Η Βραζιλία αποτελεί µια νέα οικονοµική υπερδύναµη για τον 21ο αιώνα. Για πρώτη φορά φέτος το ΑΕΠ της, αναµένεται να ανέλθει στα 2,5 τρισ. δολάρια, µέγεθος που της χαρίζει τη θέση της έκτης µεγαλύτερης οικονοµίας στον κόσµο, ενώ, σύμφωνα, με την πρόβλεψη O’Neill προβλέπεται αύξηση μεταξύ 2011 και 2050 περίπου 4,3%, ποσοστού υψηλότερουκαι από εκείνου της Ρωσίας , που ανέρχεται στο 2,8%.
Η Βραζιλία λόγω της οικονομικής της υπερμεγέθυνσης, συμμετείχε και συμμετέχει σαν παρατηρητής και εν δυνάμει μέλος, ως αναδυόμενη οικονομική υπερδύναμη, στην ομάδα των G7 -G8. Είναι χρήσιμο να σημειωθεί, ότι οι χώρες μέλη της ομάδας των G7-G8, αντιπροσωπεύουν μόνο το 14% του πληθυσμού της γης, ενώ κατέχουν περίπου το 60 με 65% του παγκόσμιου ΑΕΠ (Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν). Η ομάδα δηλαδή αυτή αποτελεί μια σέχτα πλουσίων Χωρών που κυριαρχούν στη Δύση, και οι αποφάσεις τους αποτελούν κατευθύνσεις, επί της διεθνούς πολιτικής και οικονομικής σκηνής…
Η ενεργειακή αυτάρκεια (πετρέλαιο και ουράνιο), µια σκληρή βιοµηχανία, που παράγει από βιοκαύσιµα ως πυρηνικά υποβρύχια, οδήγησαν την Βραζιλία, µέσα σε µια 20ετία, στην πρώτη δεκάδα των υπερδυνάµεων του κόσµου, ενώ έχει ήδη γίνει το 5ο μεγαλύτερο δίκτυο Internet στον κόσμο, η 5η μεγαλύτερη αγορά για κινητά τηλέφωνα και υπολογιστές, η 3η μεγαλύτερη αγορά για τα καλλυντικά, ο 4ος μεγαλύτερος καταναλωτής της σοκολάτας, και ούτω καθεξής.
Μεγάλο µέρος αυτής της οικονοµικής ανάπτυξης οφείλεται στους υψηλούς φόρους που έχουν επιβάλει οι κυβερνήσεις της τελευταίας 10ετίας. Η Βραζιλία έχει ένα από τα υψηλότερα ποσοστά φορολόγησης στον κόσµο, μετο οποίο γεµίζει τα κρατικά της ταµεία, ενώ η αναπτυξιακή της πολιτική, έχει ως κεντρικό άξονα την υπερτροφική ανάπτυξη του κεφαλαίου και όχι το σχεδιασμό στρατηγικών, με βάση το κοινωνικό συμφέρον και τη καταπολέμηση τηςφτώχειας που καταδυναστεύει σήμερα το λαό της .
Το υδροκέφαλο όμως πολιτικό σύστημα, κάνει σαν να µη βλέπει τον κόσμο που λιµοκτονεί, χωρίς να µπορεί να καλύψει ούτε τις πιο στοιχειώδεις ανάγκες του. Στα προάστια των πόλεων, το θέαµα είναι φρικιαστικό: τεράστιες παραγκουπόλεις, εκατοµµύρια άνθρωποι να στοιβάζονται κάτω από τσίγκινες στέγες, χωρίς νερό, ηλεκτρικό και αποχέτευση.Ένας στους τέσσερις Βραζιλιάνους ζει σήμερακάτω από τα όρια της φτώχειας, ενώ ένα εκατομμύριο παιδιά δουλεύουν µεροκάµατο, κάτω από άθλιες συνθήκες.
Η Βραζιλία αποτέλεσε το πρώτο θύμα,των πειραμάτων του νεοφιλελευθερισμού, όπου η κεντρώα κυβέρνηση του Ζοάο Γκουλάρ προσπάθησε να χρησιμοποιήσει νεοφιλελεύθερες πολιτικές ανάπτυξης, χωρίς να αναγνωρίζει τις κοινωνικές ανάγκες της χώρας. Έτσι προετοιμάσθηκε το έδαφος κατάλληλα, ώστε το 1964, με τις ευλογίες και την καθοδήγηση των ΗΠΑ, να έρθει στην εξουσία η χούντα του στρατηγού Ουμπέρτο Καστέλλο Μπράνκο, με στόχο να ανοίξει την χώρα στο ξένο κεφάλαιο.
