Ο Άκης Τσοχατζόπουλος ζητά από το δικαστήριο να ακυρώσει το κατηγορητήριο για το «ξέπλυμα βρόμικου χρήματος» (το μόνο που χει απομείνει), διότι είχε παραγραφεί το αδίκημα της δωροδοκίας που θεωρείται η βάση του. Και, τα ακούει αυτά ο κόσμος, και του έρχεται να πάρει μια ντουντούκα και να γυρνάει γύρω-γύρω από τη Βουλή, φωνάζοντας «κάτω οι κλέφτες, κάτω οι λωποδύτες», σαν το Ντίνο Ηλιόπουλο στη γνωστή ταινία.
Ο νόμος και οι ευνοϊκές διατάξεις του Συντάγματος, που με προκλητικό τρόπο ανοίγουν ομπρέλα προστασίας πάνω από υπουργούς, υφυπουργούς και βουλευτές, όποιο αδίκημα κι αν έχουν διαπράξει, είναι γέννημα θρέμα του πολιτικού συστήματος. Ένα δημιούργημα, που τώρα έχει γυρίσει σαν το μπούμερανγκ, κυνηγώντας αδιάκριτα τους πολιτικούς, για την ασυλία που παρείχαν (και παρέχουν ακόμη) στους επίορκους συναδέλφους τους. Καμία συνταγματική αναθεώρηση δεν τόλμησε να πειράξει τη διάταξη, με την οποία παραγράφονται σχεδόν αμέσως όλα τα αδικήματα υπουργών και υφυπουργών, σε αντίθεση με τις έκνομες πράξεις των… κοινών πολιτών, που χρειάζονται εικοσαετία. Πόσες απάτες, δωροδοκίες και άλλα εγκλήματα, που υποψιαστήκαμε εκ των υστέρων, εξαφανίστηκαν με αυτό τον τρόπο; Αμέτρητα. Και, δεν είναι μόνον οι πολιτικοί που τη γλιτώνουν, αλλά και οι κάθε λογής συνεργοί τους (σύζυγοι, ξάδελφοι, κουμπάροι, κουνιάδοι κ.λπ.), που συμπαρασύρονται στην απαλλαγή, εφόσον παραγραφούν πρώτα τα αδικήματα των υπουργών.