Η ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΟΧΘΗ

Μοίρασε το

«… Ονειρευότανε πάντοτε την απέναντι όχθη…»

Τελειώνει σιγά – σιγά ο απεριόριστος πολλαπλασιασμός των ψευδαισθήσεων. Στην από εδώ πλευρά της όχθης εξαντλήθηκαν τα θαύματα.

Η υπερφίαλη περιγραφή του κόσμου, που έκρυβε μέσα της έναν άρρητο στόχο καθολικής κυριαρχίας, δεν έχει άλλα περιθώρια να θαυμάσει τον εαυτό της.

Η χώρα συνωστίζεται στην όχθη του ορμητικού ποταμού. Παρατηρείται υπερσυγκέντρωση. Η απειλούμενη ερήμωση συρρικνώνει το κατοικήσιμο μέρος. Για πολλούς, η σχετική ευμάρεια της αειθαλούς πεδιάδας είναι ήδη παρελθόν. Τα όρια στενεύουν, τα περιθώρια εξαντλούνται.

Τα μνημόνια συμπύκνωσαν την αγωνία να συντηρηθεί η αειθαλής πεδιάδα. Η εκδοχή της παράτασης των μνημονίων κρύβει την απειλή των εύκολων λύσεων, μαζί με τον συμβιβασμό και τον φόβο που ως υποψία τα συνοδεύει.

Η πολιτική συχνά συντρίβει τα πρόσωπα και ακόμη πιο συχνά συντρίβεται μαζί τους. Χάνει τον καθοριστικό ρόλο της και αδυνατεί να ακούσει, να μιλήσει και να πείσει. Ο παραπλανητικός λόγος απέκρυψε τις πηγές της φθοράς. Ο αυτάρεσκος διχασμός τροφοδότησε τον κυβερνητικό χρόνο. Καταστροφικός αυτός ο διχασμός από τον πυρήνα του, παρεμπόδισε την αναγκαία συνεννόηση. Τα μέρη διεκδίκησαν τον δικό τους χώρο στην ερημωμένη όχθη.

Εν τω μεταξύ, μέρα με τη μέρα, η φυσιογνωμία της κατακερματισμένης κοινότητας αλλοιώνεται. Απαισιοδοξία. Παραίτηση. Ανομία.

Η εσωστρέφεια που προκύπτει δυσκολεύει τη συζήτηση με τον έξω κόσμο. Οι γέφυρες της εμπιστοσύνης έχουν πέσει και φαίνεται ότι ο οικισμός Ελλάς έχει ηττηθεί σε όλα τα μέτωπα.

Σε τέτοιες στιγμές, η κοινωνία καλείται να περάσει στην απέναντι όχθη.

Κάθε όχθη είναι ένας φραγμός.

Το πέρασμα απαιτεί γενναιότητα και τόλμη. Ανάληψη της ευθύνης και αποδοχή της δοκιμασίας. Και πάντως, ανυπερθέτως απαιτεί αμοιβαιότητα και εμπιστοσύνη.

Η ορμητική ανάγκη παρασύρει σαν ξερό φύλλο κάθε αίσθηση κυριαρχίας. Σήμερα προέχει η συνεννόηση για τη συνύπαρξη. Στον τόπο της απέναντι όχθης καλούμαστε για μια άλλη αρχή.

«Ονειρευότανε πάντοτε την απέναντι όχθη.

Εκεί που υπήρχαν μόνο χρώματα γαλανά.

Βέβαια, μπορούσε να φτάσει – αν αποφάσιζε, αν τολμούσε.

Όμως οι γέφυρες ήταν στενές, ετοιμόρροπες.

Το βαρύ μαύρο πύκνωνε.

Δεν υπήρχαν χέρια να κρατήσουν τα κεριά.

Έφυγε μαζί με τ’ όνειρό του».

(Από ποίημα του Η. Σιμόπουλου)

ΚΑΤΕΒΑΣΤΕ ΤΟ APP

Download on the App Store

Μοίρασε το

του αρθρογράφου

ideas change society

Αφήστε μια απάντηση

Σχόλια

Μπες στη συζήτηση

Κάνε εγγραφή για να αφήσεις τα σχόλιά σου

Κάνε εγγραφή για να αφήσεις τα σχόλιά σου