Αναρωτιέμαι, ακόμα περισσότερο αυτή την περίοδο, τι σημαίνει τελικά μια χώρα καταδικασμένη σε θάνατο, να χάνει τον έναν μετά τον άλλο τους μεγάλους δημιουργούς της. Όταν χάνει τους «φάρους» της, τους «ανθρώπους σύμβολα», αυτούς που πέραν όλων των άλλων, είναι μεγάλες γέφυρες της με τον υπόλοιπο κόσμο. Αυτές που ακόμα σε στιγμές εθνικής τραγωδίας, μπορούσαν και ακτινοβολούσαν κάτι από την μεγαλοπρέπεια, την μοναδικότητα και την κουλτούρα ενός λαού και μιας χώρας. Δεν είναι βέβαια η ώρα για προσκλητήριο των «μεγάλων απόντων».
Είναι όμως ώρα για να αναγνωρίσουμε μια συγκλονιστική αλήθεια , που η «σκόνη των life style» και της ευφορίας του νεοπλουτισμού κάλυπτε τέλεια τουλάχιστον τις δύο τελευταίες δεκαετίες : χάναμε το ένα μετά το άλλο τους μεγάλους φάρους , τους μεγάλους πνευματικούς μας δημιουργούς και στην θέση τους εμφανίζονταν απίστευτες γιγαντιαίες φούσκες και κάθε λογής φρούτα , που σακάτευαν ότι μπορούσε να μας δώσει πραγματική γνώση …Και σιγά – σιγά, μέσα από μια παθητική σιωπή και μια απίστευτη αδράνεια , βρεθήκαμε γονατισμένοι από το «τσουνάμι της κρίσης» , αλλά κυρίως χωρίς ερείσματα σοβαρής κουλτούρας και γνώσης για να αντιμετωπίσουμε αυτή την θύελλα …
«Ζούμε σε μια περίοδο σιγής της ιστορίας και προσπαθούμε να βρούμε μια απάντηση μέσα μας, γιατί είναι δύσκολο να αντέξεις την σιωπή» , υπογράμμιζε σε μια συνέντευξη του τον Μάϊο του 1987 (Ciment Michel “entretien avec Teo Angelopoulos), ο αείμνηστος πλέον Τεό ή πιο απλά ο Θόδωρος Αγγελόπουλος . Φράση βαθιά φιλοσοφημένη , σε μια εξαιρετικά μεταβατική εποχή.
Η γνωριμία μου με τον Τεό , ήταν σε ένα επαρχιακό σινεμά (στη Σύρο), προς τα τέλη του 1975(αρχές Δεκέμβρη) , ένα χρόνοι κάτι δηλαδή μετά την πτώση της Χούντας (καλοκαίρι του 1974)
Μαθητής τότε , είδα τις «Μέρες του ‘36» παρέα με τους «χαφιέδες» της εποχής. Εκείνους με την καμπαρντίνα με το σηκωμένο γιακά που φορούσαν στραβά την ρεπούμπλικα . Ένας ήταν στο απέναντι πεζοδρόμιο από την είσοδο του κινματογράφου . Ένας άλλος κάθονταν σε μια ψάθινη καρέκλα πλάι και λίγο πίσω από το ταμείο που έκοβε τα εισητήρια , διαβάζοντας δήθεν αθλητική εφημερίδα . Και μέσα στην αίθουσα ήταν «ακροβολισμένοι» 5-6 ακόμα . Και το εκπληκτικότερο ένας κατά άλλα καλοκάγαθος φαλακρός κοντούλης με γκρίζο κοστούμι (ο Θεολόγος τότε) , που τα 2 προηγούμενα χρόνια αντί να κάνει μάθημα, εξυμνούσε τα κατορθώματα των «γενναίων αξιωματικών που έσωσαν την χώραν από τον αναρχοκομμουνισμό», κάθονταν στην τελευταία σειρά και σημείωνε σε ένα μπλοκάκι τα ονόματα όσων μαθητών , έμπαιναν στην αίθουσα .
Δύσκολη ταινία για την ηλικία εκείνη , αλλά πραγματικά οι περίπου 10 «συμμαθητές» που δώσαμε ραντεβού για να την δούμε , προσηλωθήκαμε και αφεθήκαμε να παρασυρθούμε στο μύθο του Αγγελόπουλου .
Αυτό μου στοίχησε (όπως και στους υπόλοιπους συμμαθητές) 4 μέρες αποβολή από το σχολείο . Αιτιολογία : «Παρακολούθηση ταινίας μη συμβατού περιεχομένου με τας εθνικάς παραδόσεις και ασυνόδευτος». Έστειλαν και ένα χαρτί για το θέαμα που παρακολούθησα σπίτι μου και κάλεσαν τον κηδεμόνα μου στο σχολείο .
Αντί οποιασδήποτε άλλης ενέργειας , ο πατέρας , έβαλε σε ένα φάκελο ένα απόκομμα εφημερίδας . Ήταν – όπως είδα αργότερα- οι θριαμβευτικές κριτικές που είχε εισπράξει στις Κάννες, την Άνοιξη του 1975, ο Αγγελόπουλος για τον «Θίασο» με μια υπογράμμιση : «Πόσοι ακόμα μεγάλοι Έλληνες σαν τον Αγγελόπουλο απόμειναν για να απαγορεύουμε στα παιδιά να τους γνωρίσουν;».
Τα χρόνια κύλησαν και μαζί τους , όπως εκατομμύρια άνθρωποι όχι μόνο στην Ελλάδα , αλλά στην υφήλιο, έμαθα να αναγνωρίζω και να καταλαβαίνω αυτή την μοναδική αισθητική και γλώσσα που επίμονα καλλιέργησε ο Τεό. Ήταν μια συγκλονιστική εμπειρία να γνωρίζεις ένα σημαντικό κομμάτι της Ιστορίας της Ελλάδας, μέσα από αυτή την ιδιότυπη και πρωτότυπη ροή των ταινιών του Αγγελόπουλου. Μια Ελλάδα πολύ – πολύ κοντά μας , που όμως «Οι Μέρες του 36» η «Αναπαράσταση», “Οι Κυνηγοί”, ο «Θίασος» , ο «Μελισσοκόμος», το «Βλέμμα του Οδυσσέα» , μας έκανε να την δούμε πολύ καθαρά και χωρίς ωραιοποιήσεις.
Βέβαια τις υπόλοιπες ταινίες του Αγγελόπουλου τις παρακολούθησα, χωρίς ανάλογες περιπέτειες με αυτές του Δεκεμβρίου του 1975, στις Αθηναϊκές αίθουσες . Και μετά ακολουθούσαν οι σχεδόν ολονύχτιες συναρπαστικές συζητήσεις στις παρέες για το ύφος του Αγγελόπουλου , την θεματολογία του , τα πλάνα του.
Το 1984, συνεχίζοντας τότε των κύκλο των σπουδών μου στο Παρίσι , μπόρεσα να αντιληφθώ εκ του σύνεγγυς όχι απλά την αναγνώριση αλλά πραγματικά το δέσιμο της κουλτούρας των Γάλλων με το ύφος , την γλώσσα και την μυθοπλασία του Αγγελόπουλου.
Ήταν «Το Ταξίδι στα Κύθηρα» , που προβλήθηκε στην γαλλική πρωτεύουσα . Και μάλιστα στις περίφημες αίθουσες τέχνης «Αction Christine». Ας αφήσουμε το πόσες ώρες περίμεναν στην ουρά για να μπορέσουν να προμηθευτούν το εισητήριο. Το κοινό νεανικό, κατά κύριο λόγο, παρακολουθούσε κυριολεκτικά καθηλωμένο. Ξέσπασε με το τέλος της ταινίας (χωρίς διάλλειμα παρακαλώ) σε ένα παρατεταμένο χειροκρότημα . Το πρώτο κύμα ολοκληρώθηκε …Ακολούθησε και δεύτερο και τρίτο και αμέσως μετά αυθόρμητα , άρχισαν να φωνάζουν ρυθμικά : Τεό , Τεό , Τεό…
Αυτό όμως που μου έκανε περισσότερη εντύπωση , τουλάχιστον για Γάλλους, ήταν πως οι περισσότεροι έμειναν για αρκετή ώρα, κατά παρέες είτε στο δρόμο μπροστά στο σινεμά , είτε στο μικρό φουαγιέ να συζητάν για την ταινία.
Η δική μου παρέα , έμεινε κυριολεκτικά άφωνοι , όταν τους εξήγησα πως αυτός ο απίστευτος Διονύσης Παπαγιανόπουλος (ο Αντώνης της ταινίας) , είχε διαπρέψει σε κωμωδίες επί πολλά χρόνια και πως με την καθοδήγηση του Τεό έβγαλε αυτή την απίθανη ερμηνεία . Για τον άλλο μεγάλο αείμνηστο της ταινίας τον Μάνο Κατράκη (ο γέρος) δεν χρειάζονταν ιδιαίτερες συστάσεις, οι περισσότεροι τον γνώριζαν.
Με τα χρόνια κάποιοι αρχίσαμε στις συζητήσεις μας να αναρωτιόμαστε αν θα μπορούσαμε και πάλι να «ξανακαθηλωθούμε» για να δούμε τα «μεγάλα και αργόσυρτα πλάνα του Αγγελόπουλου .
Το 2008 , μετά μια σύντομη περιπέτεια υγείας , αποφάσισα να πάω να δω την «Σκόνη του Χρόνου». Η αλήθεια είναι πως πήρα τηλέφωνο πολλούς από τους παλιούς φίλους που είμαστε για χρόνια μόνιμη παρέα στις «κινματογραφικές περιπέτειες» . Κάποιοι – λίγοι – το είχαν ήδη δη . Από αρκετούς εισέπραξα «… πάμε να δούμε κάτι να ξεφύγουμε και να πιούμε και ένα ποτάκι μετά να τα πούμε…».
Κατέληξα να πάω μόνος μου σε μια αίθουσα σε μια πάροδο στη Πατησίων . Το έπαιζε μόνο εκεί. Ήμουν εγώ ένας ηλικιωμένος κύριος και όχι πάνω από 10 ακόμα νέα παιδιά , φοιτητές.
Ομολογώ πως ήταν ένας άλλος Αγγελόπουλος . Το ίδιο διεισδυτικός , φιλοσοφημένος , αλλά με πολύ – πολύ σύγχρονη κινματογραφική γραφή και προσέγγιση.
Αυτό με έκανε πιο ανυπόμονο , για την νέα ταινία του Τεό …Καιρό τώρα , ξανακούγοντας και το σάουντρακ με την υπέροχη μουσική της Ελένης Καραϊνδρου , αναρωτιόμουν τι άλλες εκπλήξεις , τι άλλες αποκαλύψεις μας ετοιμάζει αυτός ο μεγάλος και μοναδικός Θόδωρος Αγγελόπουλος .
Όσο απόφευγα να κοντραριστώ πολιτικά (τι νόημα άλλωστε πια είχε) με πολλούς από τους φίλους μου , που δεν το είχαν δει , τόσο επίμονα τους «κόντραρα» ότι δεν έχουν ακόμα πάει να δούνε την ταινία . «Είναι Αγγελόπουλος πολύ – πολύ σύγχρονος» τους έλεγα …Εντάξει θα πάμε έλεγαν κάποιοι …
Όσοι από την παλιά παρέα μπορέσαμε και το είδαμε , πάνω – κάτω , είχαμε την ίδια ανυπομονησία να δούμε τι «άλλο μας επεφύλασσε ο Αγγελόπουλος» ….
Ο Θόδωρος Αγγελόπουλος , ο «σκηνοθέτης της Ιστορίας» , όπως τον αποκαλούσαμε στα νιάτα μας …
Μόνο που θα έχουμε πλέον την απορία «…Τι άλλο μας επιφυλλάσει ο Αγγελόπουλος»…
Επειδή η χώρα ζει αυτή την τραγωδία και επειδή ο «σκηνοθέτης της ιστορίας» από το βράδυ της Τρίτης , δεν είναι πια εδώ , μιας και μια μοτοσυκλέτα στο Κερατσίνι όπου γύριζε την τελευταία ταινία του , του έκοψε το νήμα της ζωής , αντιγράφω από το www. τovima.gr ένα απόσπασμα από την τελευταία συνέντευξη που παραχώρησε στην εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ» και αναφέρετε στην πρόσφατη κρίση :
«Ζούμε μια περίοδο που θα την ονόμαζα μοναδική, όχι με την καλή έννοια αλλά με την αρνητική της» είχε πει πέρσι, τέτοια εποχή στο Βήμα ο Αγγελόπουλος. «Έχω αρκετά χρόνια πίσω μου και τέτοιο πράγμα δεν το έχω ξαναζήσει. Ακόμα και στην περίοδο του Εμφυλίου, στην περίοδο της δικτατορίας ή και στην Κατοχή, ακόμα και τότε τα πράγματα είχαν μια δυναμική περίεργη, μια δυναμική υπόγεια, που δούλευε. Υπήρχε μια αντίσταση, υπήρχαν συγκρούσεις με ιδεολογικό περιεχόμενο, υπήρχε η αναζήτηση ενός καλύτερου κόσμου. Όταν είχαμε χούντα, πιστεύαμε ότι κάποια στιγμή θα τελειώσει και ότι τα πράγματα θα ανοίξουν. Πιστέψαμε σε αυτό που έμοιαζε ότι πάει να πάει να γίνει και ποτέ δεν έγινε».