ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ…

Μοίρασε το

Η ζέστη αφόρητη, ο μανιασμένος αέρας κόπασε προς το παρόν, τα φώτα από τα γύρω σπίτια λίγα. Ήχοι από τον Μίκυ στην τηλεόραση, κουβέντες αδιάφορες ανθρώπων που κάτι πρέπει να πουν για να περάσει η ώρα, μια ακόμη πίστωση στον χρόνο και τα λεπτά που φεύγουν για πάντα.

Ανοίγω τη θήκη του καπνού, αναζητώντας εμπειρικά το πολύτιμο περιεχόμενό του. Πάντα εκεί, με περιμένει καρτερικά μεσ’ την μαϊμού μαύρη δερμάτινη θήκη του, σφιχτός, υγρός, έτοιμος να τυλιχτεί σε μια κόλλα χαρτί και να πάρει φωτιά… Να μου στείλει τον καπνό του, να μπερδέψει τη σκέψη, διέξοδο και δικαιολογία για το μυστικό μου διαρκές ταξίδι, χωρίς αρχή και τέλος, χωρίς σαφή διαδρομή και σίγουρα προορισμό. Ή μήπως όχι; Δεν το πολυψάχνω, φοβάμαι τις απαντήσεις, όταν καμιά φορά καμώνομαι νοερώς και ανέξοδα τον σπουδαίο, που έτσι ξαφνικά απογειώνεται στην στρατόσφαιρα γιατί η μοίρα το θέλησε.

Πρωταγωνιστής μιας ακόμη μυστικής, απόκρυφης συνομωσίας, σ’ ένα παραμύθι επηρεασμένο από την σταχτοπούτα και το γοβάκι της! Σε μια ιστορία που άλλοτε με θέλει μέγα και τρανό, καταξιωμένο και ζάμπλουτο, να κάνω το καλό, υποκριτής χορτάτος, πανέτοιμος να υποδεχθώ τις ταπεινές ευχαριστίες όσων λύτρωσα, εξαγνίζοντάς τους από μια αλήθεια που και δικαιούνται και τους ανήκει! Κι άλλοτε, μεγάλος και καταξιωμένος, σαγηνευτής καταφερτζής, που οι λέξεις όταν αποφασίσω να τις βάλω στο στόμα μου αποκτούν σχήμα κι αξία…

Ταξίδι με τον χρόνο, την υπόσταση, την ίδια μου τη φύση, συνήθειες κι επιλογές χρόνων, που παρόλο δημοσίως αναγνωρίζω ότι πήρα μόνος και προτίθεμαι να επωμιστώ τις συνέπειες, κάπου εκεί στα ταξίδια μου ξεσηκώνω δικαιολογίες χίλιες δυο, για να υποστηρίξω το ακριβώς αντίθετο. Όχι από σκοπιμότητα, μα για ν’ αποκοιμιέμαι, χωρίς να μετρώ προβατάκια…

«Είδες; Η σουβλατζού μπήκε και στο facebook»! Αυτό κι αν είναι απότομη προσγείωση… Ξαφνικά είμαι και πάλι εδώ, μπροστά από το ταλαιπωρημένο μου netbook, με το τασάκι λίγο πιο κει φίσκα. Ο Μίκυ παραχώρησε τη σκυτάλη στο Mega και σ’ εκείνη την κορμάρα την ξανθιά απ’ τη Θεσσαλονίκη, τα παιδιά έχουν πέσει ήδη για ύπνο, η τελευταία μου μπύρα άδειασε… Κι εγώ κατάκοπος απ’ το ταξίδι που δεν έκανα, να ‘χω πετάξει τις βαλίτσες με τ’ άπλυτα δίπλα στο πλυντήριο, ξινισμένος, αλλά ευτυχής με τον μικρόκοσμο τον κατάδικο μου, αφημένος και πάλι στις αγκάλες ενός καναπέ, που εύχομαι κι ελπίζω να μην με προδώσει…

ΚΑΤΕΒΑΣΤΕ ΤΟ APP

Download on the App Store

Μοίρασε το

του αρθρογράφου

ideas change society

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

Αφήστε μια απάντηση

Σχόλια

Μπες στη συζήτηση

Κάνε εγγραφή για να αφήσεις τα σχόλιά σου

Κάνε εγγραφή για να αφήσεις τα σχόλιά σου