Ο ΣΤΑΧΤΟΠΟΥΤΟΣ

Μοίρασε το

Ξεπάγιασαν τα δάχτυλά μου. Γέμισαν φουσκάλες που τις δαγκώνω να τις σκίσω. Όπως τα χαρτόκουτα που έσυρα από τον κάδο των σκουπιδιών ως αυτή εδώ την απαγκιασμένη γωνιά.

Τη μεσημεριανή μου πείνα χόρτασαν οι μερίδες γεύματος φιλανθρωπίας που μας μοίρασαν κάποιες γυναίκες με σφιχτοκουμπωμένες στο  λαιμό ζακέτες. Δε χαμογελούν και δεν κοιτάζουν. Βλέπουν πίσω και πέρα, εκεί στο απροσδιόριστο σύνολο αυτών που ονοματίζουν «άστεγους».

Απόψε, καθώς η κοιλιά γουργούριζε και πάλι, στον κάδο κάτω από τη Λέσχη βρήκα κάτι ζόρικα μισοσαπάκια-έπαιξα μπουνιές με το Μιχάλη που κοιμάται στη στοά, αλλά του τα άρπαξα προτού με αφήσει και πάλι νηστικό. Τι φαταούλας! Μου θυμίζει τους πολιτικάντηδες που κάποτε ψήφιζα… Τα θέλει όλα για πάρτη του, ακόμη κι αυτά που λίγο πιο κάτω θα πετάξει.

Το ψιλόβροχο με νανουρίζει όπως διαπερνά τη σκισμένη τέντα. Πάνω στο σπασμένο μαρμάρινο πεζούλι και στα καινούρια μου χαρτόκουτα, θα μείνω στεγνός και προστατευμένος όλη νύχτα, να ξημερώσει η νέα χρονιά. Μέσα απ’ το λερό μου παλτό, δύο στρώσεις πουλόβερ με τρύπες, λίγο πιο μέσα ένα μακό με τα λογότυπα κάποιας ποδοσφαιρικής ομάδας-πόσα χρόνια αλήθεια πάνε από τότε που αγόραζα εισιτήριο διαρκείας για να αφιονιστώ κραυγάζοντας στις κερκίδες; Σήμερα, δεν ξέρω καν τίνος «οπαδός» είμαι. Ούτε καν του εαυτού μου.

Bλέπω απέναντι τα ισχαιμικά δέντρα με τις χαρωπές καλτσοδέτες κι αναρωτιέμαι ποια εικαστική μαλθακία μπορεί να ντύνει τους ξύλινους κορμούς και να αφήνει τους ανθρώπους χωρίς ένα έστω, ζεστό σκουφί. Θέλω να πάω και να γεμίσω τρύπες τις πολύχρωμες μαργαρίτες από μαλλί, να ξεφτίσω τις άκρες του νήματος και να κάνω ένα κουβάρι. Μου τη δίνει να κρυώνω και να βλέπω κορμούς κουκουλωμένους.

Άηχοι ήχοι, γέλια χωρίς χαρά και μια παρέα νεαρών στρίβει από τη γωνία. Κουρνιάζω στη γωνιά, κρύβομαι, γίνομαι ένα με το κατεβασμένο ρολό του πρώην καταστήματος. Φοβάμαι. Συχνά πυκνά οι κλωτσιές εκείνων που ο μπαμπάκας πληρώνει τη νυχτερινή τους έξοδο, είναι πιο δυνατές και αναίτιες κι από εκείνες των τύπων με τις μπότες. Περνούν χασκογελώντας, ουρλιάζοντας «μαλάκα» ο ένας στον άλλο. Σε κάποιον άλλο θα ξεθυμάνουν την απογοήτευσή τους για τη σκατοκοινωνία που τους πασάραμε…
Κρυώνω πολύ… Δάκρυ στάζει στο μάγουλό μου ή βροχή από τη ξεσκισμένη τέντα; Δεν κλαίω πια. Στέρεψα από δάκρυα, λέξεις, σκέψεις, συναισθήματα. Πανομοιότυπη η μέρα μου με τη νύχτα-στο λήθαργο της απάθειας ζω εδώ και καιρό. Πόσος να είναι άραγε; Μπορεί κι από τότε που ήμουν «στέλεχος επιχειρήσεων» και καμάρωνα το «ψηλότερο χριστουγεννιάτικο δέντρο της Ευρώπης» να φιγουράρει στο κέντρο τούτης της άξενης πόλης. Τότε που άγχος μου μοναδικό ήταν αν το πουκάμισο ταίριαζε με το κοστούμι, η κάλτσα με το ιταλικό πατούμενο, η γκόμενα με το αυτοκίνητο κι αν η φάτσα μου θα περνούσε από τους φουσκωτούς για να κάνω Χριστούγεννα στην «πίστα» και να ρίξω λουλούδια στη «φίρμα».

