Ο βίος των υπόδουλων Ελλήνων στις παραμονές της Εθνεγερσίας καταγράφηκε, διασώθηκε και προβλήθηκε στον ευρύτερο Ευρωπαϊκό χώρο από τους ξένους περιηγητές, που μαγεμένοι από τον αρχαίο μας πολιτισμό έρχονταν να γνωρίσουν τη χώρα μας.
Παλαιότερα οι περιηγητές ήσαν ταξιδιώτες που έφθαναν στην Ελλάδα και στις άλλες περιοχές της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, πρωτίστως σαν έμποροι, στρατιωτικοί και ναυτικοί . Στα τέλη όμως του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα, φθάνουν στην Ελλάδα, σαν περιηγητές, διπλωμάτες, απεσταλμένοι μοναρχών και κυβερνήσεων , πρόξενοι, αρχαιολόγοι, επιστήμονες καλλιτέχνες, λαογράφοι αλλά και Ευρωπαίοι αριστοκράτες, λόρδοι και βαρόνοι.
Όπως έχουν τονίσει οι μελετητές του θέματος, η άφιξη ενός περιηγητή, σε κάθε περιοχή, αποτελούσε μεγάλο και σημαντικό γεγονός. Ήταν μια πολύ ενδιαφέρουσα επικοινωνία, η επαφή των υπόδουλων Ελλήνων με τον δυτικό κόσμο.
«Οι έλληνες δέχονταν με δίψα την ανταύγεια του ευρωπαϊκού διαφωτισμού, αναθυμόταν την ιστορία τους, προβληματίζονταν. Η χώρα αναδύονταν, αργά αλλά σταθερά, από την αφάνεια και τη λήθη κι άρχισε να προβάλλεται στο ευρωπαϊκό προσκήνιο…» ( Κυριάκος Σιμόπουλος- -¨Ξένοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα:1700-1800».
Έχει επισημανθεί το ευχάριστο γεγονός, οι περιηγητές έτρεφαν σεβασμό στον αρχαίο πολιτισμό, στα μνημεία και στους μυθικούς ήρωες. Αυτά όμως ερέθιζαν και τη φαντασία των Ελλήνων, ξυπνούσαν την περηφάνια και την εθνική συνείδηση , στις ψυχές τους, για την προγονική κληρονομιά.
Ο συγγραφέας Δημ. Καμπούρογλου στο σύγγραμμά του : «Αι παλαιαί Αθήναι, Αθήνα 1922, μεταξύ άλλων γράφει:
«…Η εμφάνισης κάπου –κάπου , ενός περιηγητή ήτο πράγματι, η μόνη παρηγοριά εις τας σκλαβωμένας Αθήνας. Διότι ούτος αψηφώνκόπους, έξοδα και κινδύνους, απεφάσιζε να διασχίσει το σκοτάδι των ελληνικών περιοχών και να σκορπίζει ολίγον φως εις αλυσοδεμένους σωματικώς και ψυχικώς Έλληνας, να προκαλέσει δε την αγάπην των ελευθέρων λαών δια την αρχαίαν πατρίδα του πολιτισμού…»
Το Αίγιο, την προεπαναστατική Βοστίτσα, επισκέφθηκαν όλοι οι γνωστοί περιηγητές, που αναφέρουν οι μελετητές κι ερευνητές της ιστορίας μας. Στα κείμενά τους, τα περιηγητικά χρονικά , προβάλλονται:
- Ο δραματικός αγώνας των υπόδουλων για επιβίωση κι ο κρυφός και άσβηστος πόθος για λευτεριά.
- Η διάσωση και ο φωτισμός του ελληνικού λαϊκού πολιτισμού, με καταγραφή των συνθηκών του καθημερινού βίου.
- Η διάσωση πολύτιμων λαογνωστικών στοιχείων και πληροφοριών για ήθη, έθιμα , παραδόσεις, τραγούδια, χορούς, δεισιδαιμονίες, ενδυμασίες, έπιπλα και σκεύη… όλα όσα αφορούν το λαϊκό μας πολιτισμό.
