του ΔΗΜΗΤΡΗ ΜΑΡΔΑ
Όλοι θεωρούσαμε την προστασία των καταθέσεων έως τις 100 χιλιάδες ευρώ ως δεδομένη, πριν το ξέσπασμα της κρίσης στην Κύπρο. Τα νομοθετήματα της ΕΕ (Οδηγία 94/19 και οι επεκτάσεις τoυς), αποτελούσαν εγγύηση για κάτι τέτοιο.
Στο πλαίσιο ενός νομικού πραξικοπήματος, οι εταίροι μας αποφάσισαν να εισηγηθούν προς την Κυβέρνηση της Μεγαλονήσου το «κούρεμα» των καταθέσεων, ακόμη και αυτών κάτω των 100 χιλιάδων ευρώ, παραβιάζοντας έτσι κατάφορα την νομοθεσία της ΕΕ.
Παρεπόμενο της prova generale που μεθοδεύτηκε τότε, ήταν το ακόλουθο: Η ενδυνάμωση της εμπιστοσύνης υπέρ του τραπεζικού συστήματος των βορείων κρατών-μελών της ΕΕ και σε βάρος φυσικά όσων βρίσκονται στο μάτι του κυκλώνα της κρίσης.
Ο νέος, από τον κο Μπαρόζο, τρόπος «κουρέματος» των καταθέσεων των πολιτών των κρατών-μελών, θίγει μόνο τις ανασφάλιστες καταθέσεις (άνω των 100 χιλ. ευρώ) των κρατών σε κρίση ρευστότητας. Οι καταθέτες θα πρέπει να αποτελούν όμως την έσχατη λύση σωτηρίας (μετά τους μετόχους, ομολογιούχους και πιστωτές) σύμφωνα με τα όσα προτείνονται έως σήμερα.
Υπάρχουν όμως και άλλες λύσεις, με μια πιο ευρωπαϊκή διάσταση, που βασίζονται, στα εξής δεδομένα:
Πρώτον, η Συνθήκη του Μάαστριχτ, με το ευρώ, τον μηχανισμό εποπτείας των κρατών της ευρωζώνης (Άρθρο 104 Γ) και τα «Σύμφωνα Σταθερότητας» του 1997 και 2005, εισήγαγε κοινούς κανόνες, περιορίζοντας την αυτονομία των εθνικών πολιτικών (νομισματικής και δημοσιονομικής).
Δεύτερον, η συμφωνία για μηδενικό έλλειμμα των κρατικών προϋπολογισμών, περιορίζει ακόμη περισσότερο τις κινήσεις των εθνικών δημοσιονομικών πολιτικών.
Τρίτον, Τα έξι νομοθετήματα της ΕΕ του 2011, περί «υπερβολικών μακροοικονομικών ανισορροπιών και ελλειμμάτων», τα διάφορα παρεπόμενα αυτών Μνημόνια και η εκκολαπτόμενη Τραπεζική Ένωση, προωθούν ακόμη μεγαλύτερους περιορισμούς στην αυτονομία της οικονομικής πολιτικής των κρατών-μελών σε κρίση.
Σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, που προωθούν τη συλλογική ευθύνη σε όλο το πλέγμα της νομισματικής, δημοσιονομικής και τραπεζικής πολιτικής, το ερώτημα που εύλογα προκύπτει είναι το εξής:
Γιατί να μη διαχέονται οι επιπτώσεις της κρίσης (δηλ. το «κούρεμα» των καταθέσεων), που αντιμετωπίζει μια περιοχή της Ένωσης, σε όλα τα μέλη της και γιατί να περιορίζονται μόνο στο όποιο «κακό» κράτος-μέλος της;
Στο πλαίσιο μιας ευρωπαϊκής προσέγγισης λοιπόν, η προς διαμόρφωση νέα ρύθμιση, θα μπορούσε να εισάγει το «κούρεμα» όλων των καταθέσεων των τραπεζών της Ευρωζώνης.
Στο ερώτημα βέβαια, τι φταίει ο Ολλανδός ή ο Γερμανός καταθέτης να πληρώνει τα «σπασμένα» του τραπεζικού συστήματος κάποιων άλλων χωρών, η απάντηση είναι η εξής:
Με τα όσα μεθοδεύονται, οι κυβερνήσεις των κρατών-μελών έχουν χάσει την αυτονομία των κινήσεων στο –σχηματικά– 95% των θεμάτων της οικονομικής πολιτικής. Αντιστάθμισμα αυτού, θεωρείται αυτονόητο η από κοινού διαχείριση της κρίσης ρευστότητας και χρέους και κάθε άλλου ζητήματος, που εντάσσεται στο εναπομείναν 5%.
Το προαναφερθέν σκεπτικό, σε μια πρώτη του ανάγνωση, εύλογα μπορεί να προκαλέσει κάποιες αντιδράσεις. Κινείται όμως στην ίδια λογική του φόρου Tobin, ενός φόρου που θα αφορούσε –αν εφαρμοζόταν– στις παγκόσμιες χρηματιστηριακές συναλλαγές. Τα έσοδα από τις εν λόγω συναλλαγές, θα κάλυπταν βασικές ανάγκες των φτωχών χωρών. Κατά την πρόταση αυτή, οι επιπτώσεις της φτώχειας (τοπικό φαινόμενο) θα διαχέονταν λοιπόν σε όλο την πλανήτη.
Κατά την πρόταση μας, οι επιπτώσεις της έλλειψης ρευστότητας σε μια περιοχή της Ένωσης (τοπικό φαινόμενο), διαχέονται στο σύνολο της ΕΕ, κάτι που το επιτρέπει – αν όχι το επιβάλλει– αυτή η ίδια η Συνθήκη της Λισσαβόνας, μέσω της αλληλεγγύης που προτάσσει!.
Αν το σχέδιο που προωθείται περί φορολόγησης των καταθέσεων μόνο των προβληματικών τραπεζών μιας περιοχής (κράτους) της ΕΕ τεθεί ως έχει, τότε η απογύμνωση των τραπεζών των κρατών-μελών σε κρίση από τις καταθέσεις πλουσίων πολιτών είναι δεδομένη.
Στην ανατροπή της συγκεκριμένης λογικής, καίριο ρόλο μπορεί να παίξει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, αρκεί να δώσει την προσήκουσα διάσταση στο υπό εξέταση πρόβλημα, προτείνοντας κάτι διαφορετικό από ό,τι ήδη προωθείται. Προς το παρόν η αρμόδια επιτροπή του δεν έχει δείξει τέτοια δείγματα.
Στην αντίθετη περίπτωση, το θεσμικό αυτό όργανο, φαίνεται ότι θα παίξει το ρόλο της παιδικής χαράς στο πλαίσιο ενός οικοδομήματος, που εισήγαγε με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ (1993), την έννοια της «Ένωσης» αντί της «Κοινότητας», αλλαγή που δεν αποτελεί απλά διακοσμητικό στοιχείο.
Το νομοθέτημα που ετοιμάζεται, θα εγκριθεί με τη διαδικασία της συναπόφασης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου.
Ο Δημήτρης Μάρδας είναι Καθηγητής Τμήματος Οικονομικών Επιστημών του Α.Π.Θ
Το άρθρο δημοσιεύεται στην εφημερίδα “ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ”