Ο Δημήτρης Βέργαδος τοποθετείται για το ποιο θα πρέπει να είναι το αναπτυξιακό μοντέλο και το παραγωγικό υπόδειγμα για την Ελλάδα. Μια συζήτηση που γίνεται επιτακτική, όσο ο κορωνοϊός διαμορφώνει πρωτόγνωρα νέα δεδομένα.
Η συζήτηση για το αναπτυξιακό μοντέλο της χώρας θα έπρεπε να αποτελεί μια οιονεί άσκηση δημόσιας πολιτικής και με διαδικασία οργανωμένης μεθοδολογίας, που θα κινητοποιεί τις εθνικές δυνάμεις της εργασίας, της παραγωγής, και της κοινωνίας των πολιτών βάσει κοινών στόχων και με το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον.
Η διαχρονική όμως αδυναμία μας να ανταποκριθούμε με επάρκεια και συνέπεια στην πρόκληση ενός εθνικού σχεδιασμού, που να ορίζεται από μακροχρόνιο όραμα, διάρκεια και συνέχεια στην εκτέλεσή του (από την εκάστοτε κυβέρνηση, αν θέλουμε πράγματι να εννοούμε τον όρο «εθνικός» σχεδιασμός), αξίζει από μόνη της ιδιαίτερη ανάλυση και ανα στοχασμό.
Η συμμετοχή μας στην ευρωπαϊκή οικογένεια, παρά τα πολλαπλά οφέλη που έφερε για την Ελληνική οικονομία και την κοινωνία, η αλήθεια είναι ότι συνάμα αδρανοποίησε σε ένα σημαντικό βαθμό την ικανότητα παραγωγής ενδογενούς πολιτικής με αναπτυξιακό πρόσημο. Η «μανιχαϊστική» πολλές φορές μεταφορά ευρωπαϊκών πολιτικών στη χώρα -και η ανυπαρξία σοβαρών εθνικών επεξεργασιών- σίγουρα δικαιολογείτο εν μέρει λόγω της συμπαγούς φύσης των διεθνών συσχετισμών και της θέσης μας εντός της Ευρωπαϊκής «οικογένειας».
Όμως, σήμερα που βασικές και κυρίαρχες γεωπολιτικές και οικονομικές μεταβλητές αλλάζουν, ή τουλάχιστον επανακαθορίζονται εξ´ αρχής, πρέπει να επανέλθουμε δυναμικά στο θέμα της διαμόρφωσης του αναπτυξιακού μας μοντέλου, βάσει ενός εθνικού σχεδιασμού. Και ακόμα περισσότερο, χρειαζόμαστε μια πολιτική στρατηγικού βάθους που οφείλει να διαφοροποιήσει και συγχρόνως να εμπλουτίσει το παραγωγικό μας υπόδειγμα, με βάση τους νέους συσχετισμούς της εποχής και με ετοιμότητα σε δραστικές αλλαγές, ανά πάσα στιγμή.
Αναπτυξιακό μοντέλο
Η κλιματική κρίση, και συνεπακόλουθα η υιοθέτηση αρχών και πολιτικών βιώσιμης «πράσινης» ανάπτυξης, η ψηφιοποίηση και η δραστική αλλαγή των πρακτικών εργασίας, παραγωγής και κατανάλωσης, η ανάπτυξη ειδικών γνώσεων, δεξιοτήτων και ικανοτήτων για την προσαρμογή μας σε όλα τα παραπάνω, και φυσικά η επιτακτική ανάγκη ενίσχυσης και διαφοροποίησης της παραγωγικής μας βάσης, συνιστούν μερικές μόνο από τις οριζόντιες προκλήσεις που αναμένεται να καθορίσουν όχι μόνο το αναπτυξιακό μοντέλο της χώρα μας και το παραγωγικό μας υπόδειγμα στα χρόνια που έρχονται, αλλά πολύ περισσότερο την διαμόρφωση του οικονομικού και κοινωνικού ιστού.
Στο πλαίσιο αυτό, ίσως είναι μοναδική ευκαιρία να αξιοποιήσουμε για έναν διάλογο ουσίας και διαμόρφωσης πολιτικής την έκθεση Πισσαρίδη. Για την ακρίβεια, η ενδιάμεση έκθεση επαναφέρει στο τραπέζι του διαλόγου κρίσιμα ζητήματα και βασικές μεταρρυθμίσεις με στόχο να κινητοποιήσει και να ανα δρομολογήσει αναπτυξιακές δράσεις. Ο διάλογος που θα αναπτυχθεί, αν και χρονικά πιεστικός, είναι εξαιρετικά χρήσιμος για τη χώρα μας σε μία περίοδο πυκνών και κρίσιμων ζυμώσεων, αλλαγών και προκλήσεων, σε εθνικό, Βαλκανικό και Μεσογειακό, αλλά και διεθνές επίπεδο.