Ένας από τους σοβαρότερους περιηγητές που κατέγραψε πολλά σημαντικά στοιχεία της προεπαναστατικής ζωής στη Βοστίτσα είναι ο Άγγλος Χομπχάουζ. Ήταν στενός φίλος του Λόρδου Βύρωνα και τον συνόδευσε στο πρώτο του ταξίδι στην Ελλάδα. Οι δύο Άγγλοι φίλοι Βύρωνας και Χομπχάουζ, το 1809 βρέθηκαν στην Βοστίτσα και φιλοξενήθηκαν για λίγες μέρες, στο αρχοντικό του Ανδρέα Λόντου. Αργότερα στο Λονδίνο ο φίλος του Μπάυρον έγραψε και τύπωσε το βιβλίο του:
– «Ταξίδι δια μέσου της Αλβανίας και των άλλων επαρχιών της Τουρκίας, στην Ευρώπη και στην Ασία μέχρι την Κων/πολη,1809-1810».
Σε αυτό το ταξίδι ο περιηγητής Χομπχάουζ σημειώνει :
-«…Στην κάτω πόλη, στην παραλία, βρίσκεται ο τεράστιος πλάτανος, ο οποίος ήταν γνωστός και στην εποχή του Άγγλου αρχαιολόγου Τσάντλερ (1708). Στη σκιά του, εγώ και ο Βύρων είδαμε επίδοξους τεχνίτες να ναυπηγούν ένα μεγάλο καράβι…»
Περιγράφοντας τον Ανδρέα Λόντο ο περιηγητής Χομπχάουζ σημειώνει:
-«…Ο Κοτζαμπάσης δεν ήτο πέντε πόδας υψηλότερος και χωρίς καμμίανυπερβολήν το καλπάκι του ήτο περίπου το εν τρίτον των πέντε ποδών . Προσεπάθει όσο ηδύνατο να δίδη εις τον εαυτόν του τον επιφυλακτικόντόνον των Τούρκων, αλλά η φυσική του καλή διάθεσιςδιέφευγεν από την μεταμφίεσιν αυτήν και απεκάλυπτε τον πραγματικόν χαρακτήρα ενός εύθυμου και φιλοπράγμονος νέου…»
Για το αρχοντικό του Λόντου, τα γεύματα και τις λοιπές οικιακές συνήθειες, ο φίλος του Λόρδου Βύρωνα αναφέρει :
-«…Εφιλοξενήθημεν ανέτως και ευπροσώπως παρ’ αυτού. Η οικία του ήτο μεγάλη και εκτισμένη επί πέτρινων τόξων και η άνοδος εις αυτήν εγίνετο δια ξύλινης κλίμακος. Περιελάμβανε δύο πτέρυγας, τη δεξιάν, κατερχομένης από τας γυναίκα, τας οποίας σημειωτέον δεν είδομεν καθόλου κατά το δια΄στημα των δέκα ημερών. Τα αριστερά διαμερίσματα, αποτελούντο από την αίθουσαν τον ακροάσεων και από εν παράπλευρον δωμάτιον όπου εκοιμώμεθα . Η στοά η οποία συνήνωνε τας δυο πτέρυγας, είχεν εις το μέσον την τραπεζαρίαν».
Ο Άγγλος αρχαιολόγος Γουλιέλμος Λήκ επισκέφθηκε τη Βοστίτσα γύρω στα 1806, αφού περιόδευσε την Ελλάδα από το 1804 μέχρι το 1809. Ταξινόμησε τις ταξιδιωτικές του σημειώσεις και τις τύπωσε, το 1830 στο Λονδίνο, σε βιβλίο με τίτλο : «Τα ταξίδια στο Μοριά». Μεταξύ άλλων ο Λήκ γράφει για τη Βοστίτσα:
-«…Δια τη ναυπήγησιν πλοίων και λέμβων, τα πέριξ του Αιγίου βουνά παράγουν ξυλείαν εκ πεύκων κυρίως, αλλά και άλλων ειδών κατάλληλου ξυλείας εις τα δυτικώτερα. Η Βοστίτσα έχει μόνο ένα τζαμί. Έχει περίπου 30 τουρικάς οικογενείας και περί τας τετρακοσίαςΕλληνικάς. Τελευταίως όμως ηύξησεν ο πληθυσμός της πόλεως, λόγω μεταναστεύσεως μεγάλου αριθμού κατοίκων του Γαλαξειδίου, εξαναγκασθέντων προς τούτο από τας συνεχείς ενοχλήσεις άς υφίσταντο από τον Αλή Πασάν, όστις ηξίου να εργάζονται δωρεάν εις τα πλοία του και τοιουτοτόπως μέγα μέρος του εμπορίου του Γαλαξειδίου μετεφέρθη εις το Αίγιο…»
Τέλος για τον περίφημο Πλάτανο της παραλίας ο Γουλιέλμος Λήκαναφέρει ότι «έχει περιφέρειαν 35 ποδών (16 μέτρων) κατά πέντε πόδας μεγαλύτερος από τον πλάτανο της Κω κι ότι κάτωθι του υπάρχουν κρήνες που ρέει άφθονο νερό πηγών.
