Δεν είναι που έκαναν κακό. Που προκάλεσαν, που μετείχαν, που συνθηκολόγησαν με το έγκλημα. Είναι που συνεχίζουν να το κάνουν με ζηλευτή ευκολία. Στο όνομα της αποκατάστασης του ονόματός τους, της δικαίωσης των επιλογών τους, της προσπάθειάς τους να μπορούν να κυκλοφορούν και πάλι ελεύθερα στον δρόμο. Γιατί, σήμερα –και δικαίως- δεν μπορούν.
Δεν θα μπω στον κόπο να θυμίσω τι έκαναν. Το γνωρίζουν οι πάντες. Το βλέπουν κάθε πρωί στον καθρέπτη. Στο άδειο τους πορτοφόλι. Στην χαμένη αξιοπρέπεια. Το ζουν στον εφιάλτη που υπόσχεται η κάθε μέρα που ξεκινά.
Ο ένας μετά τον άλλο, λιγότερο ή περισσότερο πομπωδώς, προσπαθεί ψελλίζοντας ν’ αποκαταστήσει την δημόσια εικόνα του. Βγαίνει ο ένας μετά τον άλλο για να πει τι; Αηδίες. Μπούρδες για λαϊκή κατανάλωση. Ό,τι έλεγε πάντα δηλαδή, μόνο που το κοινό τώρα είναι υποψιασμένο. Καταδικασμένο, αλλά υποψιασμένο. Και κάθε μέρα που περνάει, όσο δύσκολη κι αν είναι, όσο ισοπεδωτική μπορεί ν’ αποδειχθεί, γεννά την ανάγκη για νέο ξεκίνημα. Κι αν μη τι άλλο, αυτό το «νέο ξεκίνημα» τους καθιστά απόβλητους. Οριστικά και αμετάκλητα. Όλους, χωρίς εξαιρέσεις. Κι αυτό δημιουργεί προβλήματα στην μακροημέρευσή τους, στην πολιτική τους επιβίωση, τους βάζει για τα καλά στο συρτάρι, πλιατσικολόγους, λιλιπούτειους και ψεύτες να καταγίνονται με τ’ αποκτήματα που υπεξαίρεσαν απ’ έναν ολόκληρο λαό που ακουσίως ή εκουσίως παραμυθιάστηκε επί χρόνια. Τέλος χρόνου κι εποχής όμως. Φαίνεται ότι επιτέλους πιάνουμε πάτο κι ας λένε. Κι όταν τον πιάσουμε με το καλό, θ’ αρχίσει και η αντίστροφη μέτρηση… Πού θα πάει; Πόσο ακόμα;
Κάποιοι απ’ αυτούς μάλιστα φθάνουν στο σημείο να ξαναδίνουν «ραντεβού με τον λαό»! Πάλι με χρόνια με καιρούς. Και σκέφτομαι: Ο Άκης τουλάχιστον είναι σε καλύτερη μοίρα. Τυχερός(!) κλείστηκε στον Κορυδαλλό. Δεν μπορεί να παραμυθιάζει και να παραμυθιάζεται ότι μπορεί να ξανακυκλοφορήσει στους δρόμους. Να ξανακυκλοφορήσει την αμετροέπεια και την ένδυα του. Απελευθερώθηκε. Άδικο για τους πολλούς, βολικό για τον ίδιο…