Η εξασφάλιση πόρων για τα στρατιωτικά καθεστώτα, που υποστήριξαν οι ΗΠΑ, έγινε με την επιβολή υψηλότατων επιτοκίων που εκτόξευσαν το χρέος της χώρας στα ύψη. Την ίδια πολιτική ακολούθησαν και τα «δημοκρατικά» καθεστώτα,την πολιτική δηλαδή υψηλών επιτοκίων, που υποτίθεται ότι ήταν απαραίτητη για την προσέλκυση ξένων επενδυτών.
Έτσι το 1998 άρχισε μια φυγή κεφαλαίων προς το εξωτερικό, η οποία συσσώρευσε πίεση πάνω στο ρεάλ και η Βραζιλία βρέθηκε σε αδιέξοδο.
Το 1999 της χορηγήθηκε δάνειο ύψους 42,6 δισ. δολαρίων από το ΔΝΤ, τους G7, την Παγκόσμια Τράπεζα κι άλλη μια αμερικανική τράπεζα. Στις διαπραγματεύσεις συμμετείχαν εκπρόσωποι των μεγαλύτερων αμερικανικών τραπεζών (Goldman Sachs, Citigroup, Merrill Lynch) και επενδυτές σαν τον Σόρος, που αφού είχαν ήδη θησαυρίσει από τα ληστρικά επιτόκια που πλήρωνε η Βραζιλία, την έσπρωξαν στο ΔΝΤγια να τη σώσει, με στόχο τα 20 πρώτα δισ. του δανείου να κατευθυνθούν στις τσέπες τους.
Οι όροι λιτότητας, που επέβαλλε το ΔΝΤ στο Βραζιλιάνικο λαό, έφεραν την χώρα σε κοινωνικό αδιέξοδο.
Ο Ιγκνάσιο Λούλα ντα Σίλβα πρώην εργάτης ορυχείων, που εκλέχθηκε για πρώτη φορά πρόεδρος το 2002και στη συνέχεια η Ντίλμα Ρούσεφως αντίπαλο δέος στην δικτατορία των προηγούμενων δεκαετιών, υποσχέθηκαν μια διακυβέρνηση βασισμένη στην κοινωνική ισότητα και την οικονομική σταθερότητα.
Οι διαδηλώσεις όμως σήμερα αμφισβητούν το πολιτικό και οικονομικό μοντέλο που προέκυψε μετά από πολλά χρόνια δικτατορίας, γιατί ακολουθώντας κι αυτόπιστά τα κελεύσματα του σύγχρονου νεοφιλελευθερισμού, απέτυχε να δώσει λύσεις στα μεγάλα κοινωνικά προβλήματα της χώρας.
Το χάσμα μεταξύ πλούσιων και φτωχών στη Βραζιλία, αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα στην υφήλιο και βρίσκει έδαφος σε όλους τους κοινωνικούς τομείς και κυρίαρχα στην εκπαίδευση, την υγειονομική περίθαλψη και τις μεταφορές.
Σήμερα στις διαδηλώσεις, τα μεσαία στρώματα στη Βραζιλία ενώνονται με τους άστεγους, με τους φτωχούς και ντεσπεράντος της φαβέλας, ενώ στη συντριπτική τους πλειοψηφία οι διαδηλωτές δεν έχουν ξανασυμμετάσχει σε διαδήλωση και δεν ανήκουν σε κάποιο συγκεκριμένο πολιτικό κόμμα.
Για την ακρίβεια τα νεοσχηματισθέντα μεσαία στρώματα, λόγω των τεράστιων κοινωνικών και οικονομικών ανισοτήτων, εξεγείρονται ενώνοντας τη φωνή τους με τους «άθλιους της Βραζιλίας», φοβούμενοι ότι μπορείνα βρεθούνκαι αυτοί, πάλι, κάτω από τα όρια της φτώχειας.
Αυτά τα μεσαία στρώματα, αποτελούν την «προδομένη γενιά της ανάπτυξης» , αυτή που υποσχέθηκαν να δημιουργήσουν και να αναπτύξουν οι σημερινοί σοσιαλιστές «σωτήρες» της Βραζιλίας και αντί αυτού προσηλώθηκαν στο να κάνουν «ελεημοσύνες» στους φτωχούς, αντί να κατοχυρώνουν τα βασικά κοινωνικά τους δικαιώματα, και να χρησιμοποιούν την μεσαία τάξη, ως πολιτικό αντίβαρο, απέναντι,στις πολιτικές ανάπτυξης της κεφαλαιοκρατίας, που υιοθέτησαν.
Έχω αναφέρει , χαρακτηριστικά, και σε άλλα άρθρα μου, πως η εξέλιξη του καπιταλισμού σε φιλελευθερισμό και του σοσιαλισμού σε νεοφιλελευθερισμό, στόχο έχει να αποδυναμώσει την ιδεολογική δύναμη των πολιτικών, που υπηρετούν τον άνθρωπο, στη συνείδηση του κόσμου, και να τον μετατρέψει σε μια άβουλη καταναλωτική μάζα, που δεν θα εισπράττει την αξία των αγαθών που παράγει και καταναλώνει.
