Οι “αγορές” δεν πίστωσαν την Ευρώπη με την εμπιστοσύνη τους. Θα ήταν παράδοξο να πίστωναν την Ελλάδα! Παρά τις “ελπίδες” που δημιούργησε η συμφωνία της 21ης Ιουλίου, οι ξένοι θεσμικοί επενδυτές απαξιώνουν τους τίτλους της ευρωπαϊκής περιφέρειας συμπαρασύροντας και τους ελληνικούς τίτλους. Δίνουν την εντύπωση πως δεν εξέλαβαν τις αποφάσεις της ΕΕ ούτε ως “ανάσα” για την ελληνική οικονομία. Πόσο μάλλον τη πολυδιαφημισμένη στην Ελλάδα, απόφαση των Βρυξελλών να υπάρξει μείωση της εθνικής συμμετοχής στο 5% για την απελευθέρωση των κονδυλίων του ΕΣΠΑ προς την πραγματική οικονομία – κάτι που πέρασε απαρατήρητο στις αγορές…
Καθίσταται σαφές πως χρειάζεται κάτι πολύ περισσότερο για τη μεταστροφή του κλίματος υπέρ της Ευρώπης και της Ελλάδας, ακολούθως. Κι αυτό το κάτι στους Έλληνες dealers που μιλούν με τους ξένους συναδέλφους τους δεν υπάρχει ούτε στο μακρινό ορίζοντα. Οι εκπρόσωποι των μεγάλων θεσμικών εμφανίζονται επιφυλακτικοί στις αγορές ελληνικών χρεογράφων. Τις περισσότερες φορές δεν τα προτείνουν καν στους πελάτες τους, από φόβο να κατηγορηθούν ότι πρότειναν κάτι εξαιρετικά ριψοκίνδυνο. Είναι που βλέπουν τη κρίση χρέους της Ευρωζώνης να κλιμακώνεται, είναι και οι ελληνικοί οικονομικοί δείκτες που δε βελτιώνονται.
Διαβάζοντας τα νούμερα και τις αναλύσεις, οι dealers βλέπουν ότι οι κρατικές δαπάνες και το έλλειμμα αυξάνουν, το κράτος είναι ανίκανο να εισπράξει φόρους παραμένοντας σπάταλο και ογκώδες, η επιχειρηματικότητα βάλλεται από τη παραμένουσα γραφειοκρατία και την αύξουσα πορεία των φόρων που σε μια οικονομία σε ύφεση το μόνο που πετυχαίνουν είναι να βαθαίνουν την ύφεση. Και σε όλα αυτά μια εικόνα παρακμής και διάλυσης με την κάθε επαγγελματική ομάδα να υπερβαίνει τα όρια της νομιμότητας για να διεκδικήσει τα δικαιώματα της και με την Πολιτεία να παρακολουθεί αμήχανη και αδρανής να καταπατείται κάθε έννοια λογικής.
Όσο λοιπόν δεν προκύπτει το περιβάλλον που θα διασφαλίσει τους επενδυτικούς πόρους, κάθε είδους επένδυση στην Ελλάδα θα παραμένει μια …εν αναβολή θεωρητική συζήτηση. Συζήτηση που για να αποκτήσει συγκεκριμένο περιεχόμενο θα πρέπει να παρέλθουν πέντε έως δέκα χρόνια – χρόνος απαραίτητος για να υλοποιηθούν οι διαρθρωτικές αλλαγές (εφόσον γίνουν), όπως εξήγησαν πρόσφατα Γερμανοί βιομήχανοι σε Έλληνες συναδέλφους τους.
Προς τούτου λοιπόν, δεν υπάρχουν περιθώρια χρονοτριβής. Ό,τι περνά από το χέρι της κυβέρνησης και γενικότερα της πολιτικής ηγεσίας το τόπου, πρέπει να γίνει. Και θα γίνει όχι μόνο εξ ανάγκης, αλλά γιατί θα είναι ο διεθνής έλεγχος που το επιβάλλει, αφήνοντας στην ντόπια ηγεσία το ..προνόμιο της διαχείρισης των κοινωνικών αντιδράσεων που θα αναπόφευκτα θα ακολουθήσουν…