Όπου την «άγγιζα», πονούσα. Εξακόντιζε μικρά βέλη σε όλες μου τις προσδοκίες κι είχε έναν δικό της αιχμηρό τρόπο έκφρασης που έβγαζε στην επιφάνεια όλη μου την αντίδραση. Μαύρο εκείνη; Άσπρο εγώ. Πράσινο εκείνη; Φαιοπορτοκαλί, εγώ.
«Ποτέ σου δε με κατάλαβες» την κατηγορούσα. «Μια ζωή είσαι επαναστάτρια και γλωσσού» αντέτεινε εκείνη, με το γνωστό της βλέμμα που ήταν λες κι σε έκοβε φέτες. Ηγετική και αυταρχική, την είχα από παιδί στο μυαλό μου. Να συνθλίβει τις αντρικές παρουσίες της οικογένειας, με ένα και μόνο αυτάρεσκο χαμόγελο. Και με το μυαλό της, που «έκοβε» τρελά. Με μια ματιά, είχε αξιολογήσει ανθρώπους και καταστάσεις. Με δύο, ήξερε που το πήγαιναν και τι έκρυβαν στο βάθος της σκέψης τους. Δύσκολα, της εναντιωνόταν κανείς. Εκτός από μια μικρή, με ανυπότακτα μαλλιά και μυαλά…
Εμφανώς τρυφερή δεν υπήρξε ποτέ. Κι όμως… όταν μου έπλεκε κοτσίδες, όταν έντυνε τα παιδικά όνειρα με φουστανάκια καλοραμμένα από τα χέρια της ή όταν με κοίταζε στιγμές που νόμιζε πως δεν τη βλέπω, η τρυφερότητα λες κι έστηνε χορό πεταλούδων στην ατμόσφαιρα. Δούλευε τόσο μα τόσο πολύ! Αγωνιζόταν να μεγαλώσει εμάς, δύο παιδιά, κι άλλα δύο ορφανά, του αδερφού της. Ο πατέρας μου, καλοκάγαθος και προσηνής, να ζει μονίμως στη σκιά της. Εκείνη ήταν πάντα η κινητήρια δύναμη της οικογένειας, η ηγετική φυσιογνωμία.
Σαν παιδί, δεν της είπα ποτέ τα μυστικά μου. Στου πατέρα μου την αγκαλιά προσέτρεχα για να γιατρέψει το ματωμένο γόνατο, ή την πληγωμένη καρδιά. Σαν έφηβη, τη μίσησα γι αυτό που ήταν κι αυτά με τα οποία επηρέασε τη ζωή μου. Σαν φοιτήτρια, της γύρισα πλάτη κι έκανα τη δική μου επανάσταση-που όπως όλες οι επαναστάσεις, την πλήρωσα με αίμα. Κι έπειτα, όταν έγινα κι εγώ μάνα, την «κατάλαβα», μα δεν την αποδέχτηκα…
Είχε λόγο για όλα. Από το πως θα ντυθώ, ως και ποια σχέση θα κάνω. Με ποια φίλη θα ξενυχτήσω, ποιόν θα ερωτευτώ, πόσο θα αποτιμήσω την ονομαστική μου αξία ως άτομο και ως συναίσθημα, με ποιούς θα συνεργαστώ, που –και το χειρότερο- π ω ς θα ζήσω. Όλα να αλέθονται από την μόνιμα επικριτική της διάθεση κι όλα να αξιολογούνται περνώντας από μια ατομοκεντρική κρισάρα που διερρήγνυε μέσα μου κάθε πιθανή προσπάθεια να την προσεγγίσω χωρίς θυμό, χωρίς υποβολιμαία απόρριψη, χωρίς αδιαφορία. Παραδεχόταν το μυαλό μου, αλλά όχι τις επιλογές μου. Με καμάρωνε ενώπιον τρίτων, μα, σαν μέναμε μόνες όλες της οι φράσεις ξεκινούσαν με ένα παράπονο.
Μέσα από τα χρόνια και τις καταστάσεις, άρχισα να γίνομαι ολοένα και πιο διαλλακτική απέναντί της, ειδικότερα καθώς γερνούσε. Όταν τα προβλήματα υγείας άρχισαν να της χτυπούν δυνατά την σιδερόπορτα της θέλησής της, ήμουν εκεί. Δε με έσπρωχνε το καθήκον, ή το δέον γενέσθαι κοινωνικά. Μάλλον, εκείνο το «μικρό παιδί» αποζητούσε ακόμη, την αγκαλιά και την αποδοχή της μάνας…
Τα τετραγωνισμένα μου «δεν θα γίνω ποτέ…» άρχισαν σιγά σιγά να αποκτούν καμπύλες. Αντιλαμβανόμουν πως του κάκτου τα αγκάθια μπορεί και να ήταν ακίδες αιχμηρές από ανάγκη ή και φόβο. Έβλεπα πως, για τους ανθρώπους ή μάλλον για τις γυναίκες της γενιάς της, η επιβίωση είχε δύο δρόμους. Ή να υποταχτούν ή να «αντρέψουν». Ή να μείνουν πειθήνια όντα, ή να αναπτύξουν δράση. Χάνοντας κάποιες φορές την υπόσταση της πραγματικής τους προσωπικότητας.
Δεν ξέρω πόσο έχει ανατραπεί σήμερα το πρότυπο της «κλασικής ελληνίδας μάνας» που όλα τα ξέρει κι όλα τα επικρίνει. Που κάνει διακρίσεις ανάμεσα στα αρσενικά και τα θηλυκά παιδιά της οικογένειας, όχι μόνο ως προς την ανατροφή αλλά και ως προς το επίπεδο συναισθηματικής συσχέτισης. Δεν ξέρω αν και σήμερα δεν κάνουμε τα ίδια εκείνα λάθη με τις μανάδες μας-να χώνουμε τη μύτη μας παντού, να μη θεωρούμε καμία κατάλληλη για τον «κανακάρη» μας και κανέναν ικανό να ξελογιάσει την «πριγκιπέσσα» μας. Αν περνάμε τα δικά μας απωθημένα και τις ατελέσφορες προσδοκίες με έμμεσους τρόπους κι αν πειθαναγκάζουμε τους γύρω μας να ανταποκριθούν στα εγωκεντρικά μας θέλω. Αν καταφέρνουμε ποτέ να κόβουμε εκείνον το λώρο που συνδέει την καρδιά μας με τα πλάσματα που κυοφορήσαμε και φέραμε στη ζωή. Κι αν αυτό το λώρο, δεν τους τον κάνουμε, κάποιες φορές, βρόγχο στο λαιμό…
Μα, σαν επωδός στη «γιορτή της μάνας», αυτό που ξέρω είναι πως -κατά ένα περίεργο όσο και μαγικό τρόπο- με ένα δάκρυ κι ένα της άγγιγμα, αυτός ο κάκτος καταφέρνει κάθε λίγο να ανθίζει στην κορυφή του ένα υπέροχο, μικρό, τρυφερό, ολοζώντανο και κατακόκκινο άνθος: αυτό, της μητρικής αγάπης. Που όμοιά της, ίσως και να μην υπάρχει.