ΤΑ ΣΠΑΣΜΕΝΑ ΠΑΡΑΘΥΡΑ ΤΟΥ ΚΑΜΕΡΟΝ

Μοίρασε το

των RICHARD SENNETTE, SASKIA SASSEN 

Ο γιος μας ζει δίπλα σε ένα τουρκικό τζαμί στην Κίνγκσλαντ Ρόουντ του Χάκνεϊ, όπου σημειώθηκαν μερικές από τις χειρότερες ταραχές. Οταν οι ταραξίες λεηλατούσαν το περασμένο Σαββατοκύριακο σε όλο το Χάκνεϊ, υπήρχαν λίγοι αστυνομικοί για να τους σταματήσουν και οι κάτοικοι αναγκάστηκαν να τους διώξουν κυνηγώντας τους με χασαπομάχαιρα, ξύλα και ρόπαλα του μπέιζμπολ. Η δράση τους πέτυχε εκεί όπου απέτυχε η συνήθης αστυνόμευση.

Η Κίνγκσλαντ Ρόουντ μοιάζει με τους φασαριόζικους, εθνοτικά μεικτούς δρόμους του Μπρούκλιν. Τη μέρα είναι το «σπίτι» άνεργων νέων που δεν έχουν τίποτε να κάνουν το ποσοστό ανεργίας των νέων της Βρετανίας είναι αυτή τη στιγμή πάνω από 20%. Ωστόσο πριν από μια δεκαετία ήταν άνεργοι άλλοι τόσοι και δεν στράφηκαν όλοι στο έγκλημα.Ακριβώς για να μη γίνουν εγκληματίες, είχαν δημιουργηθεί στη γειτονιά κέντρα για τους νέους τα κέντρα αυτά τώρα κλείνουν, καθώς και άλλες υπηρεσίες όπως τα κέντρα υγείας για τους ηλικιωμένους και οι βιβλιοθήκες. Συρρικνώνεται και η αστυνομία

«Περικοπές», λέει η κυβέρνηση, που αφαιρεί κεφάλαια από θεσμούς της κοινωνίας των πολιτών για να ισοσκελίσει τα λογιστικά βιβλία της χώρας. Πριν από τις ταραχές, η κυβέρνηση σχεδίαζε να περικόψει 16.200 θέσεις αστυνομικών σε όλη τη χώρα. Στο Λονδίνο, η λιτότητα σημαίνει πως τον ερχόμενο χρόνο θα δαπανηθούν σε κυβερνητικά προγράμματα περίπου 19% λιγότερα χρήματα και αυτοί που θα επιβαρυνθούν περισσότερο θα είναι οι φτωχοί.

