Για να ειρωνευτεί τους αγεωμέτρητους και αφελείς «σωβινιστές» που πιστεύουν ότι μπορούν να υπάρξουν προνομιούχοι με αυτόχθονα και αμιγή, καθαρό και αυτάρκη πολιτισμό ο Αμερικανός κοινωνιολόγος Ralph Linton έχει γράψει μια έξυπνη σελίδα που αισθάνομαι τον ακατανίκητο πειρασμό να την παραθέσω ολόκληρη:
«Ο στερεός Αμερικανός μας πολίτης ξυπνάει το πρωί σ’ ένα κρεβάτι χτισμένο απάνω σε σχέδιο που κατάγεται από την Κοντινή Ανατολή, αλλά τροποποιήθηκε στη Βόρεια Ευρώπη πριν μεταφερθεί στην Αμερική. Πετάει πίσω του τις κουβέρτες τις καμωμένες από βαμβάκι που εξημερώθηκε στην Ινδία, ή από λινό που εξημερώθηκε στην Κοντινή Ανατολή, ή από μετάξι που η χρήση του ανακαλύφτηκε στην Κίνα. Όλα τα υλικά αυτά έχουν κλωστεί και υφανθεί με μεθόδους που εφευρέθηκαν στην Κοντινή Ανατολή. Γλιστράει μέσα στα μοκασίνια του που εφευρέθηκαν από τους Ινδιάνους των Ανατολικών Δασικών Περιοχών, και πηγαίνει στο λουτρό που η επίπλωσή του είναι μίγμα Ευρωπαϊκών και Αμερικανικών εφευρέσεων, πρόσφατων όλων. Βγάζει τις πιτζάμες του, ρούχο που εφευρέθηκε στην Ινδία, και πλένεται με σαπούνι, εφεύρεση τούτο των αρχαίων Γαλατών. Έπειτα περνάει στο ξύρισμα – θεσμό μαζοχιστικό που φαίνεται ότι έχει προέλθει είτε από τη Σουμερία είτε από την αρχαία Αίγυπτο.
Επιστρέφοντας στο λουτρό παίρνει τα φορέματά του από ένα κάθισμα τύπου νοτιοευρωπαϊκού και αρχίζει να ντύνεται. Φοράει ρούχα που η μορφή τους αρχικά κατάγεται από τα δερμάτινα φορέματα των νομάδων των στεπών της Ασίας, βάζει παπούτσια καμωμένα από δέρματα επεξεργασμένα με μέθοδο που εφευρέθηκε στην αρχαία Αίγυπτο και κομμένα απάνω σε σχέδιο που κατάγεται από τους κλασικούς πολιτισμούς της Μεσογείου, και δένει γύρω από το λαιμό του μια λουρίδα από ζωηρά χρωματισμένο ύφασμα, που είναι υπόλειμμα επιβίωσης του καλύμματος των ώμων, που φορούσαν οι Κροάτες του δέκατου έβδομου αιώνα. Πριν βγει για το πρωϊνό του παρατηρεί μεσ’ από το παράθυρο το καμωμένο από γυαλί που εφευρέθηκε στην Αίγυπτο, και εάν βρέχει, φοράει γαλότσες από λάστιχο που ανακαλύφθηκε από Ινδιάνους της Κεντρικής Αμερικής, και παίρνει μιαν ομπρέλα που εφευρέθηκε στη Νοτιοανατολική Ασία. Στο κεφάλι του βάζει ένα καπέλο καμωμένο από τσόχα, υλικό που εφευρέθηκε στις Ασιατικές στέπες.
Στο δρόμο του για το πρωϊνό σταματάει ν’αγοράσει μιαν εφημερίδα πληρώνοντάς την με νομίσματα, αρχαία Λυδικήν εφεύρεση. Στο εστιατόριο αντιμετωπίζει μιαν ολόκληρη σειρά από δανεικά στοιχεία. Το πιάτο του είναι καμωμένο σ’ένα τύπο αγγειοπλαστικής που εφευρέθηκε στην Κίνα. Το μαχαίρι του από χάλυβα, κράμα πρωτοκαμωμένο στη νότια Ινδία, το πιρούνι του μεσαιωνική Ιταλική εφεύρεση, και το κουτάλι του παράγωγο ενός Ρωμαϊκού προτύπου. Αρχίζει το πρωινό με ένα πορτοκάλι, από την Ανατολική Μεσόγειο, με ένα πεπονάκι από την Περσία, ή ίσως με ένα κομμάτι Αφρικάνικου καρπουζιού. Μαζί παίρνει τον καφέ του, Αβυσσινιακό φυτό τούτο, με κρέμα και ζάχαρη.
Τόσο η εξημέρωση της αγελάδας όσο και η ιδέα του αρμέγματός της τόπο προέλευσης έχουν την Κοντινή Ανατολή, ενώ η ζάχαρη έγινε για πρώτη φορά στην Ινδία. Μετά το φρούτο του και τον πρώτο καφέ περνάει στις τηγανίτες, πίττες καμωμένες με Σκανδιναβική τεχνική από σιτάρι που εξημερώθηκε στη Μικράν Ασία. Απάνω στις τηγανίτες χύνει σιρόπι από σφεντάμι, που εφευρέθηκε από τους Ινδιάνους των Ανατολικών Δασικών Περιοχών. Παράπλευρο πιάτο μπορεί να έχει τα αυγά ενός είδους πουλιού εξημερωμένου στην Ανατολική Ασία, που έχουν αλατιστεί και καπνιστεί με μέθοδο που αναπτύχθηκε στη Βόρεια Ευρώπη.
Όταν ο φίλος μας τελειώσει το φαγητό του, τακτοποιείται για να καπνίσει, συνήθεια τούτο των Ινδιάνων της Αμερικής, καίγοντας ένα φυτό εξημερωμένο στη Βραζιλία, είτε μέσα σε μια πίπα, που κατάγεται από τους Ινδιάνους της Βιρτζίνιας, είτε σ’ένα σιγαρέτο, που κατάγεται από το Μεξικό. Εάν είναι αρκετά σκληραγωγημένος, μπορεί ακόμη να επιχειρήσει να καπνίσει ένα πούρο, που μας έχει μεταφερθεί από τις Αντίλλες διαμέσου της Ισπανίας. Καπνίζοντας διαβάζει τα νέα της εφημερίδας τυπωμένα με χαρακτήρες που εφευρέθηκαν στη Γερμανία». ( “The study of Man” New York 1936).