Δεν έχω την παραμικρή ιδέα εάν πρόκειται για παρακρατικούς, αριστερόστροφους, αναρχικούς ή όποιους άλλους. Και πώς θα μπορούσα άλλωστε… Αυτό που υποψιάζομαι, φοβάμαι βασίμως και καθόλου αναίτια, είναι πως το σκηνικό που φιλοτεχνείται τους μόνους που δεν εξυπηρετεί εκτός από την ίδια την Δημοκρατία, είναι εκείνους που υφίστανται καθημερινά στο πετσί τους το τίμημα των πολιτικών επιλογών της τελευταίας περιόδου.
Δεν μ’ αρέσουν τα δακρύβρεχτα αλλά ο πυρήνας του προβλήματος καμία απολύτως σχέση δεν (μπορεί να) έχει με συρφετούς μερικώς ή πλήρως απασχολούμενων ευκαιριάκηδων και στα σίγουρα κουκουλοφόρων. Ό,τι κι αν επιχειρήσουν οι κουκούλες αυτές να κρύψουν, ό,τι κι αν τελικά αφήσουν σε δημόσια θέα. Αυτό που τώρα έχει σημασία είναι οι πληγές. Το αίμα που ρέει κι ας το κρύβουν. Οι χθεσινοί, οι σημερινοί, οι κυοφορούμενοι θάνατοι. Όχι των αξιών, αυτές τις θάψαμε προ καιρού. Των ανθρώπων. Εκείνων με τα κατεστραμμένα όνειρα, το αβέβαιο μέλλον, την απόγνωση, τον θάνατο.
Είτε λίγο πριν, είτε λίγο μετά την ουρά στον ΟΑΕΔ, λίγο πριν ή λίγο μετά το απόλυτο κενό. Κανείς δεν μιλάει όμως γι’ αυτό. Κι αναφέρομαι σε κάποιους πολύ – πολύ συγκεκριμένους σαμπανιζέ πρώην συναδέλφους μου. Δεν το αντέχουν οι ίδιοι, δεν εξυπηρετεί κανέναν; Δεν ξέρω και μ’ αφήνει παγερά αδιάφορο η οπτική τους για να είμαι ειλικρινής. Αυτό που με αφορά και με καίει είναι ότι μπορεί να βρίσκουν ακόμη ευήκοα ώτα. Όχι πολλά, αλλά και λίγα αρκούν. Φαίνεται πως αρκούν, αφού συνεχίζουν να κάνουν «πολιτική διαχείριση», κατ’ ουσίαν «επικοινωνιακή διαχείριση» του εξελισσόμενου εγκλήματος. Ανερυθρίαστα, απροκάλυπτα.
Τριγυρίζουν γύρω από την σκηνή ενός εγκλήματος που πρωταγωνίστησαν και συνεχίζουν απτόητοι.