του ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΜΠΑΓΕΩΡΓΟΥ
Έχουν συμπληρωθεί πέντε μήνες από τη συγκρότηση της κυβέρνησης Σαμαρά, με τη στήριξη της ΝΔ του ΠΑΣΟΚ και της ΔΗΜΑΡ. Χρόνος ικανός για γίνει μία πρώτη αποτίμηση του κυβερνητικού έργου. Βασικό χαρακτηριστικό της 5μηνης διακυβέρνησης είναι η πλήρης αναντιστοιχία των προεκλογικών εξαγγελιών των κομμάτων που τη στηρίζουν, με την ακολουθούμενη πολιτική. Ακόμα και η ίδια η προγραμματική συμφωνία των ίδιων κομμάτων αποτελεί, απλά και μόνο, ένα ιστορικό ντοκουμέντο, χωρίς πρακτική αξία.
Στο διάστημα που μεσολάβησε από τις εκλογές μέχρι σήμερα, η ασκούμενη κυβερνητική πολιτική είναι η συνέχεια της πολιτικής των κυβερνήσεων Παπανδρέου και Παπαδήμου, ακόμα και με την ίδια ρητορική.
Είναι η πολιτική που υπαγορεύεται από την «τρόικα», η πολιτική των μνημονίων, η πολιτική της λιτότητας, που έχει σαν αποτελέσματα την ύφεση, την ανεργία, την πτώση του βιοτικού επιπέδου του ελληνικού λαού, χωρίς να διαφαίνεται διέξοδος από την κρίση, στο , κατά το δυνατόν, προβλέψιμο μέλλον, ενώ παράλληλα, δεν απομακρύνει τον κίνδυνο της χρεοκοπίας της χώρας και την έξοδο από την ευρωζώνη.
Οι πρόσφατες αποφάσεις του Euro group είναι αποτέλεσμα συμβιβασμού των Γερμανών και του ΔΝΤ με απούσα και πάλι την Ελληνική πλευρά. Πρόκειται για ένα, ακόμα, πιο ασφυκτικό πλαίσιο χρηματοδότησης, που δεν θα έχει ουσιαστικό αντίκρισμα στην προϋπόθεση της ανάκαμψης της Ελληνικής Οικονομίας για την αντιμετώπιση της κρίσης. Οι θριαμβολογίες, για μια ακόμη φορά από Ελληνική Κυβέρνηση, δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα διότι οι ρυθμίσεις για την καταβολή της δόσης:
1 Προβλέπουν μείωση του ελλ. χρέους στο 124% το 2020, δηλαδή μετά από 10 χρόνια συμπίεσης της κοινωνίας και αποδιάρθρωσης του κοινωνικού ιστού, η Ελλάδα θα βρίσκεται στο ίδιο σημείο από όπου ξεκίνησε και τα μνημόνια θα διαδέχονται το ένα το άλλο.
2. Η ρήτρα προσαρμογής προϋποθέτει την άμεση επιβολή και νέων μέτρων δημοσιονομικού χαρακτήρα, σε ένα πλαίσιο που ούτως ή άλλως είναι αποτυχημένο διότι και η ύφεση και η ανεργία με αυτό το μίγμα πολιτικής θα διογκώνονται.
3. Η καταβολή των δόσεων της δόσης , σε ένα πολύ μικρό μέρος αφορά στη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας.
4.Η καθιέρωση ειδικού λογαριασμού και εποπτείας για την διαχείριση της χρηματοδότησης, πλήττει την ευελιξία στην αναπτυξιακή διαχείριση των πόρων.
Θα επαναλάβουμε, για ακόμη μια φορά, ότι η πολιτική αυτή δεν είναι αποτέλεσμα «λανθασμένης εκτίμησης» και «λάθους συνταγής». Είναι επιλογή. Μια ακραία νεοφιλελεύθερη επιλογή, που έχει στόχο την δημιουργία φθηνής αγοράς εργασίας στην Ευρώπη και μετατροπής σε Ειδική Οικονομική Ζώνη, της χώρας, στο σύνολό της. Αυτή την επιλογή υπηρετούν όλες οι δεσμεύσεις των μνημονίων (1ου, 2ου και 3ου).
Η κυβέρνηση, αντικατέστησε τις διακηρύξεις για «επαναδιαπραγμάτευση» με την πρακτική «να πάρουμε τη δόση και ….βλέπουμε» πειθαρχώντας πλήρως στους όρους που έθετε η «τρόικα».
Έτσι, παρά τις εξαγγελίες, έχουμε νέες οριζόντιες περικοπές μισθών και συντάξεων, νέους έμμεσους φόρους, απολύσεις στο δημόσιο, που βαφτίζονται «διαθεσιμότητα», νέα φοροεπιδρομή και παρέμβαση στον ιδιωτικό τομέα με στόχο τον κατώτερο μισθό και τις εργασιακές σχέσεις.