Ο Φραγκίσκος Πουκεβίλ, Γάλλος περιηγητής και ιστοριογράφος (1770-1838) είδε και κατέγραψε πολλά ενδιαφέροντα για τη Βοστίτσα των αρχών του 19ου αιώνα, στο βιβλίο του : «Ταξίδια στο Μοριά, Κων/πολη, Αλβανία και άλλα μέρη της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, κατά τα έτη 1798-1801», που τύπωσε το 1805 στο Λονδίνο. Γράφει και αυτός για τον πλάτανο της παραλίας, ότι οι κάτοικοι καυχώνται για την ιστορία του και το μέγεθός του και δε υστερεί σε τίποτα από τον περίφημο πλάτανο της Κω.
Ο Πουκεβίλ μας δίνει για τη Βοστίτσα πολύτιμες και αξιόλογες πληροφορίες που έχουν συμπεριληφθεί στην «Ιστορία του Αιγίου (Αρ. Σταυρόπουλος).
Ο Ρώσος περιηγητής Μπαρσκύ, περιγράφει με πολλές λεπτομέρειες τις Μονές Ταξιαρχών και Πεπελενίτσας. Ο Βασίλειος Γρηγ. Μπαρσκύ ταξίδευσε στην Παλαιστίνη στα 1747 και πέρασε από τη Βοστίτσα. Σχετίστηκε με τον ιερομόναχο Ταξιαρχίτη Σπυρίδωνα Σπυρόπουλο που του έδωσε πολλές παλιές εικόνες προς αντιγραφή και μια περίφημη Παναγία Γλυκοφιλούσα. Στο Αίγιο ο Μπαρσκύ έκαμε πολλά πορτραίτα Βοστιτσιάνων ανδρών και γυναικών. Κατά τα έτη 1764-1765-1766 ο Άγγλος περιηγητής RICHARD CHANDLER, μέλος του κολλεγίου της Μαγδαληνής και της Εταιρείας Αρχαιοπωλών του Λονδίνου, περιηγήθηκε την Ελλάδα και επισκέφθηκε την περιοχή μας. Για τη Βοστίτσα μεταξύ άλλων γράφει :
-«…Η πόλις αυτή φαίνεται ότι ήτο απομακρυσμένη από την ακτήν, όπου αντλούσε αφθόνως από μιαν πηγήν, ευρισκομένην εκεί ύδωρ. Ο Παυσανίας γράφει: Θεάσασθαί τε και πιείν εκ πηγής ηδύ. Το Αίγιον ήτο πόλις κατέχουσα αρκετά διακεκριμένηνθέσιν εις χώραν, η οποία ονομάζετο κατ’ αρχάς Αιγιαλός και έπειτα Αχαΐα. Είχε θέατρον και ναούς, των οποίων μερικοί ευρίσκοντο πλησίον της θαλάσσης. Ένας από τους ναούς αυτούς ήτο αφιερωμένος εις τον Δία, το επονομαζόμενονΟμαγύριον, διότι εκεί ο Αγαμέμνων προ της εκστρατείας κατά της Τροίας, είχε συναθροίσει τους κυριότερους αρχηγούς της Ελλάδος. Το Αχαϊκόν συνέδριον συνεδριάζει εκεί από πολλούς αιώνας…»
Ο Γάλλος περιηγητής FELIX BEAUJOUR, πρώην πρόξενος της Γαλλίας στην Πάτρα, στο βιβλίο του «Εμπορικός πίναξ της Ελλάδος», έγραψε λεπτομερή μελέτη για τη σταφιδοκαλλιέργεια. Από το κείμενο του εν λόγω Γάλλου περιηγητή φαίνεται ότι η παραγωγή σταφίδας, στην περιοχή της Βοστίτσας έχει διπλασιαστεί το 1800 κι έφτανε τα 2/8 της συνολικής παραγωγής, δηλαδή τα δύο εκατομμύρια ενετικές λίρες. Σε άλλο σημείο του βιβλίου τονίζει:
