερο έχει να κάνει με την ορμέμφυτη απαισιοδοξία του για το ανθρώπινο γένος ειδικά και τη γαλλική κοινωνία ειδικότερα, και λιγότερο με κάποιο αταβιστικό μένος εναντίον του εβραϊκού στοιχείου, που πιθανώς του μεταδόθηκε από τους γονείς του (άλλωστε το αντισημιτικό μίσος πιότερο καλλιεργημένο ήταν στις τάξεις των εργατών και των φτωχών, παρά των μικροαστών απ’ όπου είλκυε την καταγωγή του ο συγγραφέας.  Η πολεμική του για τους Εβραίους ξεκινά από μία μεταφυσική αιτία, από μία αφαίρεση κι έναν αποτροπιασμό για τον τρόπο που το περιρρέον περιβάλλον αναγκάζει το άτομο να ζήσει τη ζωή του, για τις αντινομίες της ίδιας της κοινωνίας, για τις συμβατικές «δοξοσοφίες» και κατατάξεις που επιχειρούνται—πότε από την πολιτική, πότε από τις εφημερίδες και τα μέσα, πότε από τους επιχειρηματίες, πότε από τους κριτικούς λογοτεχνίας και τέχνης—κι ανάλογα υποβιβάζουν, ή προβιβάζουν παρ’ αξίαν, αναγκάζοντας τον άνθρωπο να παραμένει αμέτοχος, περιορισμένος να παίζει μόνο το παιχνίδι όπως του υπαγορεύουν να το παίξει.

Η αιχμηρή πρόζα του Σελίν, οι βιαστικές, συχνά επιτηδευμένα ασυνάρτητες φράσεις, που προσεγγίζουν μέσα από ένα διαπεραστικό αμάλγαμα από λογιοσύνες και λέξεις της αργκό την ελεύθερη, καθημερινή, ζωντανή, λαλούμενη γλώσσα, μέσα στις Bagatelles αναδεικνύει μία ιδιάζουσα παραφροσύνη, ένα παραλήρημα, που υψώνεται στα κράσπεδα του επιθετικού λιβέλου, που είναι φανερό ότι αναμοχλεύει περισσότερα τα καταπνιγμένα συμπλέγματα του Σελίν απέναντι σε μία κοινωνία και στους εκφραστές της—που τόσο τον ταλαιπώρησαν και τον ίδιον—παρά σ’ έναν μόνο λαό. Μολαταύτα, με τις Bagatelles ο ασκός του μίσους του Σελίν άνοιξε κι από κεί κι έπειτα ο αντισημιτισμός του γίνεται ‘μανιέρα’, βρίσκει τον δρόμο του για να ξεκαθαρίσει τους λογαριασμούς του με όλους: θ’ ακολουθήσουν τα εξίσου πυρετικά και φρενιτιώδη L’ école des cadavres (1938) και Les beaux draps (1941), στα οποία δίνει την εικόνα πως γίνεται ο τιμητής μίας στάσης και μίας σκέψης, μολονότι ακόμη κι οι συνεργάτες του Βισύ—ιδίως για το τελευταίο (Les beaux draps), η κυκλοφορία του οποίου απαγορεύθηκε έως κι από το καθεστώς-ανδρείκελο του Πεταίν—εξαγριώνονται για τις προσβολές του στο γαλλικό έθνος και στις ικανότητες του γαλλικού στρατού. Ο αντισημιτισμός του Σελίν όμως είναι πρωτίστως ένα εφαλτήριο για να κλείσει τα στόματα των επικριτών του.

Ο ρυθμός άλλωστε και το περιεχόμενο του φιλιππικού του είναι εξαιρετικά επικαιροποιημένος: το κείμενό του βρίθει από κύρια ονόματα, επώνυμα, γεγονότα καθημερινά της εποχής, που ένας σημερινός αναγνώστης τα προσπερνά διότι του είναι ξένα κι αδιάφορα. Ένας κυκεώνας από μικρολεπτομέρειες, που και στον καιρό τους ίσως να περνούσαν στα ψιλά των εφημερίδων, ή απλώς να έστεκαν προσωρινά στα στόματα των ανθρώπων χάρις στα κουτσομπολιά, κι ουδέποτε ν’ αναβαθμίσθηκαν στην περιωπή μίας επιβεβαιωμένης είδησης.