Και όλα αυτά σε ριζική αντίθεση με όσα είχε κατά το πρόσφατο παρελθόν διατυπώσει η ΔΗΜΑΡ
Ταυτόχρονα, στο διάστημα αυτό, η κυβέρνηση βρίσκεται σε προφανή αδυναμία να παρουσιάσει, έστω με τη μορφή εξαγγελίας, ένα πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων και διαρθρωτικών αλλαγών . Επί της ουσίας, οι μόνες «μεταρρυθμίσεις», είναι οι απολύσεις, μέσω διαθεσιμότητας, στο δημόσιο τομέα , η εκποίηση των φιλέτων της δημόσιας περιουσίας και η αποδιάρθρωση του δημόσιου τραπεζικού πυλώνα που έθετε ως κύριο μοχλό αναθέρμανσης της οικονομίας η ΔΗΜΑΡ. Αντίθετα, η παλαιοκομματική νοοτροπία, που θέλει το κράτος να αποτελεί λάφυρο της εκάστοτε κυβέρνησης, αναβίωσε, με τον τρόπο που έγιναν οι επιλογές για τη στελέχωση των δημόσιων οργανισμών. Η λογική των ποσοστώσεων, έστειλε στις καλένδες τις διακηρύξεις για διαφάνεια και αξιοκρατία.
Δυστυχώς, επιβεβαιώνονται οι εκτιμήσεις μας, για την λανθασμένη επιλογή της ΔΗΜΑΡ, τον περασμένο Ιούνιο, να στηρίξει την κυβέρνηση Σαμαρά. Πρόκειται για ένα κυβερνητικό σχήμα, που αναπαράγει το χρεοκοπημένο πολιτικό σύστημα που οδήγησε τη χώρα στο σημερινό αδιέξοδο. Γίνεται όλο και πιο φανερό ότι οι υπεύθυνοι των αδιεξόδων δεν είναι σε θέση να βγάλουν τη χώρα από τα αδιέξοδα, που οι ίδιοι δημιούργησαν.
Η Ελλάδα στη δίνη της κρίσης. Ζητούμενο, η πολιτική διεξόδου
Διακηρυγμένη θέση όλων μας όπως αποτυπώθηκε και στις ιδρυτικές και προγραμματικές διακηρύξεις του κόμματος είναι ο «αριστερός ευρωπαϊσμός», η πίστη για την παραμονή της Ελλάδας στο ευρώ και στην ευρωζώνη. Από πολλά χρόνια πριν η ανανεωτική αριστερά ήταν η μοναδική ευρωπαϊκή αριστερή δύναμη της χώρας.
Προσηλωμένη σταθερά στην ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας, στην ευρωπαϊκή αλληλεγγύη και στο κοινωνικό ευρωπαϊκό κεκτημένο. Στις περασμένες εκλογές γίναμε μάρτυρες ενός διλλήματος που οδήγησε σε μια άνευ όρων υποταγή στις βασικές επιλογές όσων στο όνομα του ευρωπαϊσμού έχουν αποδιάρθρωση κάθε έννοια ευρωπαϊκού δικαίου και κεκτημένου. Το δίλλημα ευρώ ή δραχμή έγινε ο εμβρυουλκός για να εφαρμοστούν τα πιο επαχθή μέτρα σε βάρος εκατομμυρίων Ελλήνων. Αυτή δεν είναι η Ευρώπη που θέλουμε, δεν είναι η Ευρώπη που μπορεί να αντιμετωπίσει τη κρίση, δεν μας γοητεύει η Ευρώπη του ακραίου νεοφιλελευθερισμού. Θα αγωνιστούμε για την αλλαγή και γιατί όχι την ανατροπή της σε συνεργασία με όλες τις αριστερές ευρωπαϊκές δυνάμεις και ιδιαίτερα τις δυνάμεις της ευρωπαϊκής αριστεράς της νότιας Ευρώπης.
Παράλληλα με αυτό το δίλλημα το τελευταίο διάστημα αναπτύχθηκε μια μεγάλη φιλολογία γύρω από την ενδεχόμενη έξοδο της χώρας από το ευρώ αν δεν λαμβάνονταν τα επαχθή μέτρα και δεν έπαιρνε την τελευταία δόση η χώρα μας. Θεωρούμε πως αυτό ήταν το άλλοθι για την επιβολή των μέτρων του μνημονίου3.
