Αμφίθυμος απέναντι στα λακκάκια που σχηματίζει το νερό της βροχής ανάμεσα στην πέτρα, το μουντό του ουρανού και το θλιμμένο χρώμα του, την ευωδιά του αχνιστού καφέ στο μαύρο λιλιπούτειο φλιτζανάκι και τον καπνό του τσιγάρου που σχημάτισε τσιγαρόχαρτο ελληνικό, κολλημένο από κόλλα ακακίας.
Άνοιξη, αλλά χειμώνας καιρός να μπερδεύει τις αισθήσεις, τη φύση και τον κύκλο της, από την μια η παγωνιά ν’ αφήνει πάνω της σημάδια κι απ’ την άλλη τ’ άνθος της μυγδαλιάς που καθυστέρησε αλλά είναι εκεί, για να θυμίσει το Πάσχα και την σταύρωση.
Φοβισμένοι για τ’ αποκτήματα και την λύσσα εκείνων που τα έβαλαν στο μάτι.
Τσουνάμι κι ανάθεμα. Για το καλό, λένε, χωρίς πολλά – πολλά, χωρίς εξηγήσεις, χωρίς να νοιάζονται να πείσουν κανέναν. Και… νίκησαν. Κέρδισαν, όχι την παρτίδα, τον πόλεμο κέρδισαν. Φοβισμένους κέρδισαν. Υποτακτικούς που έκλεισαν τ’ αυτιά, αλλά πληρώνουν. Ακόμα. Και θα το κάνουν και αύριο. Έχουν δεν έχουν, στο όνομα του ανύπαρκτου εχθρού, του αλμπάνη με το ακριβό κοστούμι που περιμένει την κατάλληλη στιγμή για να χτυπήσει… Για να δρέψει τους καρπούς, να πάρει τα λάφυρα. Στο διάολο τ’ αποκτήματα, ακόμη παραπέρα η ζωή, η αξιοπρέπεια, η προσδοκία… Υποταγή πλήρης και συνεννοημένη, χωρίς αντίλογο, χωρίς αιδώ. Για να συνθλίβει και να πονά. Να μην αφήσει τα εγκεφαλικά κύτταρα να θυμίσουν, να ξυπνήσουν απ’ τον λήθαργο. Φθηνά γενόσημα και Χούντα, αντίδοτο στην χρεοκοπία που δεν ομολογείται, αλλά είναι εδώ σε κάθε πόρτα να την ταρακουνά συθέμελα.
Η ιστορία επαναλαμβάνεται; Προφανώς, παρασύροντας κι εκείνους που την διάβασαν, τους λίγους που κραύγασαν, που αντέδρασαν και κατήγγειλαν την φάρσα. Εκείνους που δεν άκουσε κανείς, αλλά θα θυμούνται νοσταλγικά οι πάντες και, πολύ σύντομα. Θα ‘ναι το δάκρυ πως αυτό που χάθηκε δεν είναι ό,τι με δόλο, δάνεια ή πολύ δουλειά κερδήθηκε έως χθες. Τ’ αποκτήματα! Αλλά η διανόηση και τα νιάτα μας. Εκείνα που συμπληρώνουν άρον – άρον «βιογραφικά» για ν’ αναζητήσουν κάπου αλλού την τύχη τους. Μακριά από την μιζέρια και τα πλουμιστά θρασύδειλα κατακάθια της…