Σε μία εποχή συγκρούσεων στον αναβράζοντα λογοτεχνικό κόσμο της Γαλλίας, μέσα σε μία βαθιά διάσταση μεταξύ των διανοουμένων στα χρόνια του ’30,  που εκπορεύονταν από την άνοδο του φασισμού και του ναζισμού, την αύξουσα επιρροή του κομμουνισμού και τις αλλεπάλληλες μάχες στα μέτωπα της Ισπανίας, της Αιθιοπίας, τις εισβολές στην Αυστρία, Τσεχοσλοβακία, στην Κίνα, ο Σελίν μην αντέχοντας να συνταχθεί με τους στρατηλάτες της Αριστεράς, που εν μέρει ήσαν μέλη του κρατούντος λογοτεχνικού κατεστημένου, και χωρίς η ορμητική φύση του να μπορεί να ανεχθεί μία ουδετερότητα à la Ζυλιάν Μπεντά (La trahision des clercs), τότε συστρατεύεται με τους δεξιούς του Μπραζιλιάς και του Ντριε ντε λα Ροσέλ. Χοχλάζοντας ακόμη από οργή για την αδικία του βραβείου Γκονκούρ, ο Σελίν δεν γίνεται να συμμαχήσει με τους «δημίους» του, απεναντίας βρίσκει μία πρώτης τάξης ευκαιρία να ξιφουλκήσει και να τους πλήξει, μάλιστα σ’ ένα πεδίο που η λογοτεχνική συντεχνία τους δεν θα μπορούσε να πυκνώσει τις γραμμές και να τους υπερασπισθεί. Η πολιτική προσφέρεται γι’ αυτό το σχέδιο, κι ειδικά όταν οι πολιτικές θέσεις των αντιπάλων τους ταυτίζονται με την υπεράσπιση των Εβραίων, ο Σελίν σαν καλός γιατρός γνωρίζει ποιο ακριβώς ευαίσθητο νεύρο να πλήξει με τον αιχμηρό  λόγο του. Ο έμφυτος αντισημιτισμός της γαλλικής κοινωνίας, πιο εύκολα μπορεί να ρίξει το ανάθεμα σε διακεκριμένους διανοούμενους άμα εκείνοι κατηγορηθούν για κομμουνιστικές και φιλοσημιτικές ιδέες, παρά όταν τους κατηγορήσει κανείς για μεροληψία, ζηλοφθονία, καιροσκοπισμό.

Με όπλο τους Εβραίους και τις υποτιθέμενες πολιτικές κι οικονομικές ραδιουργίες τους, την βλαβερή, δόλια κι υποχθόνια διείσδυσή τους στην κοινωνία και στην τέχνη,  καταφέρεται ενάντια σ’ όλα τα καθεστώτα, κατά του καλπάζοντα υλισμού της καπιταλιστικής κοινωνίας και της σοβιετικής μονοκρατορίας.  Τα αστυνομικά κράτη της Δύσης και της Ανατολής, αγκαλά κι επιφανειακά διαφέρουν όσο η μέρα με τη νύκτα, στο βάθος βάθος είναι δέσμια της εβραϊκής μηχανορραφίας κι επιρροής. Το αποτέλεσμα όλων των μεγάλων ιδεολογιών, καπιταλισμός, κομμουνισμός, φασισμός, είναι προϊόν της σημιτικής διαφθοράς του πνεύματος κι οδηγούν μόνο στον πόλεμο. Κι ο Σελίν, που έχει πολεμήσει και πληγωθεί στον Πρώτο, τον πιο παράλογο μες στους παράλογους πολέμους, Πόλεμο, κηρύσσει αδυσώπητο πόλεμο στον πόλεμο γενικώς και στον πόλεμο για χάρη των Εβραίων. «Ο πόλεμος για τη μπουρζουαζία ήτανε πάντοτε σκατά, αλλά τώρα να γενεί πόλεμος και για τους Εβραίους!» […]Δε θέλω να κάνω πόλεμο για τον Χίτλερ, εγώ το λέω, αλλά δεν θέλω να πολεμήσω εναντίον του για τους Εβραίους» διατρανώνει στις Bagatelles. Ακόμη κι η Εκκλησία δεν ξεφεύγει από τα αντισημιτικά του πυρά, και δαύτη είναι αλωμένη από τους     Εβραίους «Κανείς δεν είναι πιο Εβραίος από τον σημερινό Πάπα. Το πραγματικό του όνομα είναι Ιζαάκ Ράτις. Το Βατικανό είναι ένα Γκέτο».