Η εξέλιξη της συζήτησης και των αντιπαρατιθέμενων πολιτικών, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, για την κρίση χρέους στις χώρες της ευρωζώνης, επιβεβαιώνει τις εκτιμήσεις, που έγκαιρα διατύπωσε η ανανεωτική αριστερά -και η ΔΗΜΑΡ από την ίδρυσή της – ότι το πρόβλημα είναι ευρωπαϊκό και απαιτείται συνολική λύση από τις χώρες της ΕΕ.
Να θυμίσουμε και να θυμηθούμε ότι η ΚΕ της ΔΗΜΑΡ τόνιζε στην απόφασή της στις 20-6-2011:
Σήμερα, γινόμαστε μάρτυρες μιας διευρυνόμενης αντιπαράθεσης ανάμεσα στις συντηρητικές δυνάμεις που επιμένουν στη συνταγή της λιτότητας και της αυστηρής δημοσιονομικής πειθαρχίας και σε δυνάμεις, ενός ευρύτερου πολιτικού φάσματος, ενισχυμένες και από τις λαϊκές κινητοποιήσεις, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, που θεωρούν ότι σε καιρούς κάμψης της οικονομίας οι πολιτικές της λιτότητας επιδεινώνουν το πρόβλημα στο βαθμό που αυξάνουν την ύφεση, μειώνοντας έτσι τα έσοδα από τη φορολογία με αποτέλεσμα το χρέος, λόγω των περικοπών, να αυξάνεται αντί να μειώνεται.
Σήμερα, παραμένει επίκαιρο το αίτημα για «αλλαγή της ασκούμενης πολιτικής». Η ΔΗΜΑΡ οφείλει να επαναδιατυπώσει το δικό της ολοκληρωμένο πρόγραμμα για την έξοδο από την κρίση και όχι να σέρνεται πίσω από τις επιλογές ΝΔ και ΠΑΣΟΚ.
Στο νέο διεθνές περιβάλλον που διαμορφώνεται, με φόντο την αντιπαράθεση δολαρίου – ευρώ και ταυτόχρονα, τον ανταγωνισμό ΗΠΑ – Κίνας, η Ελλάδα οφείλει να διαμορφώσει, στο μέτρο του δυνατού, συμμαχίες εντός και εκτός Ευρώπης αν δεν θέλει να απορροφηθεί στη δίνη της οικονομικής κρίσης. Η τακτική του «καλού μαθητή» που ακολουθεί η κυβέρνηση Σαμαρά είναι η χειρότερη δυνατή την περίοδο αυτή και δυστυχώς τίποτα δεν προοιωνίζει ότι η τακτική αυτή θα αλλάξει.
Η ΔΗΜΑΡ στην κυβέρνηση. Πρωταγωνιστής, ισότιμος εταίρος ή κομπάρσος?
Είναι γνωστό, ότι διαφωνήσαμε με τη στήριξη της ΔΗΜΑΡ στην κυβέρνηση Σαμαρά, από την αρχή.
Πέντε μήνες μετά, οι εκτιμήσεις αυτές, όχι μόνο δεν διαψεύσθηκαν, αλλά αντίθετα ενισχύθηκαν από τις εξελίξεις. Η ΔΗΜΑΡ, αυτοεγκλωβισμένη στην λογική του «μονόδρομου» για την αντιμετώπιση της κρίσης, υιοθέτησε την βασική επιχειρηματολογία της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ για την ανυπαρξία εναλλακτικής, ως προς την ακολουθούμενη, πολιτική και υλοποιεί την μνημονιακή πολιτική που επί δύο χρόνια θεωρούσε, σωστά, ότι οδηγεί σε πολλαπλασιασμό των αδιεξόδων και τη χώρα σε κίνδυνο. Οι παρεμβάσεις της έχουν περισσότερο επικοινωνιακό χαρακτήρα χωρίς να παράγουν αποτέλεσμα. Η εικόνα συμπληρώνεται από την αντιφατική κοινοβουλευτική της παρουσία, την απουσία κάθε συντονισμού των σ. που έχουν αναλάβει θέσεις ευθύνης στην κρατική διοίκηση και τη στάση θεατή στα προβλήματα της καθημερινότητας.
Αποδεικνύεται ότι η ΔΗΜΑΡ δεν μπορεί, με την συμμετοχή της, να αλλάξει την πορεία των εξελίξεων. Περιορίζεται σε παθητικό ρόλο και λειτουργεί ως αριστερό άλλοθι της κυβέρνησης Σαμαρά.
Μέσα στο σχετικά σύντομο αυτό χρονικό διάστημα, υπάρχει πλήρης ανατροπή των ιδρυτικών διακηρύξεων του κόμματος, των συνεδριακών θέσεων και των προγραμματικών – προεκλογικών δεσμεύσεων.
Στα πολιτικά προβλήματα υπάρχουν πολιτικές λύσεις
Προτείνουμε την, καταστατικά κατοχυρωμένη, έναρξη μιας οργανωμένης συζήτησης σε όλη την κλίμακα του κόμματος, σε όλα τα περιφερειακά γραφεία και τις ΝΕ, σε όλες τις οργανώσεις, που εδώ και μήνες βρίσκονται «εν υπνώσει», και όχι σε περιφερειακά «ακτίφ» . Μιας συζήτησης που θα περιλάβει όλα τα πολιτικά θέματα, τη συμμετοχή στην κυβέρνηση, την προοπτική του κόμματος, τα φυσιογνωμικά του χαρακτηριστικά και τα θέματα της οργανωτικής και πολιτικής του διεύρυνσης. Οι τελικές αποφάσεις δεν μπορεί παρά να ληφθούν σε ένα έκτακτο συνέδριο του κόμματος.
Στόχος, σε ότι μας αφορά, είναι η επιβεβαίωση , στη πράξη, των ιδρυτικών χαρακτηριστικών της ΔΗΜΑΡ, η επιβεβαίωση των κατευθύνσεων του 1ου συνεδρίου του κόμματος:
Ο πυρήνας των ανανεωτικών ιδεών, που τον κωδικοποιούμε στις θεμελιώδεις αρχές: «δημοκρατικός σοσιαλισμός – αριστερός ευρωπαϊσμός – μεταρρυθμιστική στρατηγική –οικολογική εγρήγορση» είναι και παραμένει στοιχείο της ταυτότητάς μας. Οι ιδέες αυτές εξακολουθούν να είναι ενεργές και να τροφοδοτούν τους προβληματισμούς μας για το μέλλον της αριστεράς. Γιατί ο χώρος της ανανεωτικής και διαρκώς ανανεούμενης αριστεράς είναι και πρέπει να είναι ένα ζωντανό κύτταρο υπεύθυνης στάσης, επίκαιρου λόγου, προγραμματικών θέσεων για την προοδευτική διακυβέρνηση της χώρας.»
Να θυμηθούμε και να θυμίσουμε ότι:
Να αναθερμάνουμε την ελπίδα για τη χώρα, για τη κοινωνία, για το δημοκρατικό σοσιαλισμό.
Είναι όμως επείγουσα ανάγκη η σοσιαλιστική δημοκρατική Αριστερά να γίνει φορέας πολιτικών ανακατατάξεων, πέρα από το συντηρητικό νεοφιλελεύθερο περιβάλλον, τις αδιέξοδες και αντικοινωνικές επιλογές του Μνημονίου και του Μεσοπρόθεσμου προγράμματος, υπέρ ενός προγράμματος ριζοσπαστικών μεταρρυθμιστικών αλλαγών, καθώς και πέρα από τη ρητορική μιας Αριστεράς που με ταχύτητα επιστρέφει στο παρελθόν.
Αντί για τα παραπάνω η ΔΗΜΑΡ σήμερα, στρέφεται ολοένα και περισσότερο, ιδεολογικά και πολιτικά προς τον χώρο μιας κεντρώας ανακατάταξης. Τις τελευταίες μέρες παρουσιάζεται μια έντονη κινητικότητα στον χώρο που αυτοαποκαλείται κεντροαριστερός, ή χώρος της σοσιαλδημοκρατίας ή και εκσυγχρονιστικός. Αυτό όλο στο όνομα των ιδρυτικών διακηρύξεων της ΔΗΜΑΡ για την συγκρότηση του χώρου του δημοκρατικού σοσιαλισμού. Αυτή κινητικότητα είχε το αποκορύφωμα της στην συνάντηση της Τετάρτης που μας πέρασε.
Από θέσεις ανανεωτικής αριστεράς και με δεδομένες τις κατά καιρούς αποφάσεις της ΔΗΜΑΡ για τον χώρο του δημοκρατικού σοσιαλισμού πρέπει να τονίσουμε ότι τόσο ο εκσυγχρονισμός των δομών του κράτους, των παραγωγικών διαδικασιών αλλά και οι βαθιές μεταρρυθμιστικές τομές που έχει ανάγκη δεν η χώρα δεν μπορεί να προωθηθούν χωρίς αναφορά στη κοινωνία, στα κοινωνικά κινήματα, δεν μπορεί να μην έχουν πρόσημο θεωρητικής και πολιτικής προσέγγισης και δεν μπορεί να μην είναι σε ευθεία σύγκρουση με τις ασκούμενες πολιτικές των μνημονίων που έχουν αποδιαρθρώσει τον κοινωνικό ιστό, έχουν δημιουργήσει την κρίση και οδηγούν στο κοινωνικό και οικονομικό περιθώριο και την ανέχεια εκατομμύρια συμπολίτες μας.
Στέφανος Μπαγεώργος: