AMARCORD…

Μοίρασε το

της ΜΑΡΩΣ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ

Μπορεί ένα παιδί που δεν έχει πατήσει ακόμα τα 4 να θυμάται τη μέρα που μπήκε η δικτατορία; Νομίζω ότι είναι η πρώτη μου ανάμνηση. Καθόμασταν τότε σ’ ένα σπίτι στη Λασκαρίδου, στην Καλλιθέα.

Ένα ισόγειο με βεράντα, που είχε κήπο μικρό μπροστά με τριανταφυλλιές και πίσω μια αυλίτσα ό,τι έπρεπε για παιχνίδι γύρω από τη γέρικη αχλαδιά και μια μουσμουλιά που δεν έλεγε να μεγαλώσει και να δώσει καρπούς. Νοικιασμένο το ‘χαμε κι η σπιτονοικοκυρά έμενε στον πρώτο όροφο.

Θυμάμαι, το θυμάμαι καλά σαν να ‘ταν χτες το θυμάμαι. Ξύπνησα από πνιχτές φωνές και μια διάχυτη αγωνία. Έξω δεν είχε ακόμα ξημερώσει καλά. Οι γονείς μου ήταν και οι δυο όρθιοι και ο πατέρας μου κατευθυνόταν στην πόρτα που κάποιος τη χτυπούσε μαλακά αλλά επίμονα.

Θυμάμαι το φως της λάμπας στο καθιστικό. Κίτρινο φως, δεν φώτιζε ακριβώς, διέλυε κάπως το σκοτάδι του δωμάτιου με μια αρρωστημένη κίτρινη θαμπάδα. Θυμάμαι τη λάμπα με το κίτρινο φως και το κίτρινο φως πεντακάθαρα. Στην πόρτα του χωλ όρθια με μια μακριά ρόμπα η μεγαλόσωμη σπιτονοικοκυρά κι ο πατέρας μου με τις πιτζάμες. Μιλούσαν χαμηλόφωνα, χωρίς κινήσεις. Μιλούσαν τα στόματα αλλά όχι τα σώματα, τα σώματα έμοιαζαν παγωμένα, αμήχανα. «Κάτι γίνεται, κυρ-Νίκο», είπε η γυναίκα και ο πατέρας μου κάλεσε τη μαμά μου να ανοίξει το ραδιόφωνο.

Πιο πολύ θυμάμαι τη σπιτονοικοκυρά παρά τους γονιούς μου, το φόβο και την αγωνία στη φωνή της, το βλέμμα της που ζητούσε μια απάντηση και σίγουρα ήθελε να της πει ο γείτονας πως κάνει λάθος, πως όλα θα πάνε καλά.

Εδώ σταματάει η ανάμνηση. Το επόμενο που θυμάμαι από τη δικτατορία είναι λίγο καιρό μετά, όταν είχαμε πάρει τηλεόραση, πόσο θύμωνα που αυτός ο βαρετός άνθρωπος με την εκνευριστική φωνή –ο Παπαδόπουλος- έβγαινε όταν ήθελα να δω κινούμενα σχέδια ή κάποιο αγαπημένο πρόγραμμα και μιλούσε, μιλούσε ακατάπαυστα και η ώρα πέρναγε και τα κινούμενα σχέδια αναβάλονταν. Ένιωθα πως μου έκλεβε κάτι πολύτιμο, όχι το πρόγραμμα, αλλά τη χαρά που δεν του ανήκε.

Πολλά χρόνια μετά, διηγήθηκα αυτή την ιστορία στον πατέρα μου. «Δεν μπορεί να το θυμάσαι», μου είπε. «Ήσουν πολύ μικρή. Αλλά πάλι έτσι έγιναν τα πράγματα. Μήπως σου το ‘πα εγώ καμιά φορά;».

Δεν μου το’χε πει. Θυμάμαι όλες τις ιστορίες με τις οποίες με μεγάλωσε. Μία-μία… Αυτήν δεν μου την είχε διηγηθεί, αλλιώς θα ‘ξερα πολύ περισσότερα, λεπτομέρειες πολλές, την συνέχεια της σκηνής επίσης. Ήταν πολύ καλός αφηγητής ο πατέρας μου.

Το πρώτο που θυμάμαι στη ζωή μου ήταν η μέρα που μπήκε στη δικτατορία. Τα παιδιά όλου του κόσμου πρέπει να ξυπνάνε στις αγκαλιές των γονιών τους, μέσα στις μυρωδιές του πρωινού που τα περιμένει αχνίζοντας στο τραπέζι. Τα παιδιά πρέπει να ξυπνάνε χωρίς φόβο, με χαρά να ξυπνάνε, με τη σιγουριά πως το μέλλον λάμπει όπως ο ήλιος τα καλοκαιριάτικα πρωινά δίπλα στη θάλασσα. Τα παιδιά πρέπει να μεγαλώνουν όσο γρήγορα πρέπει.

 

Τίποτα να μη βιάζει το μεγάλωμά τους. Να μην σκιάζει το μεγάλωμά τους. Αλλά έχουμε πολύ δρόμο ακόμα γι’ αυτό. Πολύ δρόμο και πολύ αγώνα. Το τέρας ξυπνάει και έχει χίλια πρόσωπα. Κι αν η Χρυσή Αυγή ,η Μανωλάδα, τα κρατητήρια, οι ιδέες του μίσους, είναι αναγνωρίσιμα, υπάρχουν υπόγεια ρεύματα δύσκολα αναγνωρίσιμα και πιο επικίνδυνα. Φίδια που επωάζονται σε ψυχές μαραγκιασμένες, διψασμένες για εξουσία, έτοιμες να σπαράξουν ακόμα και συντρόφους και συναγωνιστές.
ΠΟΤΕ ΠΙΑ ΦΑΣΙΣΜΟΣ!

 

Η Μαρώ Τριανταφύλλου είναι Φιλόλογος

ΚΑΤΕΒΑΣΤΕ ΤΟ APP

Download on the App Store

Μοίρασε το

του αρθρογράφου

ideas change society

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

Αφήστε μια απάντηση

Σχόλια

Μπες στη συζήτηση

Κάνε εγγραφή για να αφήσεις τα σχόλιά σου

Κάνε εγγραφή για να αφήσεις τα σχόλιά σου