-«…Έμαθον ότι η Βοστίτσα έχει σταθερώς τας ωραιότερας σταφίδας και τας αφθονερώτερας εσοδείας. Ο μεγαλύτερος εχθρός της σταφίδας είναι το σκαθάρι, ροκανίζει τα πάντα, φύλλα και άνθη και πεθαίνει από υπερβολικό φούσκωμα. Οι κάτοικοι της περιοχής έχουν μια παροιμίαν η οποία λέγει ότι : οι γαστρίμαργοι πεθαίνουν από φούσκωμα της κοιλιάς όπως τα σκαθάρια…»
Ο έμπορος Ιταλός και περιηγητής Σαβέριο Σκροφάνι, έφθασε στη Βοστίτσα το 1795 και φιλοξενήθηκε από τον προύχοντα (Λογοθέτη) Σωτηράκη Λόντο, πατέρα του Ανδρέα Λόντου. Στο βιβλίο του «Viaggio in Grecia» περιγράφει το χαρακτήρα, την αρχοντιά και τη φιλοξενία του ΣωτηράκηΛόντου, τονίζοντας μεταξύ άλλων :
-«…Δεν αναπνέει παρά δια να διοική, όπως ο Καίσαρ. Είναι φιλόφρων και φιλόξενος και δεν θα επέτρεπε ποτέ, οι ξένοι να πηγαίνουν αλλαχού παρά μόνον εις την οικίαν του. Είναι ο μόνος, μεταξύ των Ελλήνων, άξιος αυτού του ονόματος, ο μόνος που αισθάνεται την αξία του εδάφους που πατεί, ο μόνος τέλος μεταξύ τόσων βαρβάρων, που πηγαίνει κάθε τόσον και στενάζει επάνω εις τα ιερά λείψανα των προγόνων του…».
Ο Σουηδός πρεσβευτής στην Κων/πολη στα τέλη του 18ου αιώνα Πιερ Όλαφ Άσπ, επισκέφθηκε τη Βοστίτσα το Μάρτιο του 1796. Ο Άσπ έγραψε ένα ημερολόγιο για το ταξίδι του στη Βοστίτσα και την Ελλάδα. Για τον μεγάλο πλάτανο της παραλίας ο Σουηδός πρεσβευτής γράφει:
-«…Στην παραλία υπάρχουν βρύσες από τις οποίες το νερό τρέχει με ορμή από δέκα κάνουλες. Πλησίον εκεί υπάρχει ένας μεγαλοπρεπής πλάτανος , αρκετά υπερμεγέθης κι επιβλητικός . μέτρησα την περιφέρεια του κορμού του και ήταν έξι οργιές…».
Αυτές και πολλές άλλες πληροφορίες, μας δίνουν οι ξένοι περιηγητές που επισκέφθηκαν τη Βοστίτσα, λίγα χρόνια πριν τον ξεσηκωμό του γένους, για το ξεσκλάβωμα του από τον τουρκικό ζυγό(1760-1815). Όλα αυτά τα ταξιδιωτικά τους κείμενα έχουν εξαιρετικά μεγάλο ενδιαφέρον και θα αποτελούσε σημαντική συμβολή στην ιστορία της πόλης μας, αν κάποτε συγκεντρώνονταν, τυπώνονταν και κυκλοφορούσαν σε ένα πολύτιμο, χρήσιμο και διαφωτιστικό βιβλίο.
Πολλές και σημαντικές πληροφορίες μας δίνουν και περιηγητές που επισκέφθηκαν την περιοχή μετά την επανάσταση του 1821 και μέχρι το 1900, αλλά αυτό θα αποτελέσει αντικείμενο ενός άλλου σημειώματος.