Παραγωγικό υπόδειγμα
Στο πλαίσιο αυτό, και με δεδομένο ότι βασικές κατευθύνσεις στις πολιτικές που καλούμαστε να υιοθετήσουμε είναι σε άμεση συνάφεια με τις αντίστοιχες Ευρωπαϊκές πολιτικές, είναι υποχρέωσή μας και ευθύνη να αναδείξουμε δράσεις και σχεδιασμούς που θα αξιοποιούν τις Ελληνικές «ιδιαιτερότητες», μετατρέποντάς τες σε συγκριτικά και ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα. Αυτή είναι μάλιστα και μια μείζονα πρόκληση για την εύστοχη και επιδραστική παραγωγή πολιτικής γενικότερα.
Για παράδειγμα, χρειαζόμαστε αποφασιστικές πολιτικές και δράσεις για τη στοχευμένη υποκατάσταση των εισαγωγών σε τρόφιμα και ζωικό κεφάλαιο, και τη συνακόλουθη ανάπτυξη του αγρο-βιομηχανικού συμπλέγματος με βασική επιλογή την ενίσχυση της πρωτογενούς παραγωγής. Ενδεικτικά, μόνο, η Ελλάδα πληρώνει για εισαγωγές κρέατος και αυγών 1 δις ευρώ το χρόνο!. Ή αντίστοιχα, για να στοχεύσουμε στην εκ νέου παραγωγική αξιοποίηση μοναδικών πρώτων υλών που διαθέτει η χώρα, όπως π.χ. το βαμβάκι (μεγάλη επιτυχία θεωρείται η αναπάντεχη αύξηση εξαγωγών βάμβακος τα τελευταία χρόνια, για παράδειγμα προς την Ιαπωνία).
Εξίσου επιτακτική είναι η ενίσχυση της φαρμακευτικής βιομηχανίας υψηλής τεχνολογίας, μιας και έχουμε ήδη δυνατή βάση στον συγκεκριμένο τομέα. Ή, η εμβάθυνση σε τομείς βιομηχανικής παραγωγής και τεχνολογίας που είναι (και) πρωτίστου γεωπολιτικής σημασίας, όπως η ανάπτυξη δομών αμυντικής βιομηχανίας, κατά το παράδειγμα του Ισραήλ και φυσικά της γείτονα Τουρκίας. Αυτές είναι μερικές μόνο από τις επιλογές που διαθέτουμε, όπου το αναπτυξιακό μοντέλο και το παραγωγικό υπόδειγμα λειτουργούν σε άμεση συνάρτηση με την παραγωγή πολιτικής.
Μικρές και μεγάλες επιχειρήσεις προστιθέμενης αξίας
Επίσης, η αναγκαία ενίσχυση της παραγωγικότητας, και η στροφή σε ένα νέο μοντέλο προϋποθέτει και τη δραστική μείωση στις αγκυλώσεις, τα βάρη και τα συνολικά εμπόδια στη λειτουργία των επιχειρήσεων. Μόνο έτσι θα πετύχουμε την παραγωγική μεγέθυνση και στρατηγική ανάπτυξη των επιχειρήσεων μας –γιατί πράγματι το μέγεθος μετρά αφού συμβάλλει υπό προϋποθέσεις, βέβαια, στην αυξημένη παραγωγικότητα με τις οικονομίες κλίμακας.
Από την άλλη, το μέγεθος από μόνο του δεν φθάνει. Απαιτείται σύγχρονη οργάνωση και ικανό μάνατζμεντ που να μπορεί να μεγιστοποιήσει τα οφέλη του μεγέθους και να παράξει προστιθέμενη αξία, μέσα από την παραγωγική διαφοροποίηση, την καινοτομία και το ευφυές μάρκετινγκ. Σε μια εποχή που η ψηφιακή επανάσταση αλλάζει τα πάντα και παντού, χρειαζόμαστε και μικρές και μεγάλες επιχειρήσεις που να διασυνδέονται με παραγωγικές αλυσίδες αξίας και, μέσω «έξυπνων» τεχνολογιών, να αποκτούν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα και να επιφέρουν την πολυπόθητη σε κάθε κλάδο και οικονομία «προστιθέμενη αξία».
Οι τεκτονικές αλλαγές στην τεχνολογία, το διεθνές εμπόριο, η ψηφιακή και η κλιματική πρόκληση, διαμορφώνουν ένα διαρκώς εναλλασσόμενο, απαιτητικό και πολυδιάστατο περιβάλλον στο οποίο καλούμαστε να ανταποκριθούμε, να διαφοροποιηθούμε, αλλά και να πετύχουμε. Δημιουργώντας, συγχρόνως, τις προϋποθέσεις για μια βιώσιμη οικονομία, που είναι αναγκαία συνθήκη για την αντιμετώπιση των σημαντικών κοινωνικών προκλήσεων της νέας εποχής. Είναι στο δικό μας χέρι να συμμετάσχουμε στο νέο διεθνή καταμερισμό και να διακριθούμε, αξιοποιώντας τα ιδιαίτερα παραγωγικά χαρακτηριστικά μας, τα γεωστρατηγικά μας πλεονεκτήματα, και κυρίως το πολύτιμο ανθρώπινο κεφάλαιό μας.