Η δικιά μου η μάγισσα ήταν κακιά, πανάθεμά την. Ανάποδα λειτούργησε στο παραμύθι της ζωής μου. Το κάμπριο το μετέτρεψε σε κολοκύθα, την ιπποδύναμη σε ποντίκια που ροκάνισαν το έχειν μου. Το γυάλινο κτίριο που στεγαζόταν η έπαρσή μου, με ένα χτύπημα του ραβδιού, έγινε θρύψαλα. Τα έχασα όλα. Πιο πολύ, τη δύναμη να το παλέψω…
Μια πόρτα από το κωλόμπαρο της κάτω γειτονιάς, ανοίγει… «Με παράσυρε το ρέμα-μάνα μου δεν είναι ψέ…» και μετά σιωπή. Μόνο το βουητό των αυτοκινήτων που περνούν, περνούν και τρέχουν. Που πάνε; Που έχουν να πάνε, άραγε; Μέσα σε μια στάσιμη χώρα, γιατί να κινηθείς, να κορνάρεις, να περάσεις φανάρια, να πληρώσεις τέλη κυκλοφορίας, να μουντζώσεις αυτόν που χώνεται να προσπεράσει; Σαν σε ταινία τρόμου, βρίσκεσαι χιλιόμετρα πιο πίσω από εκεί που ξεκίνησες…

Αποστεωμένος ένας σκύλος, προσπαθεί να δαγκώσει την ουρά του. Γυροφέρνει σα μαγεμένος από την τριχωτή της άκρη, πιέζεται, τρέχουν τα σάλια του, μα αυτή, όλο και του ξεφεύγει. Φεύγει η σκέψη μου. Πετάει στην άκρη του ουρανού που είναι μαύρος απόψε. Μαύρος είναι και το πρωί. Ένα θλιβερό γκριζοσταχτί, σα ποντίκι που ξεπηδά από τις αποχετεύσεις, βάφει τη κάθε μέρα.
Κρυώνω πολύ. Μυρίζει καμένο. Θα έβαλαν φωτιά οι παλιόφιλοι, στου πάρκου την άκρη. Σέρνω τα βήματα ως εκεί. Τα δέντρα με τα καλτσοφορέματα με κοιτούν, καθώς περνώ με όλο μου το βιος μέσα σε τρεις νάιλον σακούλες. Οι φλόγες με καλούν. Απλώνω τα δάχτυλα, να κλέψουν λίγη ζεστασιά. Αποκαΐδια είναι το μέσα μου. Θα στρώσω να κοιμηθώ εδώ, κοντά στις στάχτες. Κι ας μη ξυπνήσω το πρωί…

ΚΑΤΕΒΑΣΤΕ ΤΟ APP

Download on the App Store

Μοίρασε το

του αρθρογράφου

ideas change society

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

Αφήστε μια απάντηση

Σχόλια

Μπες στη συζήτηση

Κάνε εγγραφή για να αφήσεις τα σχόλιά σου

Κάνε εγγραφή για να αφήσεις τα σχόλιά σου