Τελευταία, αναπτύχθηκε έντονη συζήτηση στους διαδρόμους της Βουλής, αναφορικά με τα «λειτουργικά» προβλήματα που μπορεί να προκαλέσει η μαζική λειτουργία των (πέντε) Εξεταστικών Επιτροπών για τη διερεύνηση σκανδαλωδών υποθέσεων του πρόσφατου παρελθόντος, όπως έχει ζητήσει η κυβερνώσα παράταξη.
Για όλους όσοι παρακολουθούν από κοντά τα διαδραματιζόμενα στον Ναό της Δημοκρατίας, ειδικά μάλιστα όσον αφορά τον τρόπο που οι «300» μετέχουν σε αυτό που ονομάζουμε «νομοθετική εργασία» (μελέτη, επεξεργασία σχεδίων νόμων, συζήτηση επί προτεινόμενων διατάξεων, κατάθεση νέων βελτιωτικών προτάσεων ή εισήγηση διορθωτικών τροπολογιών), θα καταλήξει εύκολα στο λίαν απογοητευτικό συμπέρασμα ότι ελάχιστοι είναι εκείνοι οι οποίοι ασχολούνται με τρόπο ουσιαστικό και αποτελεσματικό με το… άθλημα! Αρκετοί υποστηρίζουν ότι είναι ο Κανονισμός της Βουλής που περιορίζει ασφυκτικά τον ρόλο των μελών των βουλευτών, καθώς δεν αφήνει περιθώρια ενεργού εμπλοκής τους στην όλη διαδικασία. Η αλήθεια είναι πως έχουν κατ’ αρχήν δίκιο σε αυτή την επισήμανσή τους. Αλλά εξαιτίας της γενικότερης στάσης τους, το χάνουν!
Δεν έχει σημειωθεί, μέχρι στιγμής, μια δυναμική κινητοποίησή τους, προκειμένου να διεκδικήσουν το κρίσιμο και ουσιαστικότατο αυτό κομμάτι των αρμοδιοτήτων τους. Να πιέσουν ώστε να αλλάξει ριζικά ο Κανονισμός, προς ενίσχυση της αξιοπιστίας των ιδίων και προς αναβάθμιση του νομοθετικού έργου.
Αντιθέτως, στη μεγάλη τους πλειοψηφία είτε παθητικά αποδέχονται τους ισχύοντες όρους του παιχνιδιού είτε απολαμβάνουν τα «οφέλη» της σκιώδους συμμετοχής τους στην κοινοβουλευτική ζωή: όταν συνεδριάζουν οι αρμόδιες Επιτροπές για τη συζήτηση ενός νομοσχεδίου, κατά κανόνα προσέρχονται στην έναρξη, υπογράφουν στο δελτίο… παρουσιών και αμέσως μετά φεύγουν. Ετσι, δεν μετέχουν μεν στη διαδικασία, εισπράττουν δε το «επίδομα» παρουσίας τους σε αυτές τις Επιτροπές… Ούτε, όμως, και όταν το νομοσχέδιο βρεθεί στο τελικό στάδιο της «συζήτησης», αυτή τη φορά στην Ολομέλεια, η εικόνα αλλάζει: η συμμετοχή στη διαδικασία των παράλληλων μονολόγων, είναι μάλλον τυπική, με το βάρος για την υποστήριξη ή την απόρριψη του προτεινομένου νομοσχεδίου να πέφτει στους ώμους των κοινοβουλευτικών εκπροσώπων και των ελάχιστων (ενός από κάθε κόμμα) εισηγητών.
Τούτων δοθέντων, μοιάζουν μάλλον υποκριτικές οι ενστάσεις περί ενδεχόμενης επιβάρυνσης του νομοθετικού έργου από την ενεργοποίηση και λειτουργία των Εξεταστικών. Και αφού δεν προλαβαίνουν να αλλάξουν τον Κανονισμό, τουλάχιστον ας ρίξουν φως, δίχως προσχηματικές καθυστερήσεις, στις σκοτεινές σκανδαλώδεις πολιτικές υποθέσεις…
ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΜΠΟΥΡΔΑΡΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΕΤΑΙ ΣΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ “ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ”