Από την ντουντούκα στο smartphone

Ο Ηλίας Καραβόλιας επιχειρεί να διακρίνει ανάμεσα στην ντουντούκα και το smartphone, κατά την διεξαγωγή ενός προεκλογικού αγώνα. new deal

Μοίρασε το

Ο Ηλίας Καραβόλιας επιχειρεί να διακρίνει ανάμεσα στην ντουντούκα και το smartphone, κατά την διεξαγωγή ενός προεκλογικού αγώνα.


Η χρήση του facebook και των λοιπών social media από τους υποψηφίους των εκλογών, παραδόξως δεν έχει αντικαταστήσει τις παραδοσιακές επισκέψεις στα καφενεία των χωριών, αυτές που γίνονταν πριν κάποιες όχι και τόσο μακρινές δεκαετίες. Οι αναρτήσεις φωτογραφιών από τα μέρη που επισκέπτεται ο υποψήφιος είναι ασταμάτητες. Οι selfies με φόντο τα χωριά, τα τοπία, τους προύχοντες και τους αρχηγούς (ενίοτε και με εικόνες αγίων) δίνουν και παίρνουν. Κάπως έτσι, οι εκλογές μοιάζουν σαν να διεξαχθούν εκτός κοινωνίας, θαρρείς και θα λάβουν χώρα μέσα στο internet καθώς οι υποψήφιοι χτυπάνε ουσιαστικά πόρτα-πόρτα τον κάθε ψηφοφόρο, με ένα like, ένα follow , ένα share.

Ζούμε στην εποχή της κάμψης ενός φαινομένου ιδιαίτερα κρίσιμου για την πολιτικοποίηση του υποκειμένου: της αυτοπρόσωπης κοινωνικής αλληλεπίδρασης. Ο υποψήφιος, όσες χειραψίες και αν καταφέρει να κάνει στις επισκέψεις του, όσους λόγους και αν εκφωνήσει, η αλήθεια είναι ότι μέσω των social media διαδίδει το βιογραφικό του, το ευχολόγιο του, την πολεμική προς αντιπάλους αλλά και τις προτάσεις, τις θέσεις του. Στην πραγματικότητα εξωτερικεύεται εκ του ασφαλούς. Κάνει ότι ακριβώς και ο έφηβος/έφηβη στα social media : αυτοπροστατεύεται χωρίς εσωτερικότητα( βλ. iGen- H γενιά του internet, J. Twenge, εκδ. Κλειδάριθμος)

Σχεδόν όλοι έχουν πλέον κατανοήσει ότι τα likes δεν είναι ψήφοι, απλά τονώνουν την αυτοπεποίθηση και την δημοφιλία καθώς και το αίσθημα του Υπάρχειν, την αδήριτη ανάγκη να δηλώσεις παρών σε κοινότητες και ομάδες, όπως αυτές των social media. Πόσο κοντά είναι όμως άραγε η πραγματικότητα στην καθημερινή ζωή ενός πολίτη που κάνει like στον εκλεκτό του; Πόσο αληθινή είναι η φιλία με έναν άνθρωπο που νιώθει ότι έχει εκατοντάδες φίλους οι οποίοι επιβραβεύουν την ανάρτηση μιας φωτογραφίας ή μιας ευχής σε γιορτές;

Από την ντουντούκα στο smartphone

Στην εποχή της άμεσης διαδραστικής επικοινωνίας, το ερώτημα είναι μάλλον ένα καταληκτικό: πόσο πραγματική είναι η ζωή όπως φαίνεται στο facebook, με τις ευχές και τα συλλυπητήρια, με τις προσωπικές στιγμές και με την συλλογική εκκοσμίκευση ; Μήπως τα likes έχουν γίνει πλέον αυτόματη μηχανική επιβράβευση της απλής παρουσίας του Άλλου, ακόμα και αν δεν μας εκφράζει ή δεν μας εκπροσωπεί; Είναι άραγε κάλπη το facebook όπου εκλέγουμε αντιπροσώπους τόσο σε επίπεδο χώρας όσο και σε τοπικό επίπεδο;

Τα social media γέννησαν μια  νέα πραγματικότητα που αναδύθηκε στην σχέση πολίτη- υποψηφίου, από την στιγμή που ο καθένας  κρατάει στην παλάμη του το μαγικό smartphone. Δηλαδή κρατάει ταυτόχρονα μια μηχανή επιβράβευσης και ένα κυτίο παραπόνων αφού τα κινητά τηλέφωνα και τα tablets είναι αυτά που μας βάζουν σε καθημερινά ‘’κοινοβούλια’’ και σε ‘’συνελεύσεις’’. Μια ατελείωτη συνέλευση άλλωστε είναι αυτή καθ αυτή η διαδραστική επικοινωνία στο ίδιο το διαδίκτυο.

Τι συμβαίνει όμως την επομένη των εκλογών όπου ένας υποψήφιος είχε πχ. 3000 φίλους στο facebook αλλά πήρε μόνο 500 ψήφους; Εδώ πρέπει να αναφερθούμε σε εκείνες τις επιστημονικές έρευνες που δείχνουν ποιες μάζες ψηφοφόρων ακόμα και αν αλληλεπιδρούν στα social media, δεν ενδιαφέρονται να ρίξουν την ψήφο τους στις εκλογές για πολλούς και διάφορους λόγους. Από ψυχαναλυτική προσέγγιση και μόνο, το like  στον φίλο/γνωστό/συγγενή που πολιτεύεται, είναι μια πρώιμη ψήφος που  απαλλάσσει το άτομο από το  να πάει στην κάλπη και να ψηφίσει, αφού πιστεύει ότι ‘όλοι ίδιοι είναι, όλοι τα ίδια λένε πριν τις εκλογές’.

Ουσιαστικά κάποιοι ψηφοφόροι νιώθουν να εκπληρώνουν το καθήκον τους απέναντι στα κοινά, μέσω των social media  Στην πραγματικότητα, πολλοί  βολεύονται με τα πολλά likes σε πολλούς διαφορετικούς υποψηφίους και μοιάζουν ικανοποιημένοι από τον εαυτό τους ως συμμετέχοντες στην προεκλογική καμπάνια όσων γνωρίζουν. Στην συνείδηση τους τα έχουν καλά με όλους. Οι δε πολιτευτές, τσεκάρουν συνεχώς τις αναρτήσεις όλων των ψηφοφόρων και επιβραβεύουν ή σχολιάζουν θετικά, προς άγραν της ψήφου.

Να δούμε όμως ποιες κρίσιμες μάζες ψηφοφόρων απέχουν στην πλειοψηφία τους από την αληθινή ψήφο. Οι μελέτες από διάφορες χώρες δείχνουν ότι οι νέοι κάτω των 25-30 που χρησιμοποιούν ατελείωτες ώρες τα social media , στην πλειοψηφία τους είναι ανεξάρτητοι, μη κομματικοποιημένοι, με άποψη, χωρίς επαναστατική διάθεση (βλ. J.Twenge, 2017). Ενώ στηρίζουν πρόσωπα (γνωστά, συγγενικά, φιλικά) δεν επιθυμούν τελικά τον χρωματισμό σε μια παράταξη (αυτοδιοικητική ή κομματική). Η ιδεολογία απουσιάζει ως φορτίο αξιοδότησης προτάσεων, η ψευδαισθητική ψηφιακή εγγύτητα με τον επώνυμο υποψήφιο υπερτερεί της νηφάλιας αξιολόγησης των θέσεων του, και τελικά η ψήφος γίνεται χαλαρή ως περιττή( βλ. R. Brownstein,The great democratic gap, Τhe Atlantic, 2/2/ 2016) Yπάρχουν φυσικά και εκείνοι που ψηφίζουν επειδή αναμένουν αντάλλαγμα. Και είναι ουκ ολίγοι, αν και μη ανιχνεύσιμοι από τις έρευνες.

Η δε γενιά των μη μυημένων στην πληροφορική και στο σερφάρισμα (κυρίως ανω των 65) που δεν χρησιμοποιεί internet και social media, θέλει να ακούσει, να δεί, να μιλήσει με τον υποψήφιο. Και είναι η γενιά αυτή που δύσκολα ξεγελιέται και δύσκολα αποφασίζει, αγκυρωμένη συχνά σε παραδοσιακές ιδεοληψίες, όπως περί Αριστεράς και Δεξιάς. Σε μια όχι και τόσο φουτουριστική εκδοχή, ίσως η ψήφος να γίνει ηλεκτρονική για όλους και ίσως οι γονείς και οι παππούδες να πρέπει να μάθουν από τα παιδιά τους πώς να ψηφίζουν ηλεκτρονικά. Αλλά το ποιόν θα ψηφίσουν, δεν νομίζω ότι μπορεί να τους το επιβάλλουν τα παιδιά. Οι μεγαλύτερες γενιές αντιλαμβάνονται το πολύ απλό: με το να βρίσκονται ακόμα και μικρά παιδιά συνεχώς με ένα κινητό στο χέρι, αλλοτριώνονται και έτσι  δεν παράγεται ούτε καν Πολιτική, δεν δουλεύει δημιουργικά ο Λόγος, απλά η ιντερνετική κοινότητα αναλώνεται σε μια ροή επικοινωνίας ψυχαναγκαστική σχεδόν, όπου οι δρώντες απλά δεν θέλουν να μείνουν έξω από την ροή αυτή. Και ακριβώς εδώ είναι που αυτή η ροή, αυτό το ανοιχτό θέαμα στο facebook (να βλέπεις τους πάντες σε κατάσταση ευτυχίας, δυστυχίας, αγανάκτησης) μοιάζει με έκσταση της παραγωγής (βλ. Baudrillard)  με υπερπολιτικοποίηση, με καθυπόταξη της Γλώσσας στην Συμβολική Εξουσία (βλ. Bourdieu).

Αλλά τελικά δεν είναι ακριβώς έτσι το Πραγματικό: Το υποκείμενο δεν παράγει, δεν αποδίδει, δεν δημιουργεί, όταν απλά επικοινωνεί εικονικά. Απλά εύχεται και υπόσχεται…

ΚΑΤΕΒΑΣΤΕ ΤΟ APP

Download on the App Store

Μοίρασε το

του αρθρογράφου

ideas change society

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

Αφήστε μια απάντηση

Σχόλια

Μπες στη συζήτηση

Κάνε εγγραφή για να αφήσεις τα σχόλιά σου

Κάνε εγγραφή για να αφήσεις τα σχόλιά σου