Οι ταραξίες στο Λονδίνο φαίνεται ότι είναι νεαροί διαφορετικών φυλών – παρά τις πληροφορίες για έναν ενιαίο όχλο αλλοτριωμένης «μαύρης νεολαίας». Ομως σ’ αυτό το δράμα υπάρχει μια φυλετική διάσταση. Το κύμα των εξεγέρσεων άρχισε με διαμαρτυρίες για τον φόνο από την αστυνομία ενός νεαρού μαύρου, του Μαρκ Ντάγκαν. Ενώ ήταν αρχικά ειρηνικές, οι διαδηλώσεις σύντομα έγιναν βίαιες. Αλλά στις ταραχές της Τρίτης στο Μάντσεστερ πολλοί ταραξίες ήταν λευκοί. Ενας παλαιάς κοπής μαρξιστής μπορεί να φανταζόταν ότι τα σπασμένα παράθυρα και τα σπίτια που καίγονται αποτελούν την έκφραση μιας οργισμένης πολιτικής αντίδρασης στις κυβερνητικές περικοπές – εξήγηση υπερβολικά εύκολη. Την τελευταία φορά που είδε η Βρετανία εκτεταμένες ταραχές, το 1980, η βία προήλθε έπειτα από μακρύ, αποτυχημένο πολιτικό αγώνα εναντίον της κυβέρνησης Θάτσερ, η οποία είχε αποδεκατίσει τις κοινωνικές υπηρεσίες.
Σήμερα οι ταραξίες φαίνεται ότι υποκινούνται από μια πιο συγκεχυμένη οργή.  Υπήρξε μια αλλαγή στο εθνικό ταμπεραμέντο η οποία επηρέασε αξιοπρεπείς πολίτες όσο και κακοποιούς. Η διάθεση της χώρας χάλασε. Η πίσω πλευρά της περίφημης ευγένειας των Βρετανών, στ’ αλήθεια, είναι το είδος του χουλιγκανισμού που εμφανίζεται σε ποδοσφαιρικούς αγώνες και σε κέντρα πόλεων τα βράδια του Σαββατοκύριακου – μια εχθρότητα που δεν επικεντρώνεται κάπου και τροφοδοτείται συνήθως με μεγάλες ποσότητες αλκοόλ. Οι φόβοι για αναρχικούς όχλους στις πόλεις χρονολογούνται από την εποχή του Σαίξπηρ και σ’ αυτούς τους παλιούς φόβους προσφεύγει ο πρωθυπουργός Ντέιβιντ Κάμερον όταν χαρακτηρίζει «παράλογη» την τωρινή ανάφλεξη.Ο κ. Κάμερον ήταν καλός στο να πουλήσει στον κόσμο την ιδέα της περικοπής των δαπανών, όμως δεν κατάφερε να τον πείσει για το τι και πώς έπρεπε να κοπεί: προσπάθειες να αυξηθούν τα πανεπιστημιακά δίδακτρα, να μεταρρυθμιστεί το Σύστημα Υγείας, να μειωθούν ο στρατός και η αστυνομία, ακόμη και να ξεπουληθούν τα δάση – όλες έγιναν μπούμερανγκ, με την κυβέρνηση να περιορίζει ή και να εγκαταλείπει τα σχέδιά της. 

Στην απόπειρά της να πραγματοποιήσει μεταρρυθμίσεις, η κυβέρνηση φαίνεται ανίκανη έχει χάσει τη νομιμοποίηση. Αυτό έκανε μερικούς ανθρώπους που ζουν στην Κίνγκσλαντ Ρόουντ να πάρουν στα χέρια τους την ασφάλειά τους. «Πρέπει να κάνουμε κάποια πράγματα μόνοι μας», είπε στον «Guardian» ένας 16χρονος στο Χάκνεϊ, πεπεισμένος ότι οι Αρχές δεν νοιάζονται να προστατεύσουν κοινότητες όπως η δική του ούτε ξέρουν πώς να το κάνουν. Ενας δρόμος με κατεστραμμένα καταστήματα, κλειδωμένες παιδικές χαρές και κλειστές κλινικές, ένας δρόμος στον οποίο περιπολούν πολίτες οπλισμένοι με μαχαίρια και ρόπαλα, δεν είναι τόπος για να χτίσεις μια ζωή.

Η Αμερική είναι από πολλές πλευρές διαφορετική από τη Βρετανία, αλλά οι δύο χώρες μοιάζουν σήμερα στις ακραίες ανισότητές τους και στην επιθυμία πολλών πολιτικών να αντιμετωπίσουν οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα μειώνοντας το κράτος. Η σημερινή κρίση στη Βρετανία πρέπει να μας κάνει να σκεφτούμε ότι μια μικρότερη κυβέρνηση μπορεί στην πραγματικότητα να αυξήσει τον φόβο των κοινοτήτων και να υποβαθμίσει την ποιότητα της ζωής μας. Αραγε η Αμερική θέλει να έχει μια τέτοια μοίρα;

Ο Ρίτσαρντ Σένετ είναι καθηγητής Κοινωνιολογίας στο London School of Economics και στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης. Η Σάσκια Σάσεν είναι καθηγήτρια Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια.

ΠΗΓΗ : NEW YORK TIMES – ΤΑ ΝΕΑ

 

ΚΑΤΕΒΑΣΤΕ ΤΟ APP

Download on the App Store

Μοίρασε το

του αρθρογράφου

ideas change society

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

Αφήστε μια απάντηση

Σχόλια

Μπες στη συζήτηση

Κάνε εγγραφή για να αφήσεις τα σχόλιά σου

Κάνε εγγραφή για να αφήσεις τα σχόλιά σου