Θα ήταν, ίσως, σκόπιμο να θυμηθούμε σήμερα ξανά πόσο πραγματικά ριζοσπαστική, επαναστατική ιδέα ήταν ανέκαθεν η ιδέα της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Σκεφτείτε το για ένα λεπτό: η ιδέα να ενωθούν ειρηνικά, βάσει ενός συστήματος κοινών ανθρωπιστικών αξιών και αρχών, οι λαοί και τα κράτη της Ευρώπης, μετά από αιώνες πολέμων και αιματοχυσίας.
Να βάλουν στην άκρη τη διχόνοια, τα στερεότυπα και τα στενά εθνικά τους συμφέροντα. Πόσο ρο-μαντική, ακόμα και ουτοπική, ακούγεται αυτή η ιδέα ακόμα και σήμερα!
Κι όμως, δύο και πλέον αιώνες πριν, η ιδέα αυτή ξεπήδησε μέσα από το επαναστατικό κλίμα της εποχής του ευρωπαϊκού διαφωτισμού. Σκέφτομαι σήμερα, για παράδειγμα, τον Ιωάννη Καποδίστρια, ο οποίος βέβαια δεν ήταν επαναστάτης, αλλά, πριν γίνει Κυβερνήτης της Ελλάδας –ενός κράτους που ήταν το αποτέλεσμα μιας επανάστασης- διπλωμάτης του Τσάρου της Ρωσίας, του λιγότερο ίσως φιλελεύθερου κράτους της Ευρώπης εκείνη την εποχή.
Ωστόσο, έχει τεράστιο ενδιαφέρον ότι μετέπειτα ριζοσπάστες διανοητές και επαναστάτες, όπως ο Προυντόν και ο Μπακούνιν, μοιράζονταν κάτι κοινό: το θαυμασμό τους για το ομοσπονδιακό σύστημα της Ελβετίας, το οποίο θεωρούσαν πρότυπο για μια μελλοντική ευρωπαϊκή ομοσπονδία. Εδώ, λοιπόν, η συνεισφορά του Καποδίστρια, ο οποίος ως γνωστόν ήταν εκ των πρωτοπόρων της ελβετικής συνομοσπονδίας, συναντά τη ριζοσπαστική σκέψη των Ευρωπαίων επαναστατών του 19ου αιώνα.
Να αναφέρουμε και τον Βίκτορα Ουγκώ, τον μεγάλο διανοούμενο που είχε σταθεί δίπλα σε όλα τα επαναστατικά κινήματα της εποχής του και οραματιζόταν κι αυτός τις Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης, ως το τελικό αποτέλεσμα της εθνικής και κοινωνικής απελευθέρωσης των ευρωπαϊκών λαών.
Εκατό χρόνια μετά, ο Σπινέλλι, εξόριστος στο νησί Βεντοτένε από το φασιστικό καθεστώς του Μουσολίνι, έπιανε το νήμα εκεί που το είχαν αφήσει οι ριζοσπάστες του 19ου αιώνα και μας άφηνε το ομώνυμο Μανιφέστο, το οποίο αποτελεί ίσως το πληρέστερο κείμενο για τον ευρωπαϊκό φεντεραλισμό τον 20ο αιώνα.
Ας έρθουμε, όμως, στο σήμερα και στο αύριο της Ευρώπης. Η κατάσταση εί-ναι γνωστή και δεν χρειάζεται να την περιγράψουμε, τη βιώνουμε όλοι καθη-μερινά. Θέλω, όμως, να σταθώ λίγο στο τι σημαίνει ευρωπαϊσμός σήμερα. Πράγματι, μέσα στην γενικότερη ιδεολογική σύγχυση που επικρατεί στις μέρες μας, μια από τις λέξεις που κινδυνεύει να χάσει το νόημά της είναι και η λέξη «ευρωπαϊσμός».
Είναι εξοργιστικό να διδάσκουν ευρωπαϊσμό πολλοί που τον ανακάλυψαν πολύ όψιμα για να καλύψουν άσχετες με αυτόν επιλογές. Πολύ περισσότερο, όταν χρησιμοποιούν αυτόν επίπλαστο ευρωπαϊσμό, ώστε να κατηγορήσουν για δήθεν αντιευρωπαϊσμό εκείνους που διαβλέπουν τα πολιτικά, οικονομικά και κοινωνικά αδιέξοδα της κατεύθυνσης που έχει πάρει η Ευρώπη, σε μια μάταιη επιδίωξη να τους ταυτίσουν με τα ακροδεξιά, νεοφασιστικά και ρατσιστικά μορφώματα που θεριεύουν σε όλη την ήπειρο, όχι μόνο στην Ελλάδα, τρεφόμενα από τις αποτυχίες και την αβελτηρία της ίδιας της Ευρώπης, από την απόγνωση, την απελπισία και την αποδόμηση του κοινωνικού ιστού που φέρνει στην επιφάνεια τα πιο σκοτεινά ένστικτα του ανθρώπου.
Ταυτίζουν έτσι την έννοια «Ευρώπη» με τη συγκεκριμένη πολιτική και τη συ-γκεκριμένη κατάσταση. Αυτή είναι η μία και μόνη ευρωπαϊκή επιλογή, μας λένε. Όποιος την αποδέχεται είναι ευρωπαϊστής, όποιος όχι, είναι εχθρός της Ευρώπης. Έτσι, όμως, ωθούν όλο και περισσότερους στον γνήσιο αντιευρωπαϊσμό ως μόνο μέσο αντίδρασης. Είναι αυτονόητο ότι ο πολίτης που πλήττεται από τη κρίση δεν θα σπαταλήσει πολύ χρόνο. Βλέπει την κατάστασή του και βλέπει τους Ευρωπαίους ηγέτες να λένε σε όλους τους τόνους ότι αυτή είναι η ευρωπαϊκή επιλογή. Αυτόματα, κατατάσσει τον εαυτό του στο αντίπαλο στρατόπεδο και ψηφίζει αναλόγως. Τόσο απλό είναι.
Σήμερα, λοιπόν, αληθινοί ευρωπαϊστές είναι αυτοί που παραμένουν, από ρο-μαντισμό, ίσως, και σε πείσμα των καιρών, πιστοί σε μια ευρωπαϊκή ιδέα, η οποία κακοποιείται βάναυσα σήμερα από αυτούς που την επικαλούνται μόνο ως μια φράση κενή πολιτικού και φιλοσοφικού περιεχομένου, μόνο και μόνο για να δικαιολογήσουν το status quo. Αληθινοί ευρωπαϊστές είναι αυτοί που ασκούν δριμεία κριτική σε αυτήν την πορεία καταστροφής, αρνούνται να συμβιβαστούν με τη σημερινή εικόνα της Ευρώπης, προειδοποιούν σε όλους τους τόνους, αντιμάχονται επιλογές βαθύτατα αντιδημοκρατικές και, άρα, αντιευρωπαϊκές στον πυρήνα τους και προτείνουν αξιόπιστες εναλλακτικές, οι οποίες συντείνουν στην επανεκκίνηση της Ευρώπης ως Ένωσης αξιών, ειρήνης, ελευθερίας, δικαιοσύνης και αλληλεγγύης.
Η δημιουργική κριτική με αυτό το πνεύμα, στηριζόμενη σε πειστικά επιχειρή-ματα και συνοδευόμενη από συγκεκριμένες, ρεαλιστικά εφαρμόσιμες προτάσεις για το μέλλον της Ευρώπης, όχι μόνο δεν είναι αντιευρωπαϊκή, αλλά, α-ντιθέτως, αποσκοπεί στην επανίδρυση της Ένωσης πάνω σε ισχυρές θεσμικά και νομιμοποιημένες δημοκρατικά βάσεις. Τι πιο φιλοευρωπαϊκό από αυτό;
Ως ευρωπαϊστές, δεν πρέπει να έχουμε καμία αμφιβολία: η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είναι αυτοσκοπός και η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση δεν είναι νομοτελειακά εγγυημένη, όπως, άλλωστε, δεν είναι και μονόδρομος. Ανέκαθεν ήταν επιλο-γή. Εάν φτάσουμε στο σημείο να κληθεί να επιλέξει ο Ευρωπαίος πολίτης α-νάμεσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στη δημοκρατία, θα επιλέξει το δεύτερο, και πολύ καλά θα κάνει. Επομένως, αυτό που χρειάζεται η Ευρώπη είναι δημοκρατικές εναλλακτικές απέναντι στη σημερινή αποτελμάτωση, ένα φρέσκο όραμα για τον 21ο αιώνα, ανατρεπτικές λύσεις, πολιτική γενναιότητα και έμπνευση για κάτι καινούργιο που θα κινητοποιήσει τους Ευρωπαίους στην προοπτική ενός νέου και ελπιδοφόρου ξεκινήματος. Δεν είναι μόνο ιδεολογικό το ζήτημα.
Ας αναρωτηθούμε το εξής απλό: πόσο βιώσιμη είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση όπως είναι σήμερα; Μπορούμε να τη φανταστούμε να επιβιώνει με τη σημερινή της μορφή στο μέλλον, μετά από δέκα χρόνια ας πούμε;
Εφόσον, λοιπόν, αγαπάμε την Ευρώπη, πρέπει να ξαναδούμε κάποια βασικά πράγματα από την αρχή. Και εκεί ακριβώς είναι που η μελέτη της καταβολής της ευρωπαϊκής ιδέας μπορεί να μας βοηθήσει. Βεβαίως, κανείς δεν προτείνει να μεταφέρουμε αυτούσια τα προτάγματα των ευρωπαϊστών του 19ου αιώνα στον 21ο. Όμως, μην ξεχνάμε τις προφητικές φωνές των επαναστατών του πνεύματος και της δράσης που πρώτοι πρότειναν το όραμα της συμφιλίωσης των ευρωπαϊκών λαών και της ειρηνικής τους συνένωσης σε μια ελεύθερη, δημοκρατική ομοσπονδία. Οι ιδέες τους ακούγονται σήμερα, μέσα από τον ωκεανό του χρόνου που μας χωρίζει, πολύ πιο φρέσκες, μοντέρνες και ρηξικέλευθες από τα τετριμμένα που μας παρουσιάζονται σαν δήθεν η επιτομή της ευρωπαϊκής ιδέας.
Καλό θα ήταν να αντλούμε έμπνευση από αυτές τις φωνές, προσαρμόζοντας τις στις συνθήκες και τις ανάγκες του 21ου αιώνα, έστω κι αν είναι προφανές ότι, υπό τα σημερινά δεδομένα, αυτού του τύπου ο ευρωπαϊκός φεντεραλισμός τοποθετείται μάλλον στον χώρο της πολιτικής ουτοπίας.