Σκέφτηκα να κάνω καταγγελία στην Αστυνομία. Να κινητοποιήσω τους διασώστες και να προκαλέσω έρευνες. Έπειτα, είπα να ρωτήσω τους κατοίκους, μην τον είδανε… Να ζητήσω από αρεστούς και ανέραστους αιρετούς να μπουν σε διαδικασίες αναζήτησης. Να τρέμουν ψάχνοντας, φοβούμενοι μήπως και τον βρουν ημιθανή κι όχι μουμιοποιημένο πτώμα…
Πήγα και στους αρχιτέκτονες, τους μηχανικούς, τις τεχνικές υπηρεσίες. Ζήτησα να μου πουν, πως τυλίγονται τα ξύλινα κάποτε παραθύρια σε αλουμινένιες γρίλιες. Πως σκοτεινιάζουν τα στενά, απ’ το ύψος των σπιτιών. Πως μαυρίζουν οι ψυχές, ζώντας σε πόλεις άξενες και σε πολιτικές παράξενες. Έψαξα να βρω που χάθηκαν οι αυλές κι οι πέργκολες. Σε ποιόν αγωγό όμβριων υδάτων πνίγηκε το «Ελληνικό δαιμόνιο», το «φιλότιμο» και η «μπέσα». Αναρωτήθηκα, πως αναπνέουν οι μπετένιες ταράτσες – που κάποτε ήσαν κεραμίδια – και πως μετατραπήκαμε σε σαρδέλες προσμονής της καλλονής, έγκλειστοι σε πανομοιότυπα κουτιά από μπετόν.
[quote text_size=”small”]
Σε τι θαλάσσια βάθη ρίφθηκαν τσιμεντωμένες οι ελπίδες ανάκαμψης της χώρας και σε ποια ζώνη αιγιαλού και παραλίας ξώκειλε το σκαρί της ανακαταδιαμετακυβέρνησης.
[/quote]
Πόθεν ήρθαν οι Βησιγότθοι να ξεθεμελιώσουν τα κάστρα των εργασιακών δικαιωμάτων και πόσες ακόμη μωρές πολιτικές παρθένες θα βιάσει ο θηλυκός Αλάριχος…
Καινούριες πόλεις δε θα βρεις, δεν θα ‘βρεις άλλες θάλασσες. Οι πόλεις, μας ακολουθούν. Μέσα τους περιφερόμαστε περίλυποι και λυσιτελείς, διεκπεραιώνοντας υποθέσεις, σέρνοντας σαρκία και ξεφούσκωτους, τους κάποτε παχυλούς εγωισμούς. Ανανεώνουμε κάθε μήνα την κάρτα ανεργίας μας και την απόγνωσή μας. Αναπαραγάγουμε μιζέρια και ηττοπάθεια. Κολλάμε την κρίση στο κούτελο, όπως κάποτε τα πεντοχίλιαρα σε λαϊκούς βάρδους. Παίζουμε τις παραγγελιές ντόπιων και ξένων αφεντάδων, μα σαν ηχήσουν οι βεργούλες που μας δείρανε κι αστράψει η φαλτσέτα, κανένα μακρύ ζεϊμπέκικο δε θα αφηγηθεί το δίκιο που χαν οι Κοεμτζήδες…
[quote text_size=”small”]
Σα φτάσει η αυτοξευτίλα στα κόκκινα, κουρνιάζουμε σε μια γωνιά, λέμε: ωραία είναι ‘δω, γαλήνια, βαστά ήλιο… Και παραγγέλνουμε καφέ…
[/quote]
Χαζεύουμε τα λερά κτίρια και τις συνειδήσεις. Τα άδεια μαγαζιά και τους ανθρώπους, που «ενοικιάζονται». Τα ερμητικά κλειστά στόματα και τις εσωστρεφείς κάστες. Ερημωμένες τις τεράστιες τζαμαρίες με τις αστραφτερές επενδύσεις, σαν τα κυνο-βολευτικά θερμοκήπια όπου φύονται αναρριχώμενοι κισσοί. Κατασκευές που αντιμάχονται από κατασκευής ως εχθρικό το φυσικό περιβάλλον και τον άνθρωπο, με πνιγηρούς χώρους ανάπτυξης ιδεών και τεχνητή την τεχνοκρατούμενη διαβίωση.
Ενεργοβόρες και ψυχοφθόρες συνθήκες που επικαλύπτονται προσωρινά από το ανασκαφικό τσουνάμι. Κύματα-κύματα οι αποκαλύψεις για τους θαλάμους, να παρακολουθεί έκθαμβη η κοινή γνώμη την πόρπη της Καρυάτιδας και να ξεχνά την πόρνη της Καρύσταινας… Άρτον και θεάματα, προγονολατρία και ινδάλματα. Το αφιόνι του λαού, σε μικροδόσεις μεθοδικής μεθαδόνης.
Μέσα από τόνους κοινωνικής, οικονομικής και αξιακής επιχωμάτωσης, αναδύεται το εξάμβλωμα του τόπου που λάτρεψα. Σαν ερμαφρόδιτος πόρνος κρύβει την ασχήμια του σε πτυχωμένους μανδύες και εσθήτες, λικνιζόμενος άτεχνα πάνω σε κοθόρνους αμφίσημους.
[quote text_size=”small”]
Αμφιλεγόμενοι, αμφίπλευροι, αμφιταλαντευόμενοι, ξεχύνουν πάνω του, τους μύριους μύχιους πόθους τους… Τον κακομεταχειρίζονται επαίσχυντα μέχρι να τον πετάξουν ξυλοδαρμένο, στο χαντάκι της διεθνούς κατακραυγής για τα εκπορνευόμενα «λεφτά (που δεν) υπάρχουν». Αλλοιωμένο το πρόσωπό του από την πολιτική εξαθλίωση, την κοινωνική φτώχεια και τους οικονομικά σκουπιδιασμένους ανθρώπους.
[/quote]
Αγαπώ αυτόν τον τόπο… Όπως ήταν, όχι όπως τείνει να γίνει. Με το πέπλο της υγρασίας να φιλτράρει το φως, δίνοντάς του τη γαλακτερή απόχρωση του ονείρου. Μακριά από τη συμπίεση των μαζών και τη συρρίκνωση των ιδεολογιών, όπως με ταχύτητες ιλιγγιώδεις έχουν επιβάλλει οι πάνοπλοι – οικονομικά και τεχνολογικά – κονκισταδόρες.
Οι κατακτητές, που με την επέλασή τους, έκαναν τη ψυχή του τόπου μου να αλλάζει. Τους ανθρώπους του, εύπλαστα ζυμάρια, να περισσεύουν στο ψήσιμο, να ξεχύνονται στις γύρω άκρες, να «καίγονται»…
Ποιος, να πάρει, μου ‘κλεψε τον τόπο μου;