Ακούγεται κι επαναλαμβάνεται συχνά. “Οι αλλαγές σε Ασφαλιστικό και Εργασιακό ήταν επιβεβλημένες για να σωθεί η χώρα”. “Ήταν αναγκαίες για τη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος”. “Η ριζική παρέμβαση στο σύστημα ήταν μονόδρομος, αφού το πρόβλημα δεν αντιμετωπίστηκε εγκαίρως”.
Θα περίμενε κανείς να ακούσει από μια σοσιαλιστική κυβέρνηση ότι μονόδρομος είναι η δίκαιη ανακατανομή του πλούτου, όπου ο καθένας θα λαμβάνει ό,τι του αξίζει και σύμφωνα με την προσφορά του, αλλά που σε κάθε περίπτωση θα διασφαλίζεται ένα ελάχιστο “αξιοπρεπούς” διαβίωσης. Το “αξιοπρεπές” μπαίνει σε εισαγωγικά καθώς είναι η κυβέρνηση που στο νομοσχέδιο επικαλείται την καταβολή “αξιοπρεπούς” συντάξεως, το ύψος …αξιοπρέπειας της οποίας, προφανώς, θα κρίνει η ίδια υποκειμενικά…
Θα περίμενε κανείς από μια σοσιαλιστική κυβέρνηση να απορρίψει το μονόδρομο της ραγδαίας άμβλυνσης των κοινωνικών ανισοτήτων που προκαλούνται, όταν διαπιστώνει διαρκώς τον απότομο και αδικαιολόγητο υπερπλουτισμό λίγων έναντι της απότομης κι εξίσου αδικαιολόγητης απώλειας εισοδημάτων των πολλών.
Θα περίμενε κανείς από ένα σοσιαλιστικό κόμμα με στελέχη σοσιαλιστές να υπερασπιστεί τα συμφέροντα των πολλών που τους έδωσαν την εξουσία προ οκτώ μηνών. Κι ασφαλώς δεν θα περίμενε κανείς την τόσο συχνή επίκληση του “πολιτικού κόστους” που συνεπάγονται οι παραπάνω “γενναίες” αποφάσεις της κυβέρνησης.
Διότι αν πράγματι η κυβέρνηση θεωρεί ότι εισπράττει το “πολιτικό κόστος” των αποφάσεών της δεν έχει παρά να επιδιώξει να το πληρώσει. Ίσως αυτό να εννοούσε ο Χάρης Καστανίδης, όταν έθετε θέμα δημοκρατικής νομιμότητας…
Άλλωστε, στον υπουργό Δικαιοσύνης αναγνωρίζεται κι ευθύτητα και ευθιξία, γεγονός που εν πολλοίς εξηγεί πως ένας πολιτικός αντιλαμβάνεται το συνειδησιακό βάρος να πράττει τελικώς τα άκρως αντίθετα απ’ όσα είχε υποσχεθεί να πράξει.