Μέσα από τους Εβραίους, ο Σελίν κτυπά συνάμα το λογοτεχνικό κατεστημένο, τη Nouvelle Revue Française, τους Ζιντ, Μαλρώ, Αραγκόν, Νιζάν, όλους εκείνους που θεωρεί πως του στέρησαν μία, μικρή για τα δικά του δεδομένα, πλην όμως ενθαρρυντική, τιμή, που για τον ίδιον θα σήμαινε πως οι ακραίες ιδέες του μπορούσαν να καρπίσουν και να επηρεάσουν την τελματωμένη λογική των κοινών ανθρώπων, να ξερριζώσουν τις «bagatelles» της καθημερινής ζωής. Ο ιδιάζων πόλεμος του Σελίν είναι πρώτιστα πόλεμος δικός του κατά όλων των Άλλων, και δυστυχώς μέσα σ’ όλους τους Άλλους, η προσφορώτερη εκδήλωσή τους—με την οποία τότε πολλοί θα έσπευδαν να συμφωνήσουν μαζύ του—έτυχε να είναι οι Εβραίοι (όπως στο «Ταξίδι» κι αλλού ήσαν οι σύγχρονοι Γάλλοι, κάτι που ξεσήκωνε διαμαρτυρίες και περιφρόνηση).

Μνησίκακος  ο Σελίν  και με αιτίες.  Μη λησμονούμε πως ο Σελίν είχε φλερτάρει, όπως και πολλοί άλλοι γάλλοι διανοούμενοι που τελικά άλλαξαν στρατόπεδο(όπως ο Ντριε ντε λα Ροσέλ), με τον κομμουνισμό, προβάλλοντας πάνω στα δόγματά του τις προσωπικές του φοβίες για την εκφυλισμένη, αποκρουστική, πνευματοκτόνο, αστική κοινωνία. Άλλωστε η δεξιά απέστρεψε μ’ αποτροπιασμό το βλέμμα της στο «Ταξίδι στο τέλος της Νύχτας» του. Ο ίδιος ο Αραγκόν κι η Έλσα Τριολέ το μεταφράσανε στα ρώσικα κι ο ίδιος πέρασε δυό μήνες στην ΕΣΣΔ και ίσαμε το ’36 εθεωρείτο κι εκείνος συνοδοιπόρος του Λαϊκού Μετώπου. Όμως μετά το ταξίδι εκείνο όλα αλλάξανε. Δεν ήταν απλώς μία απογοήτευση θεωρητική και διάψευση της ειδυλλιακής εικόνας που είχε πλάσει, όπως ο Ζιντ, για την ΕΣΣΔ, αλλά για εκείνον τον χολερικό τύπο όπως ο Σελίν, η αποκαρδίωση ήταν πιότερο πρακτική, και αποδείκνυε πως δεν υπάρχει σωσμός για την ανθρωπότητα, όποιο κι εάν είναι το σύστημα.  Το ταξίδι στην ΕΣΣΔ του στοίχισε κυριολεκτικά.  Όχι στην ψυχή, αλλά στην τσέπη. «Όλα τα πλήρωσα από το κομπόδεμά μου…από τον καλά δουλεμένο μισθουλάκο μου, καθ’ ολοκληρίαν: ξενοδοχεία, ταξί, ταξίδι, διερμηνέα, σουπίτσες, φαγιά…» Η μικροπρέπεια του σοβιετικού καθεστώτος να μην του καλύψει τα έξοδα, να μην του πληρώσει συγγραφικά δικαιώματα, του επιβεβαίωσε την ορθότητα της μισανθρωπίας του. Άλλωστε αυτές οι μικρολεπτομέρειες είναι που καταρρίπτουν μία σχέση, έναν μύθο, κι όχι οι μεγάλες αδικίες, τα εγκλήματα.  Ο Σελίν κατάλαβε πως οι Σοβιετικοί πληρώνουν μόνο όσους συγγραφείς θέλουν ν’ «αλώσουν» : τα μεγάλα ψάρια, τους διάτορους προπαγανδιστές τους κι όχι πνεύματα αμφιλεγόμενα, όπως ο πτωχο-γιατρουδάκος Σελίν.

‘Όχι, ο Σελίν δεν είναι πεπεισμένος, φανατικός, αντισημίτης. Όπως διαφαίνεται απ’ όσα τόνισε κι ο ίδιος στην κατοπινή δίκη του, «οι Εβραίοι θα έπρεπε να μου στήσουν άγαλμα για όσα κακά δεν τους έκανα, ενώ μπορούσα να τους κάνω», είναι φανερό πως ο Σελίν δεν στρέφεται κατά των Εβραίων αυτών καθαυτών, σαν μία φυλετική οντότητα, αλλά κατακεραυνώνει όλες τις μάζες, τους διανοούμενους που υποκύπτουν, την κοινή γνώμη που αδιαφορεί και δοξολογεί όσα τις κανοναρχούν, τους πολέμους που γίνονται για τα χρήματα. Μέσα στον φιλιππικό του μαστιγώνει ως Εβραίους ακόμη και πρόσωπα που δεν έχον εβραϊκή καταγωγή, διαγράφει ακόμη και τους διώκτες τους. Αρχικά, ο Ζιντ είχε θεωρήσει πως οι Bagatelles ήταν απλώς ένα αστείο: γιατί μόνον ως αστείο κανείς θα μπορούσε να συγκορμίσει άρρητ’ αθέμιτα στους Εβραίους τον Σεζάν, τον Πικάσο, τον Μωπασάν, τον Ρακίνα, τον Σταντάλ, ή τον Ζολά. Όμως δεν επρόκειτο για ένα αστείο. Η τέχνη της πρόκλησης που ασκούσε τόσο επιδέξια ο Σελίν επέβαλε να καταχωρήσει τους πάντες σε μία και την αυτή κατηγορία: όχι μόνον των Εβραίων, αλλά και των ανίκανων, των ανύπαρκτων, των ανδρείκελων. Ακόμη κι ο Χίτλερ, όπως υποστήριζε προς το τέλος του πολέμου, κι όταν η έκβασή του φαινόταν έκδηλα πως γέρνει προς τη μεριά των Συμμάχων, ήταν πλέον νεκρός κι είχε αντικατασταθεί από έναν Εβραίο σωσία του (sic). Ο Χίτλερ γι’ αυτόν είναι μεν ένα κτήνος, αλλά ένα αναγκαίο κτήνος, γιατί χρειάζεται μόνο ένα αδίστακτο τέρας για να ξεκληρίσει κάτι που είναι βλαβερό κι ο μαλθακός ‘ανθρωπισμός’ του καθωσπρεπισμού των διανοουμένων δεν επιτρέπει να εκριζωθεί. «Προτιμώ έναν Χίτλερ από έναν παντοδύναμο (Λεόν) Μπλουμ».

Ο αντισημιτισμός του Σελίν είναι το παραλήρημα ενός φύσει αντιρρησία, ενός ανθρώπου που σκόπιμα επιθυμεί να βαδίζει κόντρα στο ρεύμα, ενός τολμηματία που του αρέσει να προκαλεί διαρκώς και με κάθε τρόπο, ενός εγωϊστικού malin génie που χαίρεται όταν ανακατεύει διαρκώς τη ζωή των συνανθρώπων του και γελά με τη σύγχυσή τους. Άλλωστε αν κάποιος θέλει να δει καθαρά ποια ήταν η αντιμετώπιση των ανθρώπων, των ίδιων των συμπατριωτών του, και ποια εκτίμηση του έθρεφε, μπορεί ν’ ανατρέξει στο απόσπασμα του «Ταξιδιού», που όταν οι πρωταγωνιστές μιλούν για την υπεράσπιση της γαλλικής ράτσας, το προσωπείο του συγγραφέα αντιτείνει γλαφυρά κι εύστοχα: «…να υπερασπισθούμε τη γαλλική φυλή! –Το’χει όντως μεγάλη ανάγκη η γαλλική φυλή, δεδομένου ότι δεν υφίσταται! […] Η φυλή, όπως έτσι την αποκαλείς, είναι απλώς όλο τούτο το συνονθύλευμα στο γένος μου των κουρελήδων, των τσιμπλιάρηδων, των ψωριάρηδων, των αλητών, που ξεβράσθηκαν εδώ χάμου κυνηγημένοι από την πείνα, την πανούκλα, τους όγκους και το κρύο, που κοπιάσανε εδώ ηττημένοι από τις τέσσερις γωνιές του κόσμου». Απόψεις που μέλλουνε να επαναληφθούν με την αυτή δριμύτητα και τον ίδιο στόμφο και στα υπόλοιπα έργα του, στα επόμενα φυλλάδια.

Ο πάταγος που προκάλεσαν οι Bagatelles υπήρξε πολύ μεγαλύτερος από τα παρόμοια αντισημιτικά φυλλάδια που τύπωναν  κι άλλοι δεξιοί διανοούμενοι της εποχής, γιατί ακριβώς ο Σελίν αποτελούσε μία από τις ελπίδες των γραμμάτων και της προοδευτικής παράταξης, τα σατανικά παραληρήματά του, οι αφρόντιστες κατηγορίες και τα πενιχρά κι αυθαίρετα επιχειρήματά του, οι αποκρουστικές ύβρεις, προκαλούσαν έκπληξη (Είμαι παντού) κι αποτροπιασμό. Τη στιγμή που οι Γερμανοί βομβαρδίζαν τη Γκερνίκα, κι ο κόσμος ολάκερος είχε κινητοποιηθεί για τον ισπανικό σκοπό, ο Σελίν τολμούσε να χαρακτηρίσει «επισκέπτες», «μικρούς χαροκόπους, μικροσαδιστές των γεγονότων» που μπαινοβγαίνουν όσους στελέχωναν τις ρεπουμπλικανικές Διεθνείς Ταξιαρχίες. Δεν είναι τυχαίο που οι φασίστες της ομάδας του Je suis partout διείδαν σ’ αυτές «μία περιφημότατη ενίσχυση για εμάς: ένας συγγραφέας που παρέμενε στις τάξεις της ακροαριστεράς, μολονότι είχε δημοσιεύσει την αποκαρδίωσή του από τον κομουνισμό, ο άνθρωπος του λαού, ο παράφρων νατουραλιστής, ο άθεος που μόνο αυτόν δεν θα μπορούσαμε ποτέ να υποψιασθούμε για αντιδραστικό…». Μί’ απροσδόκητη προσχώρηση στις γραμμές της αντίδρασης ενός ανθρώπου που μάλλον θα λογιζότανε ως εχθρός της.  Εν τούτοις, οι Bagatelles, αγκαλά και πολεμικός λίβελος, δεν μοιάζουνε στο παραμικρό με τις προγραμματικές επιθέσεις βιβλίων όπως Le Péril juif του Μαρσέλ Ζουαντό, της France juive του Εντουάρ Ντρυμόν, του Socialisme Fasciste του Ντριέ, τα Décombres του Λυσιάν Ρεμπατέ, ή το προκλητικό υμνολόγιο του φρανικού στρατού στο Siège de l’ Alcazar, το μυθιστόρημα του Ρομπέρ Μπρασιγιάς.

Ο Σελίν συνεργάσθηκε, σαφώς, χωρίς να συνεργασθεί με τον ναζισμό και τον αντισημιτισμό. Όπως συνεργάσθηκαν, χωρίς να συνεργασθούν και τόσοι αριστεροί διανοούμενοι με τον σταλινισμό και τις εκκαθαρίσεις του. Κι εάν εκείνοι το έπραξαν με πλήρη πεποίθηση—διότι φενακίζονταν πως έτσι υπηρετούσαν ένα καλλίτερο μέλλον για την ανθρωπότητα—ο Σελίν συνεργάσθηκε χωρίς να συνεργασθεί για να επιτύχει έναν δικό του σκοπό, να κορέσει ένα μύχιο πάθος του, να χαρεί για μία κακία του: να τιμωρήσει το ανθρώπινο γένος για τη μικροπρέπειά του, να καταστρέψει νιτσεϊκά την μετριότητα του πλήθους και των ψευδο- μηδενιστών.

Εκείνος ο πραγματικός μηδενιστής ήθελε να κόψει στη μέση την πορεία της ανθρωπότητας, εάν μπορεί να εμπνεύσει στην καταστροφή της, στον ακρωτηριασμό της, όπως σ’ ένα σεσηπός μέλος, για να μπορέσει μετά τον καυτηριασμό του ο οργανισμός να αναλάβει από μία γάγγραινα, όπως την αντιλαμβανόταν εκείνος. Πρωτίστως μία γάγγραινα πνευματική κι ηθική, κι έπειτα –και μόνο περιστασιακά—φυλετική και πολιτική.

ΚΑΤΕΒΑΣΤΕ ΤΟ APP

Download on the App Store

Μοίρασε το

του αρθρογράφου

ideas change society

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

Αφήστε μια απάντηση

Σχόλια

Μπες στη συζήτηση

Κάνε εγγραφή για να αφήσεις τα σχόλιά σου

Κάνε εγγραφή για να αφήσεις τα σχόλιά σου