Έρχεται η στιγμή,όμως, που οι μάσκες πέφτουν…
170.000 άνθρωποι εκδιώκονται από τα σπίτια τους, λόγω της κατασκευής αθλητικών εγκαταστάσεων και άλλων υποστηρικτικών εγκαταστάσεων, ενόψει του Μουντιάλ Ποδοσφαίρου. Την ίδια στιγμή,που η κυβέρνηση της Βραζιλίας, επενδύει όλο και λιγότερα χρήματα σε κοινωνικές υπηρεσίες και αγαθά, το κόστος του Μουντιάλ Ποδοσφαίρου και των Ολυμπιακών Αγώνων(η Βραζιλία θα φιλοξενήσει το Παγκόσμιο Κύπελλο ποδοσφαίρου το 2014 και τους Ολυμπιακούς Αγώνες το 2016), ανέρχεται στα 25 δις δολάρια.Την ίδια στιγμή η FIFA (Παγκόσμια Ομοσπονδία Ποδοσφαίρου, διοργανώτρια αρχή του Παγκοσμίου Κυπέλλου) αναμένεται να κερδίσει γύρω στα 10 δις δολάρια από τη διεξαγωγή του Μουντιάλ και αναρωτιέμαι ποια είναι τα αντισταθμιστικά οφέλη που έχει διαπραγματευτεί αυτή η κυβέρνηση, προκειμένου να εξασφαλίσει περισσότερα δημόσια αγαθά για τους πολίτες της…
Η καμπάνια « Σταματήστε το Παγκόσμιο Κύπελλο – Μουντιάλ», στην οποία συμμετέχουν εκατομμύρια διαδηλωτών από όλη τη Βραζιλία, δεν αποτελεί μια απλή διαδικασία εξέγερσης, καταδεικνύει το τεράστιο πολιτικό πρόβλημα που δημιουργείται, όταν οι πολιτικές ανάπτυξης δεν υπηρετούν τον άνθρωπο και τις ανάγκες του, δεν γεφυρώνουν το κοινωνικό και οικονομικό χάσμα, δεν καταπολεμούν τις κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες, αλλά υπηρετούν τα συμφέροντα του κεφαλαίου, των πολυεθνικών και των αστικών τάξεων.
Αν κάνει κανείς μια συγκριτική ιστορική αναδρομή, ανάμεσα σε Βραζιλία και Ελλάδα, θα παρατηρήσει πως οι ομοιότητες είναι κραυγαλέες. Από το πώς η αδυναμία των κεντρώων καθεστώτων, να εξαλείψουν τις κοινωνικές αδικίες, έφερε τις χούντες, μέχρι το πώς τα καπιταλιστικά και σοσιαλιστικά καθεστώτα, ενστερνίζονται τον νεοφιλελευθερισμό , ως τον δρόμο της Δημοκρατίας, μέσα από την οικονομική ελευθερία του κεφαλαίου, τις ληστρικές επιδρομές των κερδοσκόπων και τις πολιτικές λιτότητας απέναντι στα μικρά και μεσαία στρώματα, που οδηγεί όμως μοιραία στην κοινωνική και οικονομική αδικία και κατά συνέπεια την κοινωνική εξέγερση.
Το συμπέρασμα, που τεκμαίρεται, είναι ότι όσο μεγάλη οικονομική υπερδύναμη κι αν κατέστη η Βραζιλία, αποτελώντας τον παράδεισο του μεγάλου κεφαλαίου, των πολυεθνικών και των ξένων επενδυτών, δεν υπερασπίστηκε πολιτικές που υπηρετούν τον άνθρωπο και τις ανάγκες του, ενώ απέτυχε να κάνει αναδιανομή του πλούτου προς όφελος των ασθενέστερων τάξεων, με αποτέλεσμα, το μεγαλύτερο κομμάτι του πληθυσμού της να μαστίζεται σήμερα από την φτώχεια και την εξαθλίωση.
Η μετεξέλιξη μας σε Βραζιλία δεν αποτελεί, σίγουρα, όχι μόνο το δικό μου όνειρο, αλλά και των περισσότερων συμπατριωτών μας, αγαπητοί κύριοι/ες που ευαγγελίζεσθε τις πολιτικές των μνημονίων, υπέρ ανάπτυξης όχι του λαού αλλά του μεγάλου κεφαλαίου, εγχώριου ή ξένου…
Το παρόν άρθρο πρωτοδημοσιεύτηκε στο new-Deal στις 6 Μαϊου 2014