Για να εξομαλυνθεί η κατάσταση των τραπεζών και να μην παρουσιάζεται κάθε λίγο μια τεράστια ανωμαλία κάπου στον κόσμο, χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια και θέληση εκ μέρους πολλών κυβερνήσεων. Δεν αρκούν τα λόγια εδώ και εκεί. Μπορούμε με ασφάλεια να ισχυριστούμε πως από το ξέσπασμα της κρίσης το 2007 μέχρι σήμερα, ελάχιστα έχουν γίνει για την αποτροπή τραπεζικών εκτρόπων.
Για να γίνει πιο κατανοητό το πρόβλημα πρέπει να εντοπίσει κανείς τις πρακτικές συνθήκες που έχουν επικρατήσει εδώ και δύο περίπου δεκαετίες στον τρόπο που λειτουργεί το παγκόσμιο τραπεζικό σύστημα. Το 1995, ο τότε πρόεδρος της Fed, ‘Αλαν Γκρίνσπαν, χαλάρωσε την εποπτική λειτουργία (regulation) ειδικά για τις αγορές παραγώγων. Ταυτόχρονα επέτρεψε στις τράπεζες που δέχονται καταθέσεις από το ευρύ κοινό να προβαίνουν σε επενδύσεις υψηλού ρίσκου. Με τον τρόπο αυτό γιγάντωσε τις συνθήκες ρευστότητας του όλου συστήματος, αλλά δημιούργησε πηγές συγκρούσεων συμφερόντων μέσα στις ίδιες τις τράπεζες, αφού π.χ. ένα τμήμα μιας τράπεζας ήταν συντηρητικό διότι διαχειριζόταν καταθέσεις του λαού, ενώ ένα άλλο τμήμα στην ίδια τράπεζα ήταν πιο «τζογαδόρικο», αφού επιδίωκε υψηλές αποδόσεις για επιλεγμένους πελάτες.
Στο ίδιο χρονικό διάστημα με τη χρήση του νεοεμφανισθέντος τότε internet, επετράπη να γίνονται συναλλαγές από οποιοδήποτε μέρος του κόσμου. Η ηλεκτρονικοποίηση των συναλλαγών έφερε πλήρη αποϋλοποίηση αλλά και παγκόσμια διασπορά της αγοράς κεφαλαίων και των πάσης φύσεως χρηματοοικονομικών προϊόντων. Για παράδειγμα, σήμερα μπορεί ο καθένας να «παίζει» από τον υπολογιστή του με χιλιάδες χρηματοοικονομικά προϊόντα σε κάθε μέρος του κόσμου. Τέλος τα παράγωγα τύπου OTC (Over the counter) δεν είναι υποχρεωτικό να εγγράφονται σε επίσημα βιβλία, άρα δεν είναι απόλυτα γνωστά στις εποπτικές αρχές ώστε αυτές να γνωρίζουν τις επιπτώσεις και πολλές φορές τη νομιμότητα των σχετικών συμβολαίων. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, λόγου χάριν, δεν γνωρίζει επισήμως ποια ασφαλιστήρια συμβόλαια έχουν συναφθεί με το ευρώ ως νόμισμα αναφοράς, με ποιους όρους, και σε ποιες αγορές διαπραγματεύονται αυτά.
‘Αρα οι κυβερνήσεις, αφού περάσουν το πρώτο σοκ να καταλάβουν τι ακριβώς γίνεται (αν και αυτό δεν είναι πάντα εφικτό), ξεκινούν να μιλάνε μεταξύ τους για να βρουν λύσεις. Οι ΗΠΑ αντιλαμβάνονται ότι άνοιξαν τον ασκό του Αιόλου και τους ξέφυγε ο έλεγχος, η Ευρώπη αντιλαμβάνεται πως έχει ένα νόμισμα το οποίο σπεκουλάρεται από τον καθένα χωρίς η ίδια να μπορεί να το κοντρολάρει, και οι άλλες περιφερειακές αγορές προσελκύουν νέους πελάτες, αξιοποιώντας τις εκκρεμότητες των πιο σφιχτών αγορών (ΗΠΑ – Ευρώπης). Στη μέση έχουμε το Λονδίνο και τη Ζυρίχη να τοποθετούνται εκάστοτε, χωρίς παγκόσμια στρατηγική και χωρίς σχέδιο,