«Είμαι πολύ θυμωμένος. Ο καλύτερος μου φίλος έφυγε για Γερμανία» μου έλεγε τις προάλλες ο γαμπρός μου. Φυσικός στο επάγγελμα πατέρας τριών παιδιών, δούλευε ωρομίσθιος εκπαιδευτικός όλα αυτά τα χρόνια και με ιδιαίτερα προσπαθούσε να τα κουτσοκαταφέρει. Πλέον απελπίστηκε, Βρέθηκε στη Γερμανία να δουλεύει σερβιτόρος σε γνωστό του έλληνα εστιάτορα.
Ένα γνωστό μου ζευγάρι, άνεργοι για πάνω από ένα χρόνο στην Πάτρα έφυγαν για τη Στουτγκάρδη, χωρίς να ξέρουν γρι γερμανικά και χωρίς να ξέρουν που να απευθυνθούν.
Η κόρη της φίλης μου είναι μαία. Δουλεύει σε γνωστό ιδιωτικό μαιευτήριο των Αθηνών. Τις μείωσαν απανωτά δυο φορές τον μισθό της, της έκοψαν επιδόματα και βρέθηκε να παίρνει ελάχιστα. Σκέφτηκε το Λονδίνο, το οποίο όμως πλέον αρχίζει να γεμίζει και μετά την Αυστραλία. Θα αφήσεις την κόρη σου να φύγει τόσο μακριά; Ρώτησα έντρομη τη φίλη μου. «Ναι, δεν με πειράζει. Εδώ δεν έχει μέλλον. Είναι νέα. Ας φτιάξει τη ζωή της κάνοντας αυτό που αγαπά».
Ο Θοδωρής είναι ένας νέος ηλεκτρολόγος Μηχανολόγος του Μετσοβείου που είναι από τους τυχερούς που προς το παρόν δουλεύει σε μια εταιρεία ηλεκτρονικών Υπολογιστών. Η εταιρεία φυλλορροεί. Έκανε αίτηση στην Αυστραλιανή Κυβέρνηση μέσω του Υπουργείου Μετανάστευσης και περιμένει απάντηση. Θα αφήσει πίσω του τη μητέρα του και τον αδερφό του.
Τόση κατήφεια, τόσα θλιμμένα πρόσωπα, τόσος θυμός… Το μέλλον είναι δυσοίωνο. Οι έλληνες πια κοιτάζουν τον παγκόσμιο χάρτη. Φεύγουν. Από μια πατρίδα που δεν μπορεί να τους κρατήσει.