Κείμενο.
Παράγωγο του ρήματος κείμαι.
Αυτό που έχει εγκατασταθεί στο χρόνο.
Που ριζώνει τόσο σταθερά, που σχεδόν διεκδικεί την αιωνιότητα.
Γνωρίζουμε τη λέξη και έτσι τη χρησιμοποιούμε, ως τον ενιαίο, ενοποιημένο, γραπτό πάντα λόγο. Είτε γεννήθηκε ως ζωγραφική στον τοίχο του σπηλαίου, είτε σμιλεύτηκε στο μάρμαρο της αρχαίας Αθήνας, είτε τυπώθηκε στη μηχανή του Γουτεμβέργιου.
Το κείμενο «κείται», σε αντίθεση με τον προφορικό λόγο.
Τα έπεα (οι λέξεις, ο λόγος, τα λεγόμενα) είναι πτερόεντα. Πετούν και χάνονται στο χρόνο. Εφήμερα, φευγαλέα. Ενώ τα scripta manent. Τα γραπτά είναι εκεί. Παραμένουν ακλόνητα στο χρόνο.
Το κείμενο είναι μια πάλη με το χρόνο, με την ιστορία. Και έτσι τη διεκδικεί. Θέλει να την ορίσει αφού είναι εδώ, για πάντα εδώ, αγνοώντας τη φθορά, επιζητώντας τη διάρκεια, αν όχι την αιωνιότητα.
Το ρήμα «κείμαι» είναι ξεχασμένο στην εποχή της ταχύτητας. Αν και το συναντάμε στις επιτύμβιες πλάκες –αιωνιότητα αναζητούν και οι τεθνεότες!–, ξεχνιέται εύκολα μπροστά στον εντυπωσιασμό και την ταχύτητα της οθόνης. Εκεί το ψηφιακό κείμενο εμπεριέχει μια θνητότητα, μέσα στη ροή της ορμής του πληθωρισμού που κατακλύζει το διαδικτυακό χώρο.
Στην περιοχή αυτή η έννοια του κειμένου αποδυναμώνεται παραδόξως, ενώ την ίδια στιγμή καταλυτικά υπερισχύει έναντι της εικόνας, αμφισβητώντας τα στερεότυπα της τηλεοπτικής εποχής.
Στη φθορά των λέξεων και καμιά φορά ακόμη στην άγνοια της γλώσσας, αντιστέκεται το κείμενο.
Όσοι προσπαθούμε να εκφραστούμε μέσα από το γραπτό λόγο, χάνουμε συχνά το πραγματικό δεδομένο του εφήμερου των κειμένων, καθώς, ανυπεράσπιστοι σ’ αυτό, βλέπουμε να μας παρασύρει η πίστη ότι μπορούμε να πούμε κάτι γύρω από τη ματαιότητα της ανθρώπινης διαδρομής.
Όπως κι αν έχει το πράγμα, τα κείμενα